You are currently viewing Γιάννης Κονδυλόπουλος: Ανίερες αποκρίσεις (Στο «Θερινό ηλιοστάσι» του Σεφέρη)

Γιάννης Κονδυλόπουλος: Ανίερες αποκρίσεις (Στο «Θερινό ηλιοστάσι» του Σεφέρη)

Α΄

«και τούτη η γυναίκα

που την είδες όμορφη, μια στιγμή

λυγίζει δεν αντέχει πια γονάτισε.»

 

Την είδες όμορφη

το χάραμα εκείνου του καλοκαιριού

της νιότης σου.

Τ’ άσπρο μπλουζάκι της

δε γάριασε.

Ακόμα σε χωράει.

 

Β΄

«Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε

τούτη η ανάσα.»

 

Λιγόστεψε η ανάσα της

στ’ αφτί σου.

Κι ας μη διαβάζει ποίηση.

 

Γ΄

«ο ποιητής

χαμίνια τού πετούν μαγαρισιές»

 

Λέξεις παλιές, παρωχημένες.

 

Προοδεύσαμε.

 

Δ΄

«Οι ψυχές […]

κολνούν εδώ κολνούν εκεί στην τύχη

πουλιά στις ξόβεργες‧»

 

Σκρολάρουν οι ψυχές μας,

ρολάρουν οι ζωές μας

ως τις ξόβεργες.

 

Ε’

«Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια

δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει

παρά τούτο το τέρμα.»

 

Νάρκη γλυκιά,

ως το μεδούλι.

Σαν δευτερόλεπτο πριν καταλάβεις

τη λεπίδα.

 

Στ΄

«Θυμήσου το χιτώνα που έβλεπες

ν’ ανοίγει και να ξεγλιστρά πάνω στη γύμνια

κι έπεσε γύρω στους αστραγάλους

νεκρός–»

 

Σπάταλε, Ελπήνωρ!

Ένα κουπί λιγότερο.

Το είχαμε ανάγκη!

 

 

 

Ζ΄

«Δέξου ποιος είσαι.»

 

Πες μου ποιος είμαι.

Στη βάση δεδομένων.

 

 

Η΄

«Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης

επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.»

 

Πενήντα χρόνια μουντζουρώνω τα χαρτιά.

 

Θ΄

«Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν

κι αυτοί γελούσαν.»

 

Γελούσες για πράγματα που καθαρά τα ’βλεπαν‧

κι αυτοί σιωπούσαν.

 

Ι΄

«είδα τα χείλια που άνοιγαν

φύλλο το φύλλο.»

 

Βαλέ από ντάμα δεν ξεχώριζα.

Έπαιξες με ορθάνοιχτα χαρτιά,

μα δε σε κέρδισα.

 

 

 

 

ΙΑ΄

 

«Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.»

 

Σμιλεύοντας σκοτάδι με το φως σου,

ξόδεψα το δικό μου φως,

μήπως και δω μες στο σκοτάδι μου.

 

 

ΙΒ΄

«Το αίμα τώρα τινάζεται […]

Γυρεύει να περάσει από το θάνατο

για να ’βρει τη χαρά.»

 

Το αίμα γέρασε.

Ούτε ο θάνατος τού δίνει πια χαρά.

 

ΙΓ΄

«το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις φορές μόνο»

 

Την πρώτη τ’ όνομά σου.

Τ’ όνομά της τη δεύτερη.

Τ’ όνομά του την τρίτη.

 

ΙΔ΄

«φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη

και να τη σπείρουν.»

 

Ο φοβερός παφλασμός του Νάρκισσου:

έργο τέχνης τυλιγμένο στις φλόγες.

Κι ο ποιητής σού παραγγέλνει

να φωνάξεις τα παιδιά,

για να σπείρουν τη στάχτη.

 

Να τους μάθεις το πώς και ας το ’χεις ξεχάσει.

 

 

Μάιος 2024

 

Χρησιμοποιήθηκε η 14η έκδοση των «Ποιημάτων» του Γιώργου Σεφέρη, εκδ. Ίκαρος, 1982. Τα αποσπάσματα από τα ποιήματα της συλλογής «Θερινό ηλιοστάσι» που παρατίθενται δίνονται με πλάγια στοιχεία και μέσα σε εισαγωγικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.