«Φυτρώνει άγρια ζάχαρη και άλλα κρυφά θαυμάσια…»
Η ποιητική συλλογή της Φωτεινής Βασιλοπούλου Φυτρώνει άγρια ζάχαρη, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021, αποτελείται από τρεις ενότητες με τίτλο Πειραγμένος μύθος, Πικρό μέλι και Flora clandestina, οι οποίες βρίσκονται σε αρμονική συνύπαρξη και καλλιτεχνική συνομιλία με τις εικαστικές δημιουργίες της Φωτεινής Χαμιδιελή.
Ένα από τα βασικά στοιχεία που διατρέχει, ιδιαίτερα το πρώτο μέρος της συλλογής, τον Πειραγμένο μύθο, είναι η λοξή ματιά, η έμφαση στο αλλόκοτο, η ανατρεπτικότητα των γνωστών αφηγήσεων. Εδώ, η σχέση Αχιλλέα-Πάτροκλου παίρνει άλλες διαστάσεις, ενώ στην περίπτωση της Περσεφόνης η μυθολογία οράται από γυναικεία οπτική γωνία
Της έλειπε έως θανάτου
χτύπησε τατού στον σβέρκο Κάτω Κόσμος
πλάνταζε για τα υγρά του φιλιά
τις υγρές αγκαλιές στα μουχλιασμένα δώματα
χάραζε -φαντάρος πριν τ’ απολυτήριο-
στην κοιλιά τις μέρες που απέμεναν μέχρι τον
γυρισμό
σφαχτάρι έσταζε στο τσιγκέλι του χασάπη
για τον Πλούτωνα
τρεις και σήμερα. («Αντίστροφα», σ. 17)
όπως και στην περίπτωση της Πηνελόπης, η οποία αποφασίζει να πάρει τον μίτο και τον μύθο στα χέρια της, στη «Γυναίκα αράχνη» (σ. 14)
Στον Γιώργο Μαρκόπουλο
Ένα βράδυ έσπασε τον αργαλειό
τον έκανε πλεούμενο, το υφαντό ιστίο
έκοψε τα μαλλιά, το ένα στήθος
έδωσε τον Τηλέμαχο σε ανάδοχη οικογένεια
με την καυτή της πόρπη το αριστερό έβγαλε μάτι
ήθελε να περάσει απαρατήρητη ανάμεσα στους Κύκλωπες
να βλέπει τη μισή ομορφιά της Καλυψώς
τα μισά νάζια στην αρχή
χάδια μετά του Οδυσσέα.
Πριν δεθεί στο μεσαίο κατάρτι
έσταξε στ’ αυτιά μελισσοκέρι
να μην ακούει τους οργασμούς της Κίρκης
αράχνη πάνω από την κλίνη τους υφαίνοντας εκδίκηση.
Κακό σφαλάγγι παραφύλαγε
πίσω απ’ τα βράχια
να κεντρώσει μ’ όλο το δηλητήριο
τον λευκό αστράγαλο της Ναυσικάς
καθώς έσκυβε να πιάσει το τόπι
τη στιγμή που εκείνος ξυπνούσε άντρας.
Όπως η μυθολογία, έτσι και τα παραμύθια παρακάτω, αποτελούν απλώς το πρόσχημα για να αγγίξει η ποιήτρια ζητήματα και πληγές του σήμερα. Τον εγκλωβισμό της γυναίκας στον κοινωνικό ρόλο του φύλου της στη «Μαγεμένη κουρούνα», τον σωματικό ή συναισθηματικό ακρωτηριασμό της διαζευγμένης μητέρας, που παλεύει μόνη με τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας στο «Χωρίς χέρια», τη θυσία, δολοφονία ή γυναικοκτονία στη «Γυναίκα του πρωτομάστορα», τη θέση της παρεξηγημένης μητριάς στο παραμύθι της Χιονάτης ή τα ελαφρυντικά του Ιούδα σε συνομιλία με τη Βίβλο («Τρεις Ιούδες»).
Στη Β΄ ενότητα, Πικρό μέλι, δεν πρωταγωνιστούν τα γνωστά πρόσωπα της ιστορίας και του μύθου, της λογοτεχνίας και της τέχνης, αλλά ο ανώνυμος, καθημερινός άνθρωπος και η αρρώστια του
Ένας αδύναμος
υπερήλιξ
με σπασμένη λεκάνη και φρικτούς πόνους
ανοϊκός άνθρωπος
στη φθαρμένη πικέ κουβέρτα της Παθολογικής
χωρίς κουρτίνα να καλύψει
τη γύμνια, το γήρας, το μοναχικόν του βίου […] («Ορθοπαιδική πλήρης», σ. 47)
καθώς και ο Γολγοθάς του, μαζί και του γιατρού του, στο σύστημα υγείας. Κυριαρχεί η απώλεια του προσφιλούς προσώπου, που προκαλεί απόγνωση και συναισθηματικό εγκλεισμό, ο θάνατος σε όλες του τις εκφάνσεις, βίαιος, αναμενόμενος ή ανέλπιστος, του πρόσφυγα στα νησιά του Αιγαίου, ο αφανισμός του Εβραίου, η αυτοχειρία, θάνατος πνευματικός ή ψυχικός.
Σ’ αυτήν την ενότητα ο αναγνώστης θα διαβάσει, επίσης «Οδηγίες προς ποιητές για απόξεση συναισθημάτων», (σσ. 53-6)
[…] Τροχίστε επίμονα λεπτόκαμο μαχαίρι
λεπίδα έως διαφάνειας
αφού φορέσετε γάντια από ατσαλόσυρμα
-ο προσωπικός σας χασάπης
θα σας διαφωτίσει
επί του θέματος δεόντως. […]
όπου το γκραν γκινιόλ βαδίζει χεράκι-χεράκι πότε με το υποδόριο χιούμορ και πότε με τον απροκάλυπτο σαρκασμό.
Στην Γ΄ ενότητα, Flora clandestina, που αποδίδεται ως κρυφή βλάστηση, θάλλει το επινοημένο λεξιλόγιο με τις «περικοκλάδες» του και μια γλώσσα που σπάει τους φράχτες της κανονικότητας
Στις ανισόπεδες διαβάσεις του ύπνου
τ’ ασέληνα βράδια λαγοί ξεπετάγονται τσακάλια
στιγμές. («Παράξενοι κήποι», σ. 61)
πλάθονται καινούργιες «ανθοσυνθέσεις»
δέντρα δίφορα, τρίφορα, παράφορα
πλέουν μνήμες, πνέουν χίμαιρες, χιονίζουν πέταλα.
Ένα νεραντζοκόριτσο παντρεύεται
το χώμα
μαλακό αλλάζει πλευρό
προς τη μεριά του χιονιού […] («Νεραντζούλα», σ. 59).
Εδώ φυτρώνουν και θεριεύουν περίπλοκες σχέσεις, κρυφές αγάπες, άλλες ψηφιακές, αστρικές, απεγνωσμένες. Σαν ζιζάνια εξαπλώνονται χωρισμοί που οδηγούν σε αποξένωση, απομόνωση, πυκνή σιωπή (Silentium pingues), απ’ όπου ο στίχος που δίνει τον παράξενο τίτλο στη συλλογή
Δεν ξέρω πότε άρχισε να χιονίζει σιωπή
τέφρες πεταλούδων στη διακεκαυμένη ζώνη μου
μα εδώ και μέρες έχουν ξεραθεί όλες
οι προσωπικές αντωνυμίες.
Οι σπάνιες μέλισσες λέξεις σου
στάζουν πικρό νέκταρ
σε κάθε πληγή
και τις νύχτες η ανάσα σου φυτρώνει άγρια ζάχαρη. («Silentium pingues», σ. 71)
Η ποίηση της Βασιλοπούλου είναι αληθινή, δυναμική, είναι η μαγιά που κάνει τα φαινόμενα να φουσκώνουν την πραγματικότητα, αναποδογυρίζει νοήματα, προκαλεί συναισθήματα στον αναγνώστη, τον οδηγεί σε ένα ταξίδι πρωτόγνωρο, μοναδικό. Τον προσκαλεί όχι μόνο να δει, αλλά και να ζήσει την όλη ποιητική ατμόσφαιρα, να αναζητήσει τον παρηγορητικό λόγο της τέχνης.
Τα ποιήματα μοιάζουν με βαθύ κόκκινο κρασί, στιβαρά στη γεύση με οξύτητα γλυκιά και δυνατή επίγευση. Διαβάζοντάς τα ανακαλύπτει κανείς ότι δε γράφτηκαν απλώς για να πουν κάτι, αλλά για να κάνουν να συμβεί κάτι μέσα σου. Μα αυτή είναι μόνο η δική μου άποψη, η δική μου εκδοχή. Προσκαλώ τον αναγνώστη να ανακαλύψει τη δική του. Η μαγεία της ποίησης, εξάλλου, είναι ότι: όσοι οι αναγνώστες τόσες οι προσεγγίσεις, τουλάχιστον. Λέω τουλάχιστον, επειδή ο κάθε αναγνώστης, αν μετά από καιρό επανέλθει, μπορεί να δει κι άλλα πράγματα, εντελώς καινούργια, μέσα στο ίδιο ποίημα. Ξαναδιαβάζοντάς τα ανακαλύπτεις όχι μόνο κρυφά μυστικά του ποιήματος, αλλά κρυμμένες πτυχές του εαυτού σου, αναγεννιέσαι διαφορετικός άνθρωπος.
Θα ήθελα να τελειώσω με τη συγκινητική περιγραφή που περιέχεται στο ποίημα «Η γυναίκα του πρωτομάστορα» (σ. 28), μια γυναίκα σύμβολο της μάνας, της συζύγου, της ερωμένης, της αδελφής. Η πεμπτουσία της γέννησης, της θυσίας, της αναγέννησης, της ζωής.
«Η γυναίκα του πρωτομάστορα»
Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες
Λαχταρούσες το χάδι του.
Χέρια από την πέτρα όλο γκρίθια.
Πόθου στεναγμούς.
Μωρού κλάμα για το γάλα σου.
Μια ήσυχη ζωή λαχταρούσες.
Όχι. Ποτέ δεν πέρασαν από τον νου σου
μονότοξες καμάρες, δίτοξες
θρύλοι, τραγούδια, μοιρολόγια.
Κανένας να μη σ’ έκλαιγε. Ούτε ένα αχ.
Ποιος πρωτομάστορας σ’ έχτισε
και δεν άφησε απέξω ούτε ένα δάχτυλο ν’ αγγίζεις
το μωρό σου
μια ίριδα να το βλέπεις να μεγαλώνει
μισή πατούσα να κουνάς την κούνια του
μισό στήθος να το θηλάζεις;
Ολόχτιστη.
Ποιο γιοφύρι στεριώνει τώρα το κορμί σου;