Ο στρατιώτης ποιητής Γεώργιος Τασούδης γράφει στη «Διαδρομή»:
«Αυτό είν’ η ποίηση:
Αχός απ’ το πεδίο των μαχών·
Το ενδότερο.»
Το ότι είναι στρατιωτικός δεν το προβάλλει· φαίνεται όμως από κάποιους στίχους του. Έντονο μαχητικό φρόνημα με σκοπό την προάσπιση της ελευθερίας, εσωτερικής και εξωτερικής. Η ποίηση για τον στρατιώτη ποιητή είναι καταφύγιο στο οποίο καταγράφει τον αχό της μάχης.
Οι αληθινοί καλλιτέχνες «είναι σε θέση να διακρίνουν την ομορφιά μέσα σ’ εκείνα, που είναι τόσο κοινά για τους άλλους», γράφει ο Ροντέν. Και ο Τασούδης βλέπει και αισθητοποιεί με τη γλώσσα την ομορφιά σε πράγματα καθημερινά. Στη «Θάλασσα του Μαρμαρά» γράφει για: «την αρχοντική πραότητα του κοιμωμένου παντζουριού». Αρχοντιά που χάνεται όταν χαθεί η αναμνηστική διορατικότητα: «Λευκό χαρτί κάθε ζερβή περπατησιά του λεπτοδείκτη». Ό,τι δεν προχωρεί οπισθοχωρεί. Έτσι πάει προς τα πίσω ο λεπτοδείκτης όσων είναι προοδόπληκτοι ή προγονόπληκτοι. Ο χρόνος είναι αέναος και συνεχής. Όποιος κοιτά προς μία μόνο κατεύθυνση γυρνά την πλάτη στην άλλη. Λευκό χαρτί.
Για να μην είναι λευκό το χαρτί της ζωής μας προτείνει στο «Καρδιογράφημα»:
«Μια στο άρμεγμα
και μια στο κουπί
ν’ ανακτά
τους παλμούς της.»
Ρυθμός εγχάρακτος στο χαρτί της ζωής είναι για τον ποιητή οι παλμοί της καρδιάς. Της καρδιάς που βηματοδοτείται από του ανθρώπου τις ρίζες. Ρίζες ανιχνεύσιμες σε «χαροκόπους γελαδάρηδες» και «αρμυρισμένους λαμνοκόπους». Στην προγονική εργατικότητα και νοικοκυροσύνη. Πάλι το κοινό και το απλό γίνονται το αμόνι στο οποίο σφυρηλατείται το μέταλλο της έμπνευσης του ποιητή.
Για το «Πίσω απ’ την Κουρτίνα»:
« […]Ξεχειλωμένες πλαδαρές λαότητες
λιώνουν σανδάλια,
[…]
Ευρώπη, Ευρώπη,
αγρέ του κεραμέως και αγριοσυκιά
ήρθε η σειρά σου για να λικνιστείς
γιατί είσαι σπλάχνο απ’ τα σπλάχνα του Ισκαριώτη.»
Λίγοι στίχοι από το ποίημα του Γεωργίου Τασούδη «Πίσω απ’ την Κουρτίνα».
Η Ευρώπη προδίδει τον πολιτισμό της. Αρκεί το οξύμωρο του στίχου «πλαδαρές λαότητες». Η λέξη λαός βγαίνει από τη ρίζα λας που σημαίνει πέτρα. Όπως και οι λέξεις λατομείο, λαλούδι ( =βράχος), λαλούδι της Μονεμβασιάς. Δεν είναι, λοιπόν, ο λαός μια πλαδαρή, χυλώδης κι εύπλαστη μάζα. Είναι στέρεος σαν πέτρα.
Οι απορρυθμίσεις όμως στην παιδεία των ευρωπαϊκών κρατών, συνέβαλαν στην υγροποίηση και γηροποίηση των λαών της Γηραιάς Ηπείρου. Εύπλαστη μάζα με «σκέψη δετή που την πλάσανε οι δυνατοί». Προδοσία προς τον παγκόσμιο πολιτισμό, που θα γυρίσει εναντίον μας και θα κρεμαστούμε σαν τον Ισκαριώτη και τον Αβεσσαλώμ.
Ας φροντίσουν οι υπουργοί Παιδείας, προτού να είναι αργά. Αν σωθεί ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, θα σωθεί από τον Ελληνισμό. Και είναι κρίμα αυτός να ζει ίσως παντού αλλού, πάντως σίγουρα εκτός του ελληνικού σχολειού. Τα με αίμα βγαλμένα χρήματα κάποιων εκ των φορολογουμένων Ελλήνων φεύγουν απ’ τον κρατικό κορβανά για να χορτάσουν χείλη παχιά, ξεχειλωμένα.
Και η Ευρώπη, σαν τους σταυρωτές αρχιερείς, ρίχνει κι άλλα αργύρια πολλά ετοιμάζοντας το σχοινί στην άκρη του οποίου ήδη λικνιζόμαστε συβαριτικά.
Πολιτική η σκέψη του Τασούδη δεν αφήνει ασχολίαστη την κατάντια μας:
«Ατάκτως ερριμμένα στα σοκάκια
μάρμαρα και ορυκτά
που ο αλλοτινός τα είδε Παρθενώνα
κι οι τωρινοί να σπάζουνε κεφάλια»
γράφει στο ποίημα «Στο Νοέμβρη αναξιότητα».
Σκεφτείτε πόσο ανάξιοι των προγόνων μας φαινόμαστε στα μάτια του κόσμου με την ακοσμία μας αυτή και τη «μερκούρειο» υποκρισία να κραυγάζουμε για την επιστροφή των «Ελγινείων». Πόσο θα επιβίωνε από τους νεοβάνδαλους η καρυάτιδα, αν τοποθετούνταν στην Πανεπιστημίου; Πόσο ξένη θα ένιωθε στον τόπο της; Έναν τόπο που ορίζουν πλέον «οι αιώνιοι λούστροι του Βαραββά», κατά τον χαρακτηρισμό του Τασούδη.
Από το ποίημα με τον αιφνιδιαστικό τίτλο «Ενός Ζωή Σιγή» αρκεί να αντιγράψουμε κάποιες φράσεις και λέξεις: αντιστροφές, αποστροφές, διαστροφές-ρυθμίσεις, απορρυθμίσεις, διαρρυθμίσεις-αμφιβολία δε χωρεί-αγεληδόν-εύπιστοι-ζεμένα-αετονύχηδες κρατούν τα γκέμια-και πάλι από την αρχή-ο σπορέας άφαντος-μεταπράτης-τερατουργήματα-ασυλίες ακλόνητες-θύμα μεθοδεύσεως-ακάλυπτη… Η ιστορία του μεταπολιτευτικού ελληνικού κράτους! Το θέμα του άφαντου σπορέα προϋπάρχει στο «Άσμα της Πατρίδος Αναστάσιμο», ποιητική συλλογή του 2017.
Είναι ίσως ο κύριος πόνος του Τασούδη πώς Αυτός που είναι παντού δεν μπορεί σήμερα να αγγίξει αυτούς που είναι πουθενά. Οι πουθενάδες, οι χωρίς ρίζες, δεν θέλουν το άγγιγμα της διά θανάτου χριστιανικής ζωής. Φοβούνται και αρτύονται. Γι’ αυτό και χάνουν την ανθρώπινη υπόσταση και σκληραίνουν, μεταλλοποιούνται.
Γράφει ο Τασούδης στο «Όρτσα Βοριά»:
«Πρέπει να γίνεις μέταλλο ν’ αντέξεις τις εργολαβίες του Χάρου ή να χεις προ
πολλού
Αυτοκαταργηθεί ως άνθρωπος.»
Ενώ το Φως στο οποίο χριστήκαμε μας δίνει αντοχή και «συνήθως, πάντα, κάποια αχτίδα του μας δένει στη ζωή!».
Στις φάλτσες συμφωνίες τύπου Πρεσπών και σε κάθε μονομερή συμβιβασμό απαντά με το «Σπουδή στη Λευτεριά»:
«Τί κι αν ορθώνουν κάγκελα…
Η ελιά
δεν παζαρεύει,
επουδενί,
τ’ άπλωμά της
προς το Φως!»
Στο «Αγαπιάκι μου» γίνεται ο στρατιώτης ποιητής πιο συναισθηματικός, αφού γράφει για τον λόγο για τον οποίο πολεμά, την κόρη του:
«Κι ακόμη μες στις φούχτες σου
Το χάρτη της ελπίδας,
Σαν της μανούλας σου το δάκτυλο,
Σφιχτά κρατείς.
…
Τούτος ο κόσμος
Από στροφές είναι κι ανηφοριές γιομάτος.
Όμως, με σαϊτιές πολύχρωμες
Και πέταλα γαρουφαλλιάς
Δυνάμεις και βαρύτητες
Θα σου εξηγώ,
Να μένεις πάντα στη ζωή σου κεντρομόλος.»
Κεντρομόλος που απηχεί το μολών λαβέ. Δεν αρνείται τις φυγόκεντρες δυνάμεις αρκεί να υπάρχει κέντρο και η «φυγή» να είναι εκούσια. Γράφει στο «Εκρίζωση»:
«Κι ήρθες απρόσκλητε εκπολιτιστή με
Πλέιμπόι, ποπ κουλτούρα
Και φάστ φούντ δήθεν να με συντρέξεις.
Σ’ ευχαριστώ που “νοιάστηκες” για μένα.
Αλλά, ξέρεις… αυτά είν’ ο τρόπος σου.
-Μην σου τον στερήσω-
Εφόσον τον θελήσω, θα σ’ επισκεφτώ·
Κατάφορτος τα του οίκου μου που
…σύλησες.»
Θα ήθελε επιτέλους να γίνουμε παράδειγμα κι όχι μιμητές. Να οδεύουμε εμπρός κι όχι πίσω.
«Σε μάχες οπισθοφυλακής κουράστηκα
να σπαταλιέμαι», γράφει στο «Ξεκαθάρισμα Λογαριασμών».
Καταδικάζει την αυτολύπηση και τη μεμψιμοιρία στο επιγραμματικό ποίημα «Εξόντωση»:
«Ε, αν επιμόνως προσπαθούν για να πειστείς
πως δεν αξίζεις τίποτα,
τότε οι υποψίες σου
-χαρά μου-
είναι βάσιμες.»
Για το «Αποστέωση»:
«Μας ρήμαξαν τα κόκκαλα, Κυρά μου.
Μας έθρυψαν τα οστά.
Και χαμερπείς με τ’ αποτσίγαρα των άλλων ξε-
μπαφιάζουμε.
Στα ψίχουλα που τους γλιστρούν την πείνα μας γελάμε.
Όχι πως είχαμε στερέψει από χαρά.
Όχι πως είχαμε ξεμείνει από ψωμί.
Αλλ’ αφελείς, πειστήκαμε πως οξειδώνει ο σιδερίτης τις φρονήσεις.
Πειστήκαμε πως το ψωμί εισαγωγής χορταίνει πιο γλυκά
κι ανοίγει ορίζοντες.
Αποσοβεί περίγελος να γίνεις και θύμα περιφρόνησης.
Άσε που ήταν κι οι χορηγίες, βλέπεις, δελεαστικές –πως ν’
αρνηθείς στο freddo και στο croissant ν’ αυτο-
Προσδιοριστείς;
Το πλαίσιο διευρύνθηκε για τους προσπίπτοντες, διόλου
για τους στα δύσκολα υπομένοντες.
Καταμεσήμερο, άλλωστε, η νέα απορρύθμιση
Παρελαύνει ρυθμικώς και δια πομπών επιτηρείται.
Δε ψιθυρίζεται στ’ αυτί η δήωση, μη και τυχόν ξυπνήσει
μνήμη επικατάρατη.
Μη και φουντώσει αντίδραση που όψιμα εισήλθαμε στης
μουμιοποίησης την τέχνη
Κι ασθμαίνοντας το χρόνο κυνηγάμε της απόσχισης.
Άνθρωποι, δήθεν.
Στη χώρα του ηλίου, δήθεν.
Κι ούτ’ ένα χέρι ανθρωπιάς σάλεψε να μας νοιαστεί.
Κι ούτ’ ένας ήλιος μας τύφλωσε τα μάτια∙ για κάτι τέλος
Πάντων να χουμε κι εμείς να παινευτούμε∙ για κάποιο
τόλμημα, για μια απερισκεψία.
Στο κάτοπτρο της πλάτης μας αντανακλά η Πασχαλιά και
Χάνεται στα οπίσω –βάθους μετόπισθεν στριμώχνεται το
Έαρ το παλαίφατο.
Και στέκουμε αχαμνοί και χάσκοντες υπό λαμπτήρων:
φεγγισμένοι μ’ αφώτιστοι∙
κλωσόπουλα προς πάχυνση∙
αυγά μιας ελεγχόμενης εκκόλαψης.
Αποστεωμένοι, πλαδαροί κι άβουλοι συνάμα.»
Οστεοθραυστικός ο Γεώργιος Τασούδης. «Μας ρήμαξαν τα κόκκαλα, Κυρά μου./Μας έθρυψαν τα οστά».
Το ποίημα ξεκινά με «τα κόκκαλα» θυμίζοντας τα «κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά». Απευθύνεται στην «Κυρά». Μια Κυρά έχει ο Ελληνισμός, την Κυρα-Δέσποινα: «Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι». Τρομακτική η αντίθεση μεταξύ αυτών των συμβόλων και των ρημάτων «ρήμαξαν» και «έθρυψαν».
«Και χαμερπείς με τ’ αποτσίγαρα των άλλων ξε-
μπαφιάζουμε.
Στα ψίχουλα που τους γλιστρούν την πείνα μας γελάμε.
Όχι πως είχαμε στερέψει από χαρά.
Όχι πως είχαμε ξεμείνει από ψωμί.
Αλλ’ αφελείς, πειστήκαμε πως οξειδώνει ο σιδερίτης τις φρονήσεις.
Πειστήκαμε πως το ψωμί εισαγωγής χορταίνει πιο γλυκά
κι ανοίγει ορίζοντες
Αποσοβεί περίγελος να γίνεις και θύμα περιφρόνησης»
Πρώτος επιθετικός προσδιορισμός το «χαμερπείς». «Και χαμερπείς». To «και» μπορεί να λειτουργεί εδώ αντιθετικά: μα, αλλά… Εκφράζει τη σχιζοφρένεια αυτών που, ενώ έχουν ψωμί να φάνε, δανείζονται ψίχουλα από τον ξένο. Ξεπουλάμε την ψυχή μας για τα ψιχία που μας πετούν. Ενώ είχαμε χαρά, ειδωμένη μέσα από την κάθαρση της ελληνοπρεπούς τραγικότητας, την ανταλλάξαμε με το χάπι ενός ξενόφερτου happy end. Τρεφόμαστε με τα υποπροϊόντα της ξένης κουλτούρας. Σαν πιθάρι απύθμενο η κοινωνία της σπατάλης, που ευφημιστικά αποκαλούμε κοινωνία της αφθονίας, δεν χορταίνει. Ακόρεστη βουλιμία, γι’ αυτό και ο ποιητής χωρίζει το ρήμα «ξε-μπαφιάζουμε» και το μοιράζει σε δύο στίχους. Μένει μόνο του το «μπαφιάζουμε», ένας στίχος ολόκληρος, σαν δεύτερος στο ποίημα τίτλος.
Το δεύτερο επίθετο είναι «αφελείς». Διότι η αδυναμία κρίσης και σύγκρισης οδηγεί σ’ έναν ρηχό μιμητισμό και το οξύμωρο να προσπαθούμε να ξεχωρίσουμε εξομοιούμενοι. Μωρία που κάνει τον άνθρωπο υπάνθρωπο, απρόσωπη προσωπικότητα, γραικύλο… Η πρόκριση της ετεροπροσωπίας από την ταυτοπροσωπία είναι απώλεια σοβαρότητας. Και η απώλεια της σοβαρότητας δεν «αποσοβεί» το να γίνει «περίγελος» και «θύμα περιφρόνησης». Κυρίως από αυτούς που απλόχερα κι εσκεμμένα παρέχουν τα δανεικά (στερεότυπα, είδωλα, χρήματα). Ποιος να μας σεβαστεί που, ενώ έχουμε ψωμί και χαρά δικά μας, «πειστήκαμε πως το εισαγωγής χορταίνει πιο γλυκά»;
«Άσε που ήταν κι οι χορηγίες, βλέπεις, δελεαστικές –πως ν’
αρνηθείς στο freddo και στο croissant ν’ αυτο-
Προσδιοριστείς;»
Οι ξενισμοί «freddo» και «croissant» αισθητοποιούν την ξενομανία μας. Αντί να είμαστε παράδειγμα προς μίμηση γινόμαστε μιμητές. Τυχαία ίσως η επιλογή του κ. Τασούδη αλλά η λέξη croissant σημαίνει ημισέληνος. Και freddo σημαίνει κρύος. Έχουμε παγώσει και παραδινόμαστε αμαχητί σε οθνεία σύμβολα. Πάγωμα από τον φόβο, που μας τρέπει σε φυγή. Πετάμε τα δικά μας πατρογονικά ήθη, έθιμα, πρότυπα και σύμβολα. Τρέσαντες, από το ρήμα τρέω, αποκαλούνταν χλευαστικά στην αρχαιότητα οι δειλοί που τρέπονταν σε φυγή στο πεδίο της μάχης. Λέγονταν και ριψάσπιδες. Όπως καθένας που ρίπτει την ασπίδα. Και ασπίδα είναι για κάθε λαό όσα τον προσδιορίζουν.
Γι’ αυτό και το «αυτο-Προσδιοριστείς» το σπάει σε δύο στίχους με το «Προσδιοριστείς» να στέκει μόνο του κι αυτό, όπως το «μπαφιάζουμε», στίχος ολόκληρος, σαν τρίτος τίτλος στο ποίημα: «Αποστέωση-μπαφιάζουμε-Προσδιοριστείς»
Αλλά γιατί και για ποιον ο φόβος; Απαντά ο ποιητής αμέσως μετά. Διότι το πλαίσιο διευρύνεται για τους «προσπίπτοντες» και διόλου για τους «τα δύσκολα υπομένοντες». Φόβος μη βρεθούμε εκτός πλαισίου και μας πουν καθυστερημένους. Μέχρι εδώ, εκτός των «χαμερπείς» και «απαθείς», δεν υπάρχουν άλλα επίθετα προσδιοριστικά των αλλοτριωμένων, αποξενωμένων ανθρώπων. Οι άνθρωποι χωρίς πρόσωπο δεν έχουν όνομα ούτε επίθετο. Υπάρχει μόνο η μετοχή «προσπίπτοντες», ταιριαστή σε όσους δεν γίνονται καν ραγιάδες, αλλά γενίτσαροι. Δεν πίπτουν· προσπίπτουν. Αφέθηκαν να ενδώσουν προσπίπτοντας.
Φόβος μη βγούμε εκτός της νέας μεταρρύθμισης που μας επιβάλλεται και επιτηδείως προβάλλεται. Γι’ αυτό και γράφει «απορρύθμιση»:
«Καταμεσήμερο, άλλωστε, η νέα απορρύθμιση
Παρελαύνει ρυθμικώς και δια πομπών επιτηρείται»
Που είναι ρυθμική κι επιτηρούμενη, δηλαδή στρατευμένη σε πολιτικές, οικονομικές και αισθητικές ιδεολογίες. Και, όπως κάθε ψέμα, για να γίνει πιστευτό, οι μηχανισμοί της προπαγάνδας το προβάλλουν ταχτικά, φανερά και δυνατά: «Καταμεσήμερο». Φοβόμαστε όμως παγωμένοι να το παραδεχτούμε:
«Δε ψιθυρίζεται στ’ αυτί η δήωση, μη και τυχόν ξυπνήσει
μνήμη επικατάρατη.
Μη και φουντώσει αντίδραση που όψιμα εισήλθαμε στης
μουμιοποίησης την τέχνη
Κι ασθμαίνοντας το χρόνο κυνηγάμε της απόσχισης.»
Όχι απλά απορρύθμιση αλλά και «δήωση», λαφυραγώγηση, διαγούμισμα της αλήθειας. Και η αλήθεια δεν συμφέρει ούτε να λέγεται ούτε καν να ψιθυρίζεται· προτιμάμε τη λήθη. Μη θυμηθούμε, «μνήμη επικατάρατη», περασμένα μεγαλεία και θα νιώσουμε ακόμα μικρότεροι. Παραμένουμε, λοιπόν, στην αιώνια ασφαλή μακαριότητα της μούμιας που συνεχίζει να «ζει» ταριχευμένη, αλλά αποσχισμένη απ’ ό,τι τη δημιούργησε και της έδινε κάποτε ζωή. Μόνο τα ξεριζωμένα δέντρα δεν έχουν ανάγκη τις ρίζες τους· όχι οι άνθρωποι.
Οπότε με το «Άνθρωποι, δήθεν» ξεκινά η δεύτερη στροφή.
«Στη χώρα του ηλίου, δήθεν» ο δεύτερος στίχος.
Ο τρίτος κι ο τέταρτος ξεκινούν με τη φράση «Κι ούτε»:
«Κι ούτ’ ένα χέρι ανθρωπιάς σάλεψε να μας νοιαστεί.
Κι ούτ’ ένας ήλιος μας τύφλωσε τα μάτια∙»
Ξεπουλήσαμε τα πάντα για να τα έχουμε όλα και μείναμε με το τίποτα. Γιατί άνθρωπος χωρίς ανθρωπιά και φως στα μάτια δεν είναι άνθρωπος, είναι μούμια. Τον ήλιο τον πουλάμε στους τουρίστες και ο «ήλιος» του πνεύματος και της δικαιοσύνης δεν μπορεί να μας «τυφλώσει», γιατί είναι νοητός και μεις άνοοι και ανόητοι.
«για κάτι τέλος
Πάντων να χουμε κι εμείς να παινευτούμε∙ για κάποιο
τόλμημα, για μια απερισκεψία.»
Και τι τόλμημα ποια απερισκεψία μπορεί να κάνει ένας ζωντανός-νεκρός για να παινεύεται; Γερασμένοι από μέσα κι από τα «Μέσα» ζούμε σε μια «μιντιοκρατία» που βαφτίσαμε δημοκρατία. Η δημοκρατία όμως, όπως και η ελευθερία, θέλει αρετή και τόλμη. Δεν τολμάμε αυτό που οι άλλοι φοβούνται να πράξουν, δεν είμαστε αυθόρμητοι ούτε βρισκόμαστε κοντά στις πηγές της ζωής, όπως θα έλεγε ο Μπρέχτ. Άτολμοι, ετερόρμητοι, croissant και freddo.
Γι’ αυτό και
«Στο κάτοπτρο της πλάτης μας αντανακλά η Πασχαλιά και
Χάνεται στα οπίσω –βάθους μετόπισθεν στριμώχνεται το
Έαρ το παλαίφατο.».
Γυρίσαμε την πλάτη στην άνοιξη, στην ανάσταση, τη Λαμπρή. Θλιβερές ανακλάσεις ενός -ενίοτε θλιμμένου και θλιβερού- ποτέ όμως άθλιου παρελθόντος. «Έαρ το παλαίφατο»!
«Και στέκουμε αχαμνοί και χάσκοντες υπό λαμπτήρων:
φεγγισμένοι μ’ αφώτιστοι»
Χιαστί παραθέτει ο ποιητής δύο ζεύγη επιθέτου-μετοχής, μετοχής επιθέτου: «αχαμνοί και χάσκοντες» – «φεγγισμένοι μ’ αφώτιστοι». Προτιμάμε το τεχνητό, το δοτό, το αγοραστό, από το φυσικό, το δημιουργικό. Να είμαστε ετερόφωτοι, όχι αυτόφωτοι. Ανταλλάξαμε το φως το αναστάσιμο με το φέγγος το στάσιμο. «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά». Αλλά κρατούν ένα κερί που είναι δικό τους. Οι αντιήρωες «στέκουμε αχαμνοί και χάσκοντες» φωτιζόμενοι από φώτα δανεικά. Αλίμονό μας, όταν κάποιος κλείσει τον διακόπτη.
Και έτσι μοιάζουμε σαν
«κλωσόπουλα προς πάχυνση∙
αυγά μιας ελεγχόμενης εκκόλαψης.»
Έτοιμα, μόλις κλείσουν τα ξένα «φώτα», τα δανεικά, να γίνουμε ομελέτα στο τηγάνι της παγκοσμιοποίησης και της πολυπολιτισμικότητας. Παχείς κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η τρίτη και τελευταία στροφή είναι μονόστιχη:
«Αποστεωμένοι, πλαδαροί κι άβουλοι συνάμα.»
Ύφος Βαρναλικό, «μοιραίο». Ο κ. Τασούδης κλείνει κυκλικά με τον τίτλο του ποιήματος, «Αποστέωση» να τρέπεται εδώ σε παθητική μετοχή. Μετέχουμε χωρίς να συμμετέχουμε κι, όπου το κάνουμε, γίνεται παθητικά. Ανακυκλεί επίσης το και σε άλλο ποίημα προσφιλές θέμα του περί πλαδαρότητας. Η μαλθακότητα, η μαλ(θ)ακία είναι άλλωστε η ρίζα της λέξης με την οποία αυτο- και ετροπροσδιοριζόμαστε οι Νεοέλληνες. Το «ἄνευ μαλακίας» του Περικλή έγινε στη μεταμοντέρνα Ελλάδα, την Ελλάδα του 2020 μετά Χριστόν, μετά μαλακίας. Θα χρονολογούμε πλέον με π.Μ και μ.Μ. Αφήνω σε σας να βρείτε το έτος μηδέν!
Στους ανθρώπους με ράγες, ετεροκινούμενα σταθερής τροχιάς, τους υποτελείς του συρμού και του προκαθορισμένου θέτει ως αντίπαλο δέος αυτούς που έχουν ανεξάρτητη σκέψη και μη προκαθορισμένη από άλλους πορεία. Οι τελευταίοι, κι αν χάσουν, δεν είναι χαμένοι, όπως οι πρώτοι:
«Όλοι ηττώμεθα στον κόσμο τούτο.
Μα δεν πτοούμαστε· όλοι.»
Είναι στο ποίημα «Λήθη» και αυτή η λήθη είναι που οδηγεί τον σημερινό άνθρωπο -νικήσει ή χάσει- να νιώθει πάντα καταπτοημένος, διότι: δεν έχει «μνημών ερείσματα» ούτε για μοίρα τον χαρακτήρα, σκέψη που μας συνδέει με το ηρακλείτειο ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων.
Η «Συναναστροφή» μου άρεσε πολύ. Δεν ξέρω γιατί, δεν μπορώ να το εκλογικεύσω. Ίσως γι’ αυτό. Διότι η τέχνη απευθύνεται στο συναίσθημα, όχι στη λογική. Είναι ποίημα εύηχο κι εύρυθμο. Ίσως γι’ αυτό μας προτρέπει να μην ξεχνάμε το τζιτζίκι, τον βάρδο της καλοκαιρινής αμεριμνησίας. Καλό είναι να θυμόμαστε και να μιμούμεθα τα πετεινά του ουρανού και τον Λόγο: «Ούκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Λόγο που είπε Αυτός που τον άρτο ευλόγησε.
Στο «Ο Ηγεμών του Τίποτα» -γεμίσαμε από τέτοιους στις μέρες μας- δίνει τον ορισμό και προορισμό τους: «Κάποιο ξέφτι […] θα βρεις να σε ορίσει».
Στην «Κιβωτό του Ζώου» περιγράφει γλαφυρά και αλληγορικά την απομόνωση, την απουσία συναισθημάτων, την αδηφαγία του σύγχρονου ανθρωπόμορφου ζώου ή ζωόμορφου ανθρώπου που βάζει πλώρη «για βόλεψης καρνάγια».
Είπαμε παραπάνω ότι ο καλλιτέχνης δίνει αξία στο κοινό και το απλό. Στον «Ανέστιο Κηπουρό» ο Τασούδης θέλει «έναν καινούργιο εαυτό να δημιουργήσει». Πώς; Με ακακίες, τριανταφυλλιές, κυπαρίσσι που έσπειρε, κερασιά, ροδιά, άμπελο, δαμασκηνιά. Στα απλά η χαρά, στην παραγωγή η αυτάρκεια και η δημιουργία. Το μοτίβο της σποράς τόσο συχνό στο έργο του ποιητή όσο σπάνιο στην πνευματική, ηθική και οικονομική μας ζωή.
Κάτι πρωτότυπο: Ένας τίτλος που είναι μεγαλύτερος από το ποίημα:
«ΣΥΝΤΑΓΗ:
ΠΩΣ ΝΑ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΤΕ ΜΙΑ
ΦΡΑΟΥΛΑ ΣΕ ΜΑΡΜΕΛΑΔΑ ΜΕ
ΧΡΗΣΗ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ
ΒΛΑΒΕΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ
ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΟΥΣΙΩΝ»
Η συσκευή που θα χρειαστούμε είναι ο μύλος της κρατικής εκπαίδευσης και λίγο τηλεοπτική ρητορεία!
Στο «Ο Νομπελίστας» προτείνει νόμπελ ειρήνης για τους ποιητές. Ωραία σκέψη που καταδεικνύει την εξημερωτική δύναμη της τέχνης.
Σαν πέλαγο φουρτουνιασμένο η ζωή μας…
«Όψιμα μ’ αναπόδραστα εκπίπτουμε εαυτού. Αλλού ο φανός
Σβηστός αλλού το ξάρτι τσακισμένο
[…]
Πάνω απαράλλαχτα ξωκλήσι με κυπάρισσο· Στο μάτι ασπίδα και
σπαθί»
Μα αυτά τα προαιώνια σύμβολα του Ελληνισμού, το κυπαρίσσι και το ξωκλήσι, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους κλυδωνισμούς της ζωής. Αυτό θα είναι για μας ό,τι ο τίτλος του ποιήματος λέει: «Απελευθέρωση Βαθιά».