Τον άκουγαν, λόγους πανηγυρικούς να εκφωνεί,
αρχαϊκά δόγματα και χρησμούς να ρητορεύει,
πρωτάκουστα συνθήματα σύμπνοιας να απαγγέλλει
κι αφού του φόρεσαν δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά,
τον σήκωσαν, τον κρέμασαν στους ώμους τους ψηλά
και μ’ αλαλαγμούς χαράς και θαυμασμού ιαχές
συνοδοιπόρο στους δρόμους με πυρσούς τον περιέφεραν
ρήτορα και φιλόσοφο της σκέψης τους και της ζωής τους.
Ευτύχησαν της συγκυρίας των αναγκών με τη σοφία,
απάντηση να έχουν στα ερωτήματα των καιρών,
η έπαρση ευπείθεια και γαλουχία η υπακοή,
η φρόνηση συμπεριφορά και η λογική εμπειρία
με τον συνοδοιπόρο ηγήτορα κι ακόλουθο του πλήθους
να ‘ναι το χθες κοινή ελέηση και σύνδρομη παραδοχή
και το αύριο εκπλήρωσης ανάγνωσμα κι επίταξης γραφή,
για τον ομόλογο σκοπό συνέπειας και προόδου.
Ενθουσιώδης η πομπή των προσκυνητών στο ναό του,
λιτανεία η συμπόρευση στης δόξας τα μονοπάτια
και θεία λειτουργία η συνακρόαση των ύμνων και ασμάτων
για την αποκάλυψη του ιδεατού και ωφελίμου,
μα κείνος σώπαινε στην περιφορά σε πλατείες και σοκάκια
ανέκφραστα μάτια, ασάλευτα χείλη και πεπεισμένος νους
πως έχει ο χρόνος γύρισμα κι αντιγραφές η ιστορία
στη δοκιμασία του κενού και στην πλάνη της λατρείας.