Η λέξη “α-νόητο”* είναι μια δύσκολη λέξη, όχι τόσο εύχρηστη, αλλά οπωσδήποτε σημαντική. Υποδηλώνει την κατάσταση οποιουδήποτε δεν γνωρίζει σε βάθος τις λέξεις-και συνεπώς τις έννοιες, τους τρόπους ερμηνείας της πραγματικότητας,- τις οποίες όμως έχει ανάγκη, για να διαχειριστεί τον ίδιο τον εσωτερικό του κόσμο καθώς και τις σχέσεις του με τους άλλους.
Η έννοια του α-νόητου προέρχεται από μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Ταϊτή την δεκαετία του πενήντα από τον Ρόμπερτ Λέβυ, ανθρωπολόγο και ψυχοθεραπευτή. Στην προσπάθεια του να εντοπίσει τα αίτια του πολύ υψηλού αριθμού αυτοκτονιών που είχαν καταγραφεί στην Ταϊτή, ο Λέβι έδειξε ότι οι Αϊτινοί δεν διέθεταν λέξεις που να δηλώνουν άλλο πόνο εκτός από τον σωματικό. Δεν διέθεταν λέξεις που να δηλώνουν τον πνευματικό πόνο. Βέβαια τον ήξεραν και τον αισθάνονταν, αλλά δεν είχαν για αυτόν μια κατασκευασμένη έννοια κι ένα όνομα. Ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση να τον θεωρήσουν υπαρκτό,-και συνεπώς να επεξεργαστούν την αδυναμία, την θλίψη, την αγωνία. Το αποτέλεσμα αυτής της ανεπάρκειας-σε περιπτώσεις έντονου πόνου που για αυτούς ήταν ακατανόητος- ήταν συχνά η συγκινησιακή φόρτιση που τους οδηγούσε στην αυτοκτονία.
Διηγούμαι συχνά αυτό το εντυπωσιακό επιστημονικό ανέκδοτο γιατί νομίζω ότι βοηθά να καταλάβουμε, πολύ περισσότερο από μια εκτενή συζήτηση, ποια είναι η πραγματική σημασία –σχεδόν υλική σημασία, θα ΄λεγα- των λέξεων. Πραγματικά οι λέξεις που χρησιμοποιούμε, που ακούμε και που διαβάζουμε επιδρούν ουσιαστικά και σε βάθος στην αντίληψη μας προτού ακόμη επιδράσουν στην απεικόνιση της δικιάς μας πραγματικότητας.
Ας φανταστούμε ότι έχουμε ζήσει μια δυσάρεστη εμπειρία-ένα καυγά, ένα αυτοκινητικό δυστύχημα ή μια επαγγελματική αποτυχία- κι ας σκεφτούμε τους διάφορους τρόπους που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την ψυχική κατάσταση που οφείλεται αυτό το γεγονός.
Αν λέγαμε ότι ήμασταν οργισμένοι θα αισθανόμασταν σφίξιμο στο λαιμό και στο σαγόνι, θα σφίγγαμε τις γροθιές, θα ήμασταν έτοιμοι για απρεπείς χειρονομίες. Αν λέγαμε ότι ήμασταν θυμωμένοι θα βιώναμε συναισθηματική ένταση αλλά θα ήμασταν σε θέση να κυριαρχήσουμε πάνω της και να αποφύγουμε πράξεις που, αργότερα, θα τις μετανιώναμε. Αν λέγαμε ότι ήμασταν απλώς ενοχλημένοι θα ήμασταν έτοιμοι να αντιδράσουμε στην ατυχία με τρόπο λογικό, επιλέγοντας τις καταλληλότερες λύσεις. Προ πάντων θα ήμασταν έτοιμοι να βγούμε γρήγορα από την αρνητική εμπειρία και να επανέλθουμε σε μια κατάσταση συναισθηματικής ευεξίας.
Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε μπορούν να έχουν μια εντυπωσιακή επίδραση όχι μόνο στην ιδιωτική ζωή του καθενός μας, αλλά και στη συλλογική ζωή. Οι λέξεις δημιουργούν την πραγματικότητα, συνθέτουν-και αποσυνθέτουν- τα πράγματα. Συχνά είναι πράξεις των οποίων οι συνέπειες πρέπει να προβλέπονται και να αντιμετωπίζονται και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο.
Ορθή πολιτική είναι επίσης-ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο-το να δίνουμε το σωστό όνομα στα πράγματα.
Το είχε ήδη καταλάβει, πάνω-κάτω δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν, κάποιος κύριος που τον λέγαν Κομφούκιο. Λέγεται ότι μια μέρα ένας νεαρός μαθητής του του έκανε την εξής ερώτηση: “Δάσκαλε, αν σας εμπιστεύονταν ένα βασίλειο για να το κυβερνήσετε σύμφωνα με τις αρχές σας ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα κάνατε;”. Ο Κομφούκιος απάντησε: “Το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να διορθώσω τα ονόματα”. Ο μαθητής σάστισε με αυτήν την απάντηση.
“Να διορθώσουμε τα ονόματα; Από τα τόσα σοβαρά και επείγοντα ζητήματα που άπτονται ενός κυβερνήτη θα θέλατε να σπαταλήσετε τον χρόνο σας για μια ανοησία τέτοιου είδους; Με κοροϊδεύετε;”. Ο Κομφούκιος όφειλε να γίνει κατανοητός: “Αν δεν είναι σωστά τα νοήματα, αν δηλαδή, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, η γλώσσα στερείται περιεχομένου. Αν η γλώσσα στερείται περιεχομένου, το να πράττεις γίνεται περίπλοκο, όλες οι ανθρώπινες υποθέσεις πάνε κατά διαβόλου έτσι ώστε να μην έχουν νόημα και να είναι αδύνατον να τις διαχειριστείς. Για αυτό το λόγο το αρχικό καθήκον μιας πολιτικής προσωπικότητας είναι να διορθώσει τα ονόματα”.
*Ipocognizione, στο ιταλικό κείμενο.
Βιογραφικό του συγγραφέα
Ο Τζιανρίκο Καροφίλιο (Gianrico Carofiglio) γεννήθηκε στο Μπάρι της Ιταλίας το 1961. Το 1986 εντάσσεται στο δικαστικό σώμα ως εισαγγελέας και δουλεύει στην επιτροπή για την καταπολέμηση της Μαφίας. Αποφάσισε να να αποχωρήσει από το δικαστικό σώμα, για να μπορέσει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο έργο της συγγραφής. Το πρώτο του βιβλίο, Ακούσιος μάρτυρας (Testimone inconsapevole) εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Sellerio το 2002 και με αυτό εγκαινιάζει το νομικό θρίλερ στην Ιταλία, ενώ παρουσιάζεται πρώτη φορά ο δημοφιλής χαρακτήρας του μελαγχολικού δικηγόρου Guido Guerrieri.
Το διήγημα “Ταϊτή” είναι παρμένο από την συλλογή διηγημάτων Νυχτερινοί επιβάτες που διαφέρει από τα άλλα του βιβλία όσον αφορά το περιεχόμενο. Δεν κινείται στο δικαστικό χώρο που τόσο καλά γνωρίζει ο συγγραφέας. Πρόκειται για τριάντα μικρά κείμενα τριών σελίδων το καθένα που διαφέρουν υφολογικά και θεματολογικά. Μερικά από αυτά είναι γρήγορες αφηγήσεις, τόσο μικρές που μοιάζουν ανέκδοτα με αφοριστικό περιεχόμενο, άλλα είναι σκέψεις ή μικρά δοκίμια πάνω στη γλώσσα ή την φιλοσοφία κι άλλα σύντομες παραβολές με διδακτικό στόχο.