Άγουρη κι ατίθαση η νιόφερτη άνοιξη,
γλιστρούσε τη βιασύνη της στην ακροποταμιά,
έριχνε τα μαλλιά της ξέπλεκα στ’ ανυπόταχτα νερά
και το φεγγάρι νιο κι αδέσποτο να σκύβει και να βουτά,
μαντίλι κόκκινο στη νύχτα να βάφει και να κεντά.
Θράσευαν γύρω οι καημοί σε χολωμένα νιάτα,
μάτωναν στήθια οι στεναγμοί και κουρασμένα μάτια,
κρυφά να συναλλάσσεται η αρετή με την αμαρτία
και να ζυγιάζεται αδέκαστη η ζωή,
μια στην επιστροφή και μια στην προσδοκία.
Έσφιξαν τα χέρια τους και ψηλάφισαν τη γη,
κύκλωσαν ένα κομμάτι ανοιχτό ουρανό
και με το σουραύλι της σιωπής και το φλασκί του πόθου,
ξημέρωναν τη ζωή ανατολή ‚πλημμύρα και σημάδι,
σαν τ’ όνειρο που ξέφευγε απ’ το βαθύ σκοτάδι.
Αφήναν στην άκρη τις καρδιές κι οι λογισμοί στην κοίτη.
Γύμνωναν τα λόγια τους και με το φως τα ντύναν,
να ’ναι οι μύθοι πιο ζεστοί και οι θεοί πιο ξένοι
στη σύναξη των αισθήσεων ταπεινά να ομολογήσουν
πως είναι αλήθεια ο έρωτας και λευτεριά ο χρόνος.