Πώς να οργανώσει κανείς την κατ’ ανάγκη σύντομη βιβλιοπαρουσίαση ενός τόσο πολυεπίπεδου έργου, όπως είναι η τελευταία ποιητική σύνθεση της Παναγιώτας Λάσκαρη, που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2023 από τις εκδόσεις Κουκκίδα με τίτλο «Επτά μικρά άλγη για μια νοσταλγία»; Είναι τόσα τα θέματα για τα οποία θα μπορούσε να μιλήσει, τόσες οι εικόνες ή οι ήχοι που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αφόρμηση.[1]
Στην προσπάθεια για μια πρώτη σύντομη παρουσίαση της συλλογής, θα μπορούσε ίσως να φανεί χρήσιμο το μοντέλο της τετραπλής ανάγνωσης (αλλιώς: τετραμερές σχέδιο ανάγνωσης). Πρόκειται, βέβαια, για απότοκο των θεωρητικών απόψεων της Νέας Κριτικής, που έναν αιώνα μετά την εμφάνισή της στον αγγλοαμερικανικό κόσμο, δεν είναι πια και τόσο νέα, ενώ έχει δεχθεί στο διάβα του χρόνου κριτική, διότι, κατά τους επικριτές της, αντιμετωπίζει τα έργα τέχνης ως αυτοτελή αισθητικά δημιουργήματα, ανεξάρτητα από το συγκείμενο της παραγωγής τους, τον συγγραφέα, την κοινωνία και την ιστορία που τα παρήγαγαν.[2] Αξιοποιώντας τους τέσσερις άξονες της ανάγνωσης που προτείνει το μοντέλο αυτό, σύμφωνα με τη διάκριση του Richards σε τέσσερα είδη νοήματος (σημασία, συναίσθημα, τόνος και πρόθεση του κειμένου), θα επιχειρήσω να οργανώσω κάπως τα γραφόμενά μου, αποφεύγοντας μάλιστα, όσο είναι δυνατό, κατ’ αρχάς με τον τρόπο αυτόν να εμπλέξω στην εξίσωση την ποιήτρια −την οποία γνωρίζω προσωπικά− και έτσι τον κατ’ ανάγκην ελλοχεύοντα κίνδυνο να υπεισέλθει στην προσέγγισή μου ο υποκειμενικός παράγοντας. Επιπλέον, έχει, νομίζω, ενδιαφέρον να προσπαθήσει να μιλήσει κανείς… ανιστορικά για ένα έργο που εκκινεί από την Ιστορία, γραμμένο μάλιστα, κατά δήλωση της ποιήτριας, στο μεγαλύτερο μέρος του το 2021, έτος φορτισμένο από επετειακές εκδόσεις και εκδηλώσεις: αν αφαιρέσουμε το συγκείμενο της δημιουργίας του έργου, τι απομένει, άραγε ως αισθητικό αποτέλεσμα καθεαυτό;
Σύμφωνα με το μοντέλο της τετραπλής ανάγνωσης, λοιπόν, το πρώτο πράγμα που εξετάζουμε σε ένα έργο είναι η σημασία του. Αν τολμούσα, κόντρα στο πολυεπίπεδο του έργου, να περιγράψω σχηματικά, με μία περίοδο για τι μιλάει το ποίημα αυτό, θα έγραφα: Εξιστορεί την πλεύση ενός σπιτιού-παλαιού σκαριού μέσα στον χρόνο, μιλά για ένα ταξίδι νόστου μέσα στην Ιστορία, μέχρι που το πλεούμενο αυτό να αντικρίσει το φως, το τελικό, δηλαδή, αίτιο της δημιουργίας του. Βέβαια, όπως κάθε θαλασσινό ταξίδι, έχει και η πλεύση του σπιτιού αυτού τα βάσανα και τα άλγη της. Όμως τα βάσανα αυτά σε καμία στιγμή της διαδρομής δεν απωθούνται, καθώς συνθέτουν τους απαραίτητους αναβαθμούς, ώστε μέσα από τη σταδιακή αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία να φτάσει το σπίτι της ιστορίας μας στην «περίπτερη πλεύση πυρός», όπως επιγράφεται το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής, ποίημα φαεινό και αισιόδοξο όσο η Ανάσταση που ευαγγελίζεται.
Ακολουθούν, ως δείγματα γραφής, το πρώτο και το τελευταίο ποίημα της σύνθεσης:
ΣΠΙΤΙ ΣΕ ΝΟΣΤΟ
Κι ὕστερα ἡ ἄνοιξη ποὺ κατασκήνωσε ἐντὸς
μᾶς ἐνέπλησε κατοικητήριο φῶς …
Παλιὸ σκαρί. Ἕτοιμο, ὡς πρῶτα, γιὰ διάρκεια.
Μὲ τὸ μπαλκόνι ἀκρόπρωρο στὴ θάλασσα καὶ
τὰ πανιὰ
παραθυρόφυλλα νὰ χύνουν τὴν Ἀνατολὴ ὁλόφρεσκη
ἀλφαβήτα στὰ δρύινα πατώματα, στοὺς τοίχους, στὰ ταβάνια
ἔτσι ποὺ ἡ μικρὴ Κλειδὼ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ν’ ἀνοίγει ἑρμάρια
σφαλιστὰ στὸν ὑπερθετικὸ κλίσης ἀθώας.
Συλλαβογράμματη γραφὴ ἀπ’ τὰ μελλούμενα θὲ νά ’ρθει
πάλι ἡ Ἄνοιξη μὲ ἱερογλυφικὴ μητέρα
γιὰ νά ’ναι πάντα νόστιμη σὰν περγαμόντο ἀρχαῖο
ποὺ μοιράστηκε κι ἔκτοτε ἄστρο ἀνέσπερο
ξημέρωσε στὸ ἔσω δῶμα.
Παλιὸ σκαρί. Σπίτι σὲ νόστο.
(σελ. 11)
ΠΛΕΥΣΗ ΠΥΡΟΣ ΠΕΡΙΠΤΕΡΗ
Με ρήματα τοῦ πόντου ἁλιευμένα τὸ καταμεσήμερο
Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Ὅλη μου τὴ ζωὴ παίρνω μαζί μου τὰ λιγότερα
γιὰ νὰ ἀνεβαίνω ἐλαφριὰ στὴν πάνω πόλη
τῶν ἀνθέων,
μὲ κάτι στοὺς βοστρύχους ἀπὸ ψεκάδες νύχτας
Ἑλκομένου καὶ
ρήματα μονόπετρα τὴν πλεύση νὰ ἀποκαθιστῶ
περίπτερη πυρὸς
ροδιὰ ἐπὶ πληρώματα ὑδάτων, σὰν πέτρινο
καράβι ποὺ θεσπίζομαι,
σὰν θάλασσα μὲ ἄνηθο νερὸ ποὺ ἀναζητῶ νὰ γίνω.
Ἀνάμεσα σὲ δυὸ λυγμοὺς μεσολαβῶ μιὰν ἄνοιξη
πυρρὴ μονοβασιὰ ἱπτάμενη σὲ ἀκροστιχίδα
ὕμνου κι ἀπ’ τὰ φτερά της πιάνομαι.
Τὴν πλεύση νουθετῶ μὲ τῆς καρδιᾶς τὰ ἰδιόμελα.
Πιστὴ στὸν Ἥλιο λάμνω.
(σελ. 49)
Αν ψάξουμε τώρα από ποια υλικά είναι καμωμένο αυτό το σπίτι, θα καταλήξουμε στο εξής ένα: τη γλώσσα. Τις λέξεις ως δημιουργούς και ερμηνευτές του κόσμου, μια «συλλαβογράμματη γραφή απ’ τα μελλούμενα», που μοιράστηκε σε όλους μας «σαν περγαμόντο αρχαίο». Βέβαια, το περγαμόντο πικρίζει κάποτε όσο και η Ιστορία, όπως αυτή δίνεται μέσα από τα επτά πεζόμορφα, όπως τα αποκαλεί η ποιήτρια, ποιητικότατα ωστόσο, αποσπάσματα, που αφορμώνται από επτά αλγεινά στιγμιότυπα της Ιστορίας μας:
- Την αρπαγή των αρχαίων γλυπτών και τις «μεθυσμένες» μπάλες του Μοροζίνι που έπληξαν το 1687 τον Παρθενώνα. Κι άντε μετά να πρέπει να «ξομπλιάσει» η ηρωίδα του ποιήματος «ένα χάσμα μετόπης» του Παρθενώνα που «ανιστορήθηκε από το μέρος της φθοράς».
- Τον Κολοκοτρώνη να θρηνεί τον σκοτωμένο από αδελφοκτόνα βόλια γιο του:
Σαν κυπαρίσσι αχάλαστο…
Σὰν κυπαρίσσι ἀχάλαστο νὰ λάμπει ἡ λεβεντιά σου
ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ θ’ ἀνεβεῖς στὸ διάσελο τοῦ μαύρου
στὰ δυοσμαρίνια τ’ οὐρανοῦ τὸ νοῦ σου ν’ ἀποφέγγεις
μὰ στῆς αὐγῆς τὴν πεθυμιά, γιέ μου, νὰ κατεβαίνεις
φεγγάρι χρυσοπτέρουγο τὸν ἥλιο νὰ εὐοδώνεις
νὰ σὲ χορταίνω ἀγκαλιὲς ποὺ τ’ ἄρματα στερῆσαν
καὶ στὸ δρολάπι νὰ σοῦ εἰπῶ καημοὺς ἀποσταμένους.
(σελ. 20)
- Την Ελισάβετ Μαρτινέγκου να ασφυκτιά μέσα στον υποκριτικό ανδοκρατούμενο κόσμο του νησιού της, έτσι που τα λόγια «να μην είναι βολετό μήτε να σωπάσουν μήτε να μη σωπάσουν τις δυστυχίες της».
- Μία ακόμη αδικημένη ηρωίδα του άδολου και ανυπόκριτου ηρωισμού, τη Μαντώ Μαυρογένους, για την οποία τα λόγια σωπαίνουν και μπαίνουν μαζί της στο μνήμα, εκεί που είναι θαμμένη στην Εκατονταπυλιανή της Πάρου. Ωστόσο, «μια ανιδιοτελής σαν ροδόνερο απρονοησία» αρχίζει «να διαρρέει | από τις ρωγμές και να μοσχοβολίζει παρατεταμένη την παύση», αλλά και την ψυχή μας.
- Την σκαιότατη αντιμετώπιση του Κολοκοτρώνη στο Ναύπλιο, στην αποβάθρα για την ΄Υδρα, αλλά και τη μεγαλόψυχη συγχώρεση του Γέρου του Μοριά, που ενεργώντας έτσι για το καλό της πατρίδας γίνεται ο ίδιος πατρίδα.
- και 7. Τα δύο τελευταία άλγη είναι αφιερωμένα στους δύο από τους τρεις ευαγγελιστές της, κατά Λάσκαρη, πατρίδας, τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη. Τη φωνή του τρίτου, του Ελύτη, την έχουμε ακούσει ήδη στο κύριο μότο της συλλογής «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, | όπου και να θολώνει ο νους σας, | μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό | και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη». Την ακούμε, όμως, και να κρατά το ίσο σε κάθε ποίημα όλης της ποιητικής σύνθεσης.
Περνάμε στον δεύτερο άξονα της τετραπλής ανάγνωσης: Ποιο είναι το συναίσθημα που γεννά η συλλογή; Κατ’ αρχάς είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να είναι ένα ούτε κοινό σε κάθε αναγνώστη/αναγνώστρια. Πάντως, όποια κι αν είναι τα συναισθήματα που μας γεννώνται, σε καμιά περίπτωση δεν κραυγάζουν ούτε συνθηματολογούν.
Ο τρίτος άξονας της τετραπλής ανάγνωσης αφορά τον τόνο της συλλογής, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίον επικοινωνεί μαζί μας ο δημιουργός, με τον οποίον μας δεσμεύει, μας γοητεύει, φαρμάττει και κατεπάδει[3], για να θυμηθούμε την αποστροφή του Μένωνα στον Σωκράτη. Νομίζω πως ο τόνος της συλλογής αποδίδεται με την αίσθηση που μας προξενούν οι μελωδίες του Ραχμάνινοφ. Διαβάζουμε, άλλωστε, στην τελευταία νοσταλγία: «Ραχμάνινοφ τής μύριζε το μούσκιο χρώμα». Αποδίδεται ακόμα ο τόνος, κατά την αίσθησή μου, με την τοιχογραφία του Μανουήλ Πανσέληνου «Ο εμός Έρως εσταύρωται» που αναφέρεται στην τέταρτη νοσταλγία. Πάντως, όλη η συλλογή είναι μουσική, χωρίς να είναι συμβολιστική.
Ας προχωρήσουμε στον τέταρτο άξονα του μοντέλου της τετραπλής ανάγνωσης της συλλογής, που αφορά την πρόθεση του εκάστοτε δημιουργού, αν κάτι τέτοιο δεν είναι ανίερο. Για να ανιχνεύσουμε ωστόσο την περίφημη πρόθεση, οι εκπαιδευτικοί θέτουμε συνήθως στους μαθητές μας το εξής ερώτημα: Σε τι άλλαξε το ποίημα που μελετήσαμε τη στάση σου απέναντι στο συγκεκριμένο θέμα; Η έκφραση της ανταπόκρισης των μαθητών/τριών/αναγνωστών σε αυτό το ερώτημα αποτελεί, κατά τους εισηγητές του μοντέλου, αυτό που πέτυχε τελικά ο δημιουργός, και αποτυπώνει την πρόθεσή του.
Στο ολισθηρό ερώτημα περί προθέσεως της συλλογής δεν θα απαντήσω προς το παρόν άμεσα. Να επισημάνω πάντως πως, όσο διάβαζα τη συλλογή, επανέρχονταν επίμονα μέσα μου οι αρμονικές του Ελύτη. Θυμήθηκα, λοιπόν, το πρώτο κεφάλαιο από το περίφημο δοκίμιό του «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», που έχει τίτλο «Όσοι λευκοφόροι». Ακολουθεί απόσπασμα:
«Είναι κανείς από το μέρος της αθωότητας –«λευκοφόρος την διάνοιαν» που λέει κι ο Ρωμανός− σε δύο περιπτώσεις: όταν δεν έχει φτάσει στο σημείο να υποψιασθεί καν το Μαύρο∙ κι όταν το έχει διατρέξει ως την έσχατη άκρη του, έτσι που να πατήσει από το άλλο μέρος πάλι στο Λευκό∙ με πλήρη συνείδηση ότι όσα γνώρισε στο αναμεταξύ τού είναι απολύτως άχρηστα.
Μιλώ πέρα από την Ανάγκη και πάνω από την ανισότητα των πεπρωμένων.
Μορφές όπως του Πλωτίνου, του Ρωμανού του Μελωδού, του Fra Angelico, του Black, του Vermeer, του Hölderlin, του Novalis, του Mozart, του Rimbaud, του Shelley, του Θεόφιλου, του Παπαδιαμάντη, διαφορετικές στο έπακρο, μ’ ελκύσανε ανέκαθεν −ανεξάρτητα εντελώς από τη ζωή τους− γι’ αυτό το λευκό σημάδι που διασώζανε στο έργο τους, τη λάμψη που έφερναν είτε με τρόπο ήπιο είτε με αγριότητα.
Επειδή, βέβαια, η χώρα της αθωότητας δεν είναι όπως τη φαντάζονται μερικοί∙ έχει τους Αγίους της και τ’ αγρίμια της, τα παρθένα δάση και τα γαλήνια νερά της.
Χρειάζεται να ’σαι τέλεια αφοπλισμένος, για να προχωρήσεις μέσα της. Είναι τόσο αραιός ο αιθέρας εκεί, που καμιά κοσμοθεωρία δεν αντέχει, καμιά σοφία δεν έχει πέραση. […]
Ω ναι, είναι δύσκολο να το εξηγήσει κανένας. Πρόκειται για μια «μηχανή» με την παλιά σημασία που, με κάθε κίνηση προς τα πίσω, ξεγράφει την ιστορία και, με κάθε κίνηση προς τα εμπρός, διανοίγει μια παρθένα οδό: για να μπορεί να βλέπει ο καθένας διαρκές το ακαριαίο και ακαριαίο το διαρκές∙ να βλέπει ό,τι αγαπά σαν τον πυρήνα ενός Παραδείσου.
Όσοι λευκοφόροι, εννοήτωσαν.»[4]
Διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα από τη «Μαγεία του Παπαδιαμάντη», νομίζω πως ένιωσα τι είναι αυτό που κάνει ξεχωριστή τη συλλογή «Επτά άλγη για μια νοσταλγία» και τι καινούριο μου έδωσε στον τρόπο που αντικρίζω το παλιό μας σκαρί, την πατρίδα μας: είναι αυτό το λευκό της παραδείσιας αθωότητας που διατρέχει όλη τη Νοσταλγία και μετουσιώνει τελικά τα άλγη, τα πάθη και τη Σταύρωση σε Ανάσταση, το ακαριαίο, το επικαιρικό και το εφήμερο σε διαρκές, και την πατρίδα-γλώσσα σε μία πύρινη περίπτερη σφαίρα που μας συνεπαίρνει και στροβιλίζει σύγκορμη −στην πιο αγνή και παιδική της εκδοχή− την ύπαρξη μας.
Άνοιξα ξανά τη συλλογή. Ακρόπρωρο της η αφιέρωση στην πρόωρα χαμένη αδελφή της ποιήτριας: «Στη μνήμη της αδελφής μου Παρασκευής. Στη χάρη που της χαρίζει ο ουρανός». Και εννόησα…