Δύο παράταιρα ποιήματα
Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΦΑΥΝΟΥ
Η αποθέωση του φαύνου
συνέβη ένα απομεσήμερο Άνοιξης
όταν εκείνος την εγκατέλειψε θριαμβικά.
Ο χρόνος, είπε, είναι η ερημία της σιωπής
κι η σιωπή η εγγαστρίμυθη αλήθεια
κι η φωνή που ριγά στις γενέθλιες λέξεις,
ωσάν τη ματιά
που διαπερνά τα πετρώματα της άρνησης.
Τότε και μόνον ηχούν εικόνες παράταιρες
αναιδείς για την καθεστηκυία τάξη
εκεί όπου στίφη σαλαμανδρών
χορεύουν σε τάγματα ερμητικά χαρακωμένα.
Λέξεις και λέξεις ανασυντάσσονται
μπαίνοντας βουστροφηδόν στο μαυσωλείο του χρόνου
για την ερήμην του αποκρυπτογράφηση.
ΑΝΑΠΑΛΑΙΩΣΗ
Ανοιχτά τα παράθυρα
πιάνουν με τον Αλδεβαράν κουβέντα
κι ο έρως διαρρηγνύει τα πέπλα της σιωπής.
Μέσα η δημοκρατία της σκόνης
ντύνει τα έπιπλα κόκκινα σε αγάλματα μνήμης.
Η αυλή χαίρεται την εντροπία του θέρους
σε χρώματα μιας αρχαίας βροχής,
το πηγάδι καταπίνει τη λήθη
και τα άνθη ανεμίζουν παντιέρες
μιας κατακτημένης νεότητας.
Εκείνος κατοικημένος από τη θεωρία
με έναν φακό με μύριες εστιάσεις
απολαμβάνει εικόνες και χρώματα
ντυμένων σκιών και ελπίδων
που θ’ αλλάξουν τη ρότα
των εποχών της ανάγνωσης
των τριών δωματίων του.
Μα και για τούτο το σπίτι δεν θύμωσε,
γιατί ποτέ του δεν το είχε ξεχάσει.