(Κρυπτομνησία VII)
Τι σου είναι, εντέλει, τα βαφτιστικά! Γεννούν, στο άκουσμά τους, προσδοκίες, ανάλογα, βέβαια, με όσα έχουμε ήδη στο μυαλό μας. Έτσι, πολύ συχνά οδεύουμε με οδηγό το όνομα και πάμε να συναντήσουμε τις καταστάσεις, να γίνουμε μέρος τους.
Κάτι τέτοιο συνέβη μάλλον με έναν παλιό συμφοιτητή μου. Οι γονείς του, θρησκευόμενοι άνθρωποι, είχαν την έμπνευση να τον βαφτίσουν Παυσίκακο, προς τιμήν του Οσίου Παυσικάκου, Επισκόπου Συνάδων. Ίσως το βυζαντινό παράδοξο του ονόματος να κατέστησε τον φίλο μου αθεράπευτα βυζαντινίζοντα. Έναν αντιγραφέα ολκής, δίχως ίχνος ενδοιασμού για τις επιλογές του: ο Παυσίκακος συνηθίζει να ερανίζεται πανταχόθεν χωρία ολάκερα, να τα συρράπτει και να τα παρουσιάζει με το όνομά του. Προς Θεού! Δεν επιχειρεί να ξεγελάσει κανέναν! Δηλώνει ότι η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελεί επινόηση νεωτερική. Και ότι, όπως πολύ σωστά είχαν διαισθανθεί οι χρονογράφοι και οι λοιποί εκπρόσωποι της μεσαιωνικής μας γραμματείας, η σοφία είναι αγαθό κοινό. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υπόκειται στην κατηγορία της λογοκλοπής ή, έστω, της κρυπτομνησίας.
Τις προάλλες μού έστειλε το νέο του πόνημα, με την παράκληση να μεσολαβήσω να δημοσιευθεί σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό. Το παραθέτω:
ΑΤΙΤΛΟ
Φύλλα από σκουριασμένο τενεκέ.
Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.
Οι σύντροφοι μ’ είχαν τρελάνει
με θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρες
και τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα–
καλύτερα να μέναν μακριά.
Μα εσύ
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως
και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων
ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι
αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν
ή άγουρες αμαζόνες…
Ποιος βουρκωμένος ποταμός μας πήρε;
Μείναμε στο βυθό.
Όμως
Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα
όχι με των στιγμών το στάλαγμα
αλλά μια λάμψη, μονομιάς.
Του απάντησα χωρίς περιστροφές. Ε, τούτη τη φορά το είχε παρατραβήξει! Ήταν ολοφάνερο το έγκλημα! Παρέθεσε ατάκτως ερριμμένους στίχους από το «Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα» του Σεφέρη, ένα από τα «Τρία κρυφά ποιήματα». Στίχους που τους επέλεξε υπακούοντας σε παρορμήσεις ολωσδιόλου δικές του, εντελώς ακατανόητες ακόμη και σ’ εμένα, που τον γνωρίζω τόσα χρόνια. Και πού βρισκόταν η δική του συμβολή; Σε δύο συνδέσμους και μία αντωνυμία!
Αντέδρασε έντονα. Μου υπενθύμισε τους βυζαντινούς κέντρωνες. Με επέπληξε που λησμόνησα το μάθημα που, ως συμφοιτητές, είχαμε παρακολουθήσει για τον «Χριστόν πάσχοντα», το γνωστό δραματικό έργο, με τον θρήνο της Παναγίας για τα Πάθη του Κυρίου, με στίχους που εν πολλοίς προέρχονται από τις αρχαίες τραγωδίες. «Κέντρωνα έφτιαξα, φίλε μου, κι εγώ, κέντρωνα!»
Ομολογώ πως με αποστόμωσε, θίγοντας τις ευαίσθητες χορδές μου περί φιλολογικής λησμοσύνης. Θα επιχειρήσω, λοιπόν, να στείλω προς δημοσίευση το πόνημα του Παυσίκακου, ελπίζοντας να βρει άλλα ώτα, πλέον ευήκοα των δικών μου. Ίδωμεν…
Σημειώσεις
-
Ο κέντρων είναι λογοτεχνικό έργο που προέρχεται από συρραφή στίχων παλαιότερων έργων. Για τους κέντρωνες, τον χαρακτήρα τους, τον τρόπο σύνθεσης και αξιοποίησης των πηγών τους, καθώς και τους στόχους των συγγραφέων στο πλαίσιο της «μιμήσεως» των αρχαίων προτύπων, βλ. Hembert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τόμ. Β΄ Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση, μτφρ. Τ. Κόλλιας, Κ. Συνέλλη, Γ. Χ. Μακρής & Ι. Βάσσης, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1992, σσ. 495-505.
-
Για το έργο Χριστός πάσχων, βλ. Hembert Hunger, ό.π., σ. 501, όπου αναφέρεται ότι «Ο Χριστός πάσχων θεωρούνταν ανέκαθεν τυπικό παράδειγμα κέντρωνα, γιατί το ένα τρίτο των 2610 στίχων του είναι δανεισμένο από αρχαίες πηγές». «Σε ό,τι αφορά τα δάνεια η μερίδα του λέοντος αναλογεί στον Ευριπίδη». Βλ. επίσης, Εύδοξου Θ. Τσολάκη, Εισαγωγή στη Μεσαιωνική Ελληνική Φιλολογία, εκδ. Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 72-73 και, διαδικτυακά, στο «Νέον Πλανόδιον». https://neoplanodion.gr/2023/04/05/christos-paschon/
-
Οι στίχοι που συνέρραψε ο Παυσίκακος προέρχονται, όπως αναφέρεται και στο κείμενο, από το πρώτο από τα «Τρία κρυφά ποιήματα» του Γιώργου Σεφέρη, που επιγράφεται: «Πάνω σε μια χειμωνιάτικη αχτίνα», (Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 141982). Συγκεκριμένα, ο πρώτος στίχος προέρχεται από το Α΄ μέρος, ο δεύτερος από το Β΄, οι τέσσερις επόμενοι από το Γ΄, οι στίχοι «ψάχνεις… φως» από το Δ΄, οι στίχοι «και σκίζεις… αμαζόνες» από το Στ’, οι στίχοι «Ποιος βουρκωμένος… βυθό» από το Ε΄, και οι τρεις τελευταίοι στίχοι από το Ζ΄. Ο ερανιστής πρόσθεσε απλώς τους αντιθετικούς συνδέσμους «όμως» και «μα», καθώς και την προσωπική αντωνυμία «εσύ». Επίσης, σε τρία σημεία ο Π. παρενέβη στα σημεία στίξης.
-
Σχετικά με την περίφημη «κοινοκτημοσύνη» της γνώσης και των πηγών ανάμεσα στους Βυζαντινούς, συγκεκριμένα τους χρονογράφους, βλ. Καρλ Κρουμπάχερ, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, μτφρ. Γ. Σωτηριάδου, τόμ. πρώτος, εκδ. Πάπυρος, σσ. 323-325.