ΤΡΙΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΑΛΤΙΜΟΡΗ
Ένα γκρίζο λιωμένο κασκέτο φορούσες
κι ένα σακάκι τσόχινο παλιάς κοπής
με βλέμμα ανήσυχο διέσχιζες τον κόσμο της σιωπής
τα βρόμικα πλακόστρωτα της πόλης π’ αγαπούσες.
Τριγύρω σου αλυχτούσανε αδέσποτα σκυλιά
κι ένα κοράκι πέταγε κοντά σου αλαφιασμένο
που με φωνή ανθρώπινη και βλέμμα φοβισμένο
μονολογούσε συνεχώς τις νύχτες << Ποτέ πια>>.
Απ’ την οδό σαν έρχονταν της Μόργκ οι δολοφόνοι
στα χέρια τους κρατούσανε βενζίνες με στουπιά
κι εσύ βαθιά στα όνειρα τραβώντας τα κουπιά
εκείνη πρόσμενες να βρεις που καρτερούσε μόνη.
Γιώργος Μεταξάς.