ΕΚΕΙΝΗ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΛΑΪ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
(«…Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω», Γ. Σεφέρης)
Α! η φωτογραφία εκείνη,
στην αμμουδιά των ονείρων της
με το γέλιο της άρπα του Αρίωνα
στο δελφίνι επάνω που τη φέρει το κύμα.
Η άμμος σφριγηλή φιλεί το ανάερό της βήμα
πατώντας το ίχνος στης ιστορίας την αχλή.
Βουλιάζουν μέσα του πελταστές, λεγεώνες, ιππότες
μηδέ και του άπιαστου έρωτά της οι πότες.
Τα μαλλιά της δονούν στον αγέρα ήχους ασπίδων
αφήνοντας στους θεατές φρούδα ίχνη ελπίδων.
Τα μάτια της πιο κι απ’ τα μάτια της Έλσας
«Κοχύλια που εγγράφουν τη θάλασσα»*
θωπεύουν την πλάνη της νύχτας.
Και μ’ εκείνη την κίνηση που υψώνει το χέρι
εμποδίζει τα βλέμματα των εχθρικών παρατάξεων
πατώντας αιώνια το νεύμα που κάνει
το κλικ.