You are currently viewing Γιώργος Δρίτσας- Κατερίνα Δροσοπούλου: Η κοινωνία των μελισσών και η κοινωνία των ανθρώπων:  σχετικά με τη θεατρική παράσταση«Βασίλισσα χωρίς φτερά» 

Γιώργος Δρίτσας- Κατερίνα Δροσοπούλου: Η κοινωνία των μελισσών και η κοινωνία των ανθρώπων:  σχετικά με τη θεατρική παράσταση«Βασίλισσα χωρίς φτερά» 

 

Μετά από χρόνια καινοτόμων παραστάσεων, η Μαρία Γοργία και το θεατρικο-χορευτικό της σχήμα «Αμάλγαμα», ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας μια απαιτητική και πολυδιάστατη αποστολή· ήτοι την απόδοση μέσω του χορού, της μουσικής και  ημιθεατρικών διαλόγων και σκηνών (σε πράξεις με διάφορες θεματικές), το κείμενο του βραβευμένου και πολυπράγμονα συγγραφέα Νικήτα Σινιόσογλου, υπό τον συμβολικό τίτλο «Βασίλισσα χωρίς φτερά».

Μέσα στον μικρό, αλλά φιλόξενο χώρο τού «Αμαλγάματος» στην Ομόνοια, η Μαρία Γοργία, έχοντας παρακολουθήσει πρώτα μαθήματα μελισσοκομίας για αυτόν τον σκοπό, προσπάθησε να συνδέσει σκηνοθετικά την κοινωνία των μελισσών με αυτή των ανθρώπων.

Πιο συγκεκριμένα και βασιζόμενοι και σε αποσπάσματα από το έργο, σκοπός είναι να αναδειχτεί ότι «Μαζί / Αυτή είναι η καταγωγή / Το κουκούλι απ΄ όπου βγαίνουμε / Ο ασυντρόφιαστος δεν έχει καταγωγή» και εν συνεχεία «Ο όμιλος κινείται / Ο νάρκισσος στέκει / Η μοναξιά του αυξάνει τον ίλιγγο». Ότι, δηλαδή, ο άνθρωπος πρέπει να προσπεράσει τη μοναξιά και τον ναρκισσισμό που προβάλλει η σύγχρονη εποχή και να γίνει ένα με τους υπόλοιπους συνανθρώπους του, όχι μόνο για τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και για τον πλησίον του· διότι το «όλον» (βλ. «όμιλος») δεν μπορεί να υπάρξει και να σταθεί χωρίς την καθεμία «μονάδα» ξεχωριστά, που από μόνη της πρέπει να είναι προσανατολισμένη σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο σύστημα «δούναι και λαβείν», απαλλαγμένο από οποιαδήποτε κοινωνική παθογένεια.

Και αυτό, γιατί κάθε άνθρωπος «κρύβει μέσα του ό,τι είναι τεράστιο», αλλά μόνο μοιραζόμενος τη θέρμη του με τους άλλους και τη συμπόνια μπορεί να γίνει «συναίτιος/ Μέτοχος/ Παραστάτης» και να γίνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ξανά μέρος της ροής των πραγμάτων και του κόσμου, εμπιστευόμενος τις αισθήσεις του με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Αυτή η εικόνα, η οποία επαναλαμβάνεται μέσω συνεχών αναφορών, έρχεται σε αντίστιξη με τις παρακάτωσκηνές που σκιαγραφούνται με ενάργεια στο έργο.

Αρχικά, βρισκόμαστε ενώπιον μίας πολλαπλής εικόνας με παράλληλες σκηνές με μία παλαιού τύπου πατριαρχική οικογένεια, όπου η μητέρα είναι έτοιμη να γεννήσει, αλλά ταυτόχρονα είναι αφημένη στην τύχη της από τον άντρα και την πεθερά της. Παράλληλα, ένα παιδί μιλάει στην αργκό με τους φίλους του με υποτιμητική χροιά για το άλλο φύλο και μία κοπέλα ασχολείται με την εξωτερική της εμφάνιση προβάλλοντάς την στα social media.

Στην επόμενη σκηνή παρουσιάζεται μία οικογένεια της οποίας τα μέλη – από τον πατέρα και την ετοιμόγεννη μητέρα μέχρι τα παιδιά – αντιλαμβάνονται τη μεταξύ τους σχέση ως ένα event και ως ένα μέρος ενός lifestyle του «κόσμου του θεάματος» και των μέσων μαζικής δικτύωσης. Οπότε, η γέννα προβάλλεται, μεν, ως μία συνεχής εξέλιξη τής κοινωνίας, αλλά το ζήτημα είναι προς ποιά κατεύθυνση.

Στη συνέχεια, κάνουν την εμφάνισή τους μέλη του απλού εργαζόμενου κόσμου, εν είδει ομάδας τεχνικών, καταλήγοντας μετά από μεταξύ τους φιλονικίες στη δολοφονία του νεώτερου και πιο αδύναμου μέλους της ομάδας τους.

Ακολουθεί η επί σκηνής παρουσίαση μίας τηλεοπτικής εκπομπής σε ένα υποτιθέμενο κανάλι τηλεόρασης με όλη την υποκρισία, την αλαζονεία και τη μικροπρέπεια που μπορεί να εκφράζεται από τους συντελεστές του, αλλά και τους προσκεκλημένους τους σε πολιτικό, κοινωνικό και προπάντων σε προσωπικό επίπεδο. Δημοσιογράφοι, νομικοί και άλλα «δημόσια» πρόσωπα, που ο ένας μιλάει πάνω στον άλλον – μία κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα, εντός της οποίας οι άνθρωποι ωθούνται σε αντίθετα στρατόπεδα, καθώς αυτό κάποιες φορές λειτουργεί εργαλειακά και ενδεχομένως προσφέρει μεγαλύτερο “εφέ”.

Στην τελευταία σκηνή, αναπαρίσταται μία δίκη, όπου αναδεικνύεται όλη η εξόφθαλμη αξιοποίηση και ταυτόχρονα ο εκχυδαϊσμός των ίδιων των θεσμών της «έμπρακτης εφαρμογής» του δικαίου, οι οποίοι καταλήγουν χώροι συγκάλυψης και αγορεύσεων.

Μέσω αυτών των εικόνων-σκηνών μπορούμε να καταλάβουμε τη βαθιά αποσύνθεση του ίδιου του κοινωνικού ιστού και την ηδονοθηρική συμπεριφορά των σύγχρονων ανθρώπων που δρουν ατομικιστικά και με εφήμερα κίνητρα. Πρόκειται για ένα εσωτερικό κείμενο το οποίο προβληματίζει έντονα τον θεατή – σε συνδυασμό με την κίνηση και τον ήχο, που γλαφυρά αποδίδουν τις θεματικές του – και το οποίο τάσσεται κατά του εκφοβισμού των αδυνάμων και των περιθωριοποιημένων τής κοινωνίας, της παρανόησης και της σταδιακής κατάπτωσης των αξιών, όπως αυτών της δομής της οικογένειας και της φιλίας, που – ακόμη και αυτές- σταδιακά γίνονται σαθρές και ρηχές,στερούμενες ουσιαστικού νοήματος, από πιο καθημερινές καταστάσεις μέχρι και φλέγουσες συνθήκες, όπως αυτή τού τοκετού.

Εξάλλου, βασιζόμενοι και σε λόγια του κειμένου της παράστασης, «Ο καπιταλισμός τιμά τη γλύκα / Εμπορεύεται την ευχαρίστηση / Ένας καθεδρικός ναός είναι ο καπιταλισμός / Ζητεί να σας καταπλήξει / Ζητεί να φτάσει στον ουρανό, να τον κατακτήσει / Μέρα νύχτα τρώει τις σάρκες του για να το πετύχει». Η λύση σε αυτό το αδιέξοδο, που θέλει να αναδείξει η πειραματική αυτή θεατρική παράσταση, είναι η προσέγγιση ενός άλλου μοντέλου συλλογικής ζωής, όπου η ατομικότητα δεν θα χάνεται μέσα στην κοινότητα, αλλά ούτε η κοινότητα θα εκφράζει τα «θέλω» μόνο κάποιων ανθρώπων και δη διαφόρων ελίτ ή απλώς νοσηρά σκεπτόμενων ατόμων δίχως ενσυναίσθηση για τους άλλους. Καθώς επίσης, αναδεικνύεται η ανάγκη αντίστασης στις φωνές που προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να ανακόψουν την όποια υγιή ατομική πρόοδο.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.