You are currently viewing Γιάννης Σ. Παπαδάτος: Τέσσερα ερωτικά ποιήματα

Γιάννης Σ. Παπαδάτος: Τέσσερα ερωτικά ποιήματα

Η ΑΘΕΑΤΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Η τελευταία μας συνάντηση ήτανε στο  φεγγάρι
εκείνο της Σαπφούς
διαβάζοντας ποιήματά της…
Μόνο που, εσύ, αν πήγες, γύρισες
μα εγώ έμεινα εκεί
να θησαυρίζω λέξεις
σαν όπως φάος και σελάνα και καλλίκομος
θωπεύοντας τις διαδρομές τόσων μηνών
ημιτελών κι ανέφιχτων…

Ω, μοναχά μη φεύγεις έτσι άδοξα.
Τουλάχιστον να μ’ άφηνες
κοντά σε μια πηγή
στην άκρη της αθέατης πλευράς Σου…

ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΙΑ…

Ήξερε, θα την έχανε
αν γινόταν να τη γνωρίσει.
Κι όταν τη γνώρισε
την είχε κιόλας χάσει
για να τη βρει πολύ μετά
στην αλχημεία του χρόνου
ανοίγοντας μια ξεχασμένη συλλογή
στο ποίημά της με τον τίτλο
«Η άνοιξη που ήταν πριν».
Τότε κατάλαβε.
Την ήξερε πολύ πριν τη γνωρίσει…

Αργά πολύ αργά…
Μέσα στις λέξεις πια…

VAE VICTIS

Μη συζητάς…
Τα πάντα έκανες για να συναντηθούμε.
Κίνησες γη και ουρανό κι ένα φεγγάρι ολόγιομο
τρεις μέρες έβγαλες απ’ τη βδομάδα
κι από τον μήνα κάμποσες αφαίρεσες,
άνοιξες τούνελ κι οι διαδρομές εξαφανίστηκαν
καθώς εξάτμισες και της θαλάσσης το νερό.
Όσο για τον αγέρα,  φύσηξε ούριος
με έναν Ζέφυρο ανέμελο
και μ’ έναν ερωτογενή Απηλιώτη.
Αλλά ένα αραχνοϋφαντο του δειλινού προπέτασμα
εμπόδισε την πολυθρύλητη συνάντηση…
Είναι που ήχησαν όλα τα κύμβαλα της φύσης
με  ένα «Vae Victis» σαν τον Βρέννο, τον Γαλάτη
που διεκδικούσε το χρυσάφι απ’ τους Ρωμαίους.
Είσαι κι εσύ χρυσάφι ανεκτίμητο
μα εγώ δεν είμαι Βρέννος…
Όσο για τους Ρωμαίους κάτι ανεπαίσθητες καταβολές
που χάθηκαν στο ποδοβολητό της Ιστορίας…
Οπότε, τι να πω;
Μα θα το πω:
«Ουαί τοις ηττημένοις»!…
Και …μην το συζητάς…

ΤΟ ΘΕΡΟΣ, Η ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΑ ΚΙ Ο ΦΑΥΝΟΣ

Ένα θέρος
θητεία στην προσμονή
με μια τρέμουσα αίσθηση.
Κι είναι έτοιμα όλα
να δεχτούν το μέγιστο θαύμα.
«Καίγομαι για σένα», είπε ο φαύνος
στην πυγολαμπίδα.

(Ένας φαύνος απότακτος
μια πυγολαμπίδα ιέρεια).

Όλη δυο μάτια η θάλασσα δίπλα.

«Ω! ναι!», αποκρίθηκε εκείνη
και φλόγισε ο τόπος,
τα δελφίνια έκαναν κύκλους
ωσάν της ιστορίας μονότονους,
τα καράβια σφυρίζαν το ανέφικτο,
οι βάρκες κωπηλατούσαν
στις μνήμες των εραστών,
τα πλοία αυλάκωναν όνειρα
σε μια άλλη διάσταση πόθου.
Όλα σε σύγχυση πλήρη.

Κι η θάλασσα απλώνει την αγκαλιά της
– μέσα της τα ψάρια ερωτεύονταν
οι σμέρνες στην ακτή σαλιάριζαν με τα φίδια –
κι ο φαύνος,
α, ο φαύνος
βουλιάζει στην άμμο
απ’ το βάρος του πόθου
κι απ’ το τρέμουλο της ηδονής.
Κι εκείνη,
α, εκείνη
καίγεται σύγκορμη…

Η πυρίπνοη ελαφρότης του θέρους…

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.