«Έχουμε ανάγκη το τονωτικό της άγριας φύσης – να τσαλαβουτήσουμε κάποιες φορές σε βάλτους όπου παραμονεύει ο νυχτοκόρακας και η αγριόκοτα, να ακούσουμε το βροντερό κράξιμο της βαλτομπεκάτσας, να μυρίσουμε το σπαθόχορτο που θροΐζει στον άνεμο, στα μέρη όπου μονάχα τα πιο άγρια και μοναχικά πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους […] Τη φύση δεν την χορταίνουμε ποτέ μας.»[1]
Αυτά έγραψε ο Χένρυ Ντέηβιντ Θορώ το 19ο αιώνα.
Και τα έγραψε, γιατί, όπως λέει και η Άβρα: «Όταν μου κόβεται η ανάσα, όταν κοχλάζει το καζάνι, όταν πύρινες γλώσσες ξεπηδούν από τα σωθικά μου, τρέχω στο βουνό και ουρλιάζω σαν το λύκο». Κι εκεί μπορείς να ανακαλύψεις βράχους, μνημεία της φύσης που υπάρχουν πριν από εμάς και θα υπάρχουν και μετά από μας».
Αν είναι κάτι που γοητεύει στα ταξιδιωτικά κείμενα της Άβρας στα «Μονοπάτια» είναι η αίσθηση του ομφάλιου λώρου με τη φύση, αίσθηση που δεν χρειάζεται να είσαι οπαδός του ταξιδιού, για να την νιώθεις. Αρκεί να έχεις τις αισθήσεις σου ανοιχτές. Εξάλλου, και η Έμιλυ Ντίκινσον, που ελάχιστα ταξίδεψε, έγραψε:
«Τι παράξενο που η φύση δεν κτυπά,
κι ωστόσο απρόσκλητη δεν μπαίνει!»[2]
Όταν, όμως, όπως η Άβρα, αποζητάς τις διαφυγές στη φύση, τότε σε ακολουθεί σαν μοίρα το επίγραμμα της Αμερικανίδας:
«Η φύση είν’ ένα Σπίτι Στοιχειωμένο –
μα η Τέχνη –
ένα Σπίτι που να στοιχειώσει προσπαθεί».
Και ρίχνεσαι στο γράψιμο.
«Γαλάζιο, γκρίζο, λευκό.
Θάλασσα και ουρανός έγιναν ένα.
Νηνεμία απόλυτη.
Η θάλασσα λάδι.
Κολυμπώ αργά
κλείνω τα μάτια και γλιστρώ ανάλαφρη
διαχέομαι στο νερό
ένα βρέφος μου γνέφει
πλέουμε μαζί
προς…
τον σκοτεινό κόλπο
Όχι!
Ανοίγω τα μάτια.
Τα σύννεφα διαλύθηκαν.
Η θάλασσα χώρισε από τον ουρανό.
Ο Όλυμπος υψώνεται στο βάθος
Συμπαγής, ακέραιος, μόνος».
Και η Έμιλυ επανέρχεται με διπλή δόση:
«Ω Γη Απαράμιλλη – Υποτιμούμε
την τύχη να Σε κατοικούμε».
Και: «Σκέψου εκείνο τον τόσο γενναίο τόπο
που ποτέ δεν έχουμε ιδεί!»
Και η Άβρα συμφωνεί και επαυξάνει:
«Μπήκε ο Απρίλης και μεγάλωσαν οι μέρες. Ανεβαίνω σχεδόν κάθε απογευματάκι στον λόφο. Κάθομαι και παίζω με τις πέτρες. Καμαρώνω για την πρώτη όμορφη κατασκευή μου. Πού θα μου πάει, θα τη μάθω σιγά – σιγά την τέχνη της εξισορρόπησης. Ο Ερμαίος πύργος μου σημαδεύει το μονοπάτι. Φεύγοντας αφήνω λίγα ξερά σύκα στο πλάι. Έρμαιο για τους επόμενους.»
Ερμαίοι πύργοι: «οδοδείκτες της ζωής μας; χνάρια στο πέρασμα του χρόνου, σαν τις προϊστορικές βραχογραφίες στην άνυδρη Σαχάρα; αφορμή για ενδοσκόπηση; κέντρισμα της περιέργειας και αρχή μιας νουάρ ιστορίας; Πάντως, όχι έρμαια στις εμβριθείς αναλύσεις των φιλολόγων – κριτικών του μουχλιασμένου γραφείου, που δε φωτίζεται από τον ήλιο αλλά από λάμπες κειμενικών δεικτών.
Και η Άβρα φτάνει στη θάλασσα και φωνάζει: «Μια αγκαλιά! Επειγόντως». Και βουτά «με τις αχτίνες του ήλιου στα γαλήνια νερά» και η θαλασσινή αύρα ρυτιδώνει τα νερά». Και λικνίζεται. «Χύμα στο κύμα».
Και η Έμιλυ της φωνάζει:
«Τα λιμάνια και αν γίνουν πιο πολλά
την θάλασσα αυτό δεν την μικραίνει».
Και αρχίζει και γράφει, πρώτα στην καρδιά και μετά στο χαρτί. Γιατί – πετάγεται πάλι η Έμιλυ:
«Ένα βιβλίο είναι της καρδιάς πορτραίτο –
κάθε Σελίδα ένας Παλμός – »
Και προσέχει, περπατώντας στην αμμουδιά, τα κοχύλια, χίλιων ειδών κοχύλια. Και θυμάται τον κυρ. Αντρέα, τον ψαρά, που έφτιαχνε μινιατούρες με κοχύλια.
«-Σίγουρα χρειάζεται πολύ μεράκι για μια τέτοια λεπτοδουλειά. Είναι κομψοτεχνήματα. Και τα κοχυλάκια πού τα βρήκες;
– Τα μάζεψα ένα ένα, όλα ίδιο μέγεθος και σχήμα. Περπάταγα ώρες στην παραλία και τα γύρευα λες κι έψαχνα θησαυρό. Αγνάντευα τη θάλασσα και ημέρωνε η ψυχή μου».
Έτσι, με πολλή δυσκολία και παρατήρηση γίνονται και τα «καθημερινά ταξίδια» στον αστικό ιστό και η γνωριμία με τους ανθρώπους. Κι έτσι με πολλή προσπάθεια γίνεται και το ταξίδι στα «Μονοπάτια της θάλασσας».
«Αχ, θάλασσα πλανεύτρα, πώς με ξελόγιασες … πώς αφέθηκα.. σε αγκαλιά.. τη γύρεψα τόσες φορές… τη βρήκα τόσες φορές… αγκάθια και πληγές τόσες φορές… μια ζωή λειψή… μια ζωή σε αέναη αναζήτηση της αρχέγονης… της κάνω νεύμα από μακριά και αυτή πάντα στραμμένη προς τη θάλασσα […] την αγαπούσε πολύ ο πατέρας αυτή τη θαλασσινή γυναίκα που βρήκε μια νύχτα στην ακρογιαλιά».
Μετά, όμως, νιώθεις σαν καβαλάρης του ανέμου, που πρωτοπάτησε το απάτητο μονοπάτι, και αποφασίζεις αυτό τον τίτλο να δώσεις στα γραπτά σου –«Μονοπάτια»-, όχι δρόμοι ή οδοί ή λεωφόροι ή ακόμα και σοκάκια, στενά, καλντερίμια, στράτες. Γιατί, όπως λέει και ο Τάσος Γουδέλης, αυτός ο τίτλος «τα περικλείει όλα, πιθανόν να είναι ολόκληρη ποιητική φράση, ένας αφορισμός, μια στέγη φιλόξενη για το κατατρεγμένο περιεχόμενο».[3]
Τον τίτλο στον έδωσε η φύση. Τώρα, μπορείς ελεύθερα να τρέξεις.
«Κατηφορίζω στον γκρεμό… με προσοχή… όχι, δεν θα πέσω Άρη, μη φοβάσαι, γιε μου… θέλω να κατεβώ μέσα στον λάκκο να δω τα χρώματα… λίγο ακόμα και φτάνω… Να! Όλα τα χρώματα ανάκατα το ένα πάνω στο άλλο… καφετιά, μπεζ, μαύρα, άσπρα, γκρι, κόκκινα, μπλε, ροζ, πράσινα, ένας σωρός στο κέντρο… παράξενο… ένας σωρός παπούτσια […] Πώς να τα ταιριάξω όλα αυτά…».
Δεν ξεχωρίζεις. Νυχτώνει. Τα χρώματα χάνονται. Τα σχήματα διαλύονται. Απ’ το παράθυρό της η Έμιλυ τραγουδά:
«Η νύχτα είν’ η αγαπημένη μου μέρα –
αγαπώ τόσο τη σιωπή–»
και σε φωνάζει στο σπίτι, στη ζεστασιά και προστασία των τεσσάρων τοίχων, μακριά από την άγρια φύση, μακριά από την άγρια σκέψη. Στον κήπο, ένας νεαρός κοίταζε την τριανταφυλλιά. «Είμαι ο Μπέινιρ Μπέργκσον, απ’ τα νησιά Φερόε», λέει:
«Ρώτησα
τη ρίζα του τριαντάφυλλου
τι θα μπορούσε να κάνω
για να το βοηθήσω ν’ ανθίσει μαζί μου
μου ζήτησε να μιλήσω
για τον πατέρα
για όλους τους άντρες του κόσμου». [4]
Ταξιδεύουμε στη γη, ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στις σειρές των βιβλίων, και αποστρέφουμε το βλέμμα από τα κυπαρίσσια. Κι αυτά ψηλώνουν, για να τα δούμε. Και εμείς χαμηλώνουμε το βλέμμα.»
«Μην ψάχνεις για αλλού.
Εδώ είναι το ταξίδι»[5]
Στην πόρτα η Έμιλυ χαμογελά:
«Ο θάνατος μια άγρια Νύχτα είναι
κι ένας καινούργιος Δρόμος».
Και σε σπρώχνει στον όρμο της Αμμουδιάς, εκεί που εκβάλλει ο Αχέροντας. Και ξεκινάς για τις πηγές. Άχυρο ο άνθρωπος· άχυρο στα παγωμένα νερά του Αχέροντα.
«Περαστικοί ήταν. Μου χαμογέλασαν και διαλύθηκαν σαν σύννεφο. Χαίρομαι που τους είδα έστω για λίγο. Σκύβω να περιποιηθώ την πληγή μου που στάζει ακόμη αίμα.
-Τι έπαθες παιδάκι μου;
Μια ανθρώπινη φιγούρα διαγράφεται στην είσοδο της σπηλιάς. Το φως διαχέεται και μου θαμπώνει τα μάτια. Ο πατέρας μου! Βαρύς, με αργά βήματα με πλησιάζει.
-Μην ανησυχείς, μπαμπά Δεν είναι τίποτα, ένα γδάρσιμο στον βράχο.
-Να φροντίζεις, μικρή μου, τις πληγές σου. Να τις φροντίζεις. Σίγουρα θα γιάνουν.
Τρέμω από συγκίνηση. Το σώμα μου πονάει από τη λαχτάρα να τον αγκαλιάσω. Ορμώ τρεις φορές με τα χέρια ανοιχτά να τον σφίξω απάνω μου και τρείς φορές γλιστράει σαν τη σκιά, σαν τ΄όνειρο.
-Αλίμονο, παιδί μου, αυτή είν΄η μοίρα των ανθρώπων.
-Το χέρι σου, μπαμπά, δώς΄μου το χέρι σου.
Κάτι ψιθύρισε και διαλύθηκε στο φως. Με την πίκρα της απώλειας πήγα για ύπνο το βράδυ. Ξύπνησα γαληνεμένη. Ένιωθα στην παλάμη μου μια έντονη αίσθηση αφής. Την άφησε το μεγάλο ζεστό χέρι του πατέρα μου σαν το άρωμα που αφήνει κάποιος φεύγοντας.
Σκέφτομαι πως κάποιες στιγμές η Άβρα μαζεύει σε μια κατασκήνωση, γύρω από τη φωτιά, παιδιά κι εγγόνια, και τους διηγείται τις επτά ταξιδιάρικες ιστορίες από τα «Μονοπάτια». Ως το πρωί.
Ξημέρωσε
Καπνίζει ακόμη η φωτιά.
Έκαψε και χθες το βράδυ
ιστορίες, μυστικά, σιωπές,
φώτισε για λίγο βλέμματα σκοτεινά.
Κάποιος ζεστάθηκε.
Κάποια γέλασε.
Τελικά, όλοι φύγανε.
Και η φωτιά καπνίζει ακόμη.