ΛΟΓΟΣ ΟΥΡΑΝΟΒΟΡΟΣ
Ήταν Νοέμβρης του 1978 —κάτι συμβαίνει με τούτο το μήνα!— που αποδόθηκα στον έξω κόσμο και που ο Μάξιμος Οσύρος απέδωσε στην αναγνωστική κρίση την ποιητική συλλογή «ΕΥΑ J. ΒΟΥΤΣΑΡΑ, ΙΙ», εκδόσεις Πλέθρον, με τον εξής (συναρπαστικό) προοιμιακό στίχο: «Μια μυστική ενός τρομοκράτη Θεολογία».
Έκτοτε, θαρρείς κατατρεγμένος απ’ την υπόψη οδύνη, με το στόμα γεμάτο γεύση οξείδωσης, κι έχοντας ήδη κρούσει τη μυστική την πύλη συνοδευόμενος από έναν «σκέτο» Σύρο, τον Ισαάκ, μοιράζω τις ανατολές και τις δύσεις μου μεταξύ των Διονυσίου Αρεοπαγίτη και Βλαδίμηρου Λόσκυ. Μεταξύ… Στο μεταξύ είναι Νοέμβρης, πάλι. Στα ενδιάμεσα της απόστασης απ’ το εγώ στο εγώ που φλέγεται, του χρόνου που ξηλώνεται, της πολιτικής των κούφιων υποσχέσεων, των δωροδοκιών, των κομμένων κεφαλιών, σ’ ό,τι κρύβω κι ό,τι δηλώνω για τον εαυτό μου, τη μια σαν άλλος την άλλη ως εγώ μες στη ζωή πορεύομαι, αναδεύοντας τάφους, αναζητώντας της σιωπής τα χνάρια, το πρόσωπο που μες στο ζόφο σαν τ’ αγρίμι ελλοχεύει.
Μένω εδώ. Κι όμως, μένω αλλού. Του κενωτικού ουρανού παρεπίδημος. Κράμα ιστορίας και εσχατολογίας. Φορέας ενός ανικανοποίητου παρόντος που στις λιακάδες κινητοποιεί σε ουσιαστικές αναμοχλεύσεις, ενώ στις συννεφιές λανθάνει σε υπεκφυγές και «σκαρφιστείες» κάποιου φανταστικού επίχρυσου μέλλοντος.
Ποιος είμαι; Πόσοι είμαι; Ποιος απ’ αυτούς με κυριεύει αυτή τη στιγμή; Τα όλον μου, τα συναμφότερά μου, διαγκωνίζονται, συμπλέκονται, μονιάζουν, δαγκώνουν τις ουρές τους και ξιπάζονται. Αέναα ανακαινίσιμα, αλλάζουν δερμάτινο χιτώνα σαν πλαταίνουν∙ ζαρώνουν πρόωρα γερασμένα∙ χάσκουν σε στάση βρεφική σαν τα επιτιμήσεις. Άλλοτε, στην κραταιά ως θάνατος αγάπη γαντζώνονται ευκαιριακά, πριν εκ νέου συναρπασθούν απ’ την εποχική απροσδιοριστία —που απ’ το μέλλον της έρχονται οι ρίζες— κι αυτομολήσουν.
Κι ο λόγος: ποιητικός∙ από τα ύψη καταδυόμενος. Ψυχαναλυτικός∙ από τα βάθη αναδυόμενος. Κι ο λόγος σκληρός σαν σάτιρα μέσα στη ντομπροσύνη του καρδιογραφεί την ξαστοχιά μου: «Ξυπόλητε συλλέκτη της στιγμής επίκαιρε μα με καλάθι τρύπιο, σισύφεια ραντίζεις τ’ αγριολούλουδα και τις ακρώρειες με άπιαστα νοήματα κι ατακτοποίητα απωθημένα. Εύγε! Εύγε, κι εις ανώτερα!».
Κι ο λόγος μυστικός, καταφανώς. Σχεδόν θεολογικός, σημαίνει του κοινού το εκλεκτό. Κι ο λόγος ουρανοβόρος. Λυτρωτικός. Τρώγει το απέραντο να απεραντίζει. Λόγος τρομοκράτης λαβωμένος, βήμα προς τα εντός. Πορεία προς το αόρατο κι άγνωστο. Προς τη συνάντηση με τη δική μας αλήθεια. Λόγος πορεία προς τη φωτιά, πάνω στης αβύσσου το στόμιο. Λόγος που έχει λόγο να λέγεται. Δαγκωτό!