Στη νέα συλλογή της Αναστασίας Καραογλάνη διέκρινα αρκετά, τόσο για την ίδια την ποιήτρια όσο και για το ύφος της γραφής της. Στίχοι που καταγράφουν, διαπιστώνουν, επισημαίνουν. Γίνονται αφορμή αναστοχασμού. Όλα συντελούνται στο ελάχιστο του χώρου και του χρόνου. Στο ελάχιστο της σάρκας και των ορίων του μυαλού. Μην ακούτε τους ψευτο-αισιόδοξους που νιώθουν τάχα ότι όλα είναι στο χέρι μας και ότι όλα μπορεί κανείς να τα καταφέρει, φτάνει να το θέλει.
Δύο “αγκάθια” απασχολούν πρωτίστως την ποιήτρια: η μνήμη και η λήθη. Όσα θυμάται και όσα ξέχασε. Αν τα ξέχασε. Άλλωστε, η λήθη δεν είναι ποτέ εκούσια. Όταν συντελείται δεν είμαστε πλέον εμείς. Μεταλλασσόμαστε σε κάποιον άλλον. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Κι αν το σώμα θυμάται, ο νους αδυνατεί. Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο: να θυμάται ο νους και το σώμα να μην ανταποκρίνεται. Ένα σώμα που μοιάζει να μην μας ανήκει μετά από έναν ορισμένο χρόνο. Και οι άλλοι; Πώς θα θέλαμε να μας θυμούνται οι άλλοι; Πώς θέλουμε να μας βλογάνε οι θύμησες; Υπήρξαμε στ’ αλήθεια κάτι γι’ αυτούς; «Μόνο στο πέρασμα του χρόνου / αντιλαμβάνεσαι / πως δεν ευλογήθηκαν όλοι / με τις στιγμές τους», διαβάζουμε στη σελίδα 36. Και πάντα στο βάθος ο θάνατος. Το εφαλτήριο της ζωής και η τελική δικαίωση: «ό,τι απ’ το σώμα πέρασε / εκείνο πάντα εσαεί και αβλεπί / έρχεται και ξανάρχεται. / Φοβάμαι μόνο / μήπως θυμίζει κάποιον που ’χει πεθάνει».
Πόσο εύκολα λέμε ότι έχουμε πολεμήσει τους φόβους μας; Πόσο αναπότρεπτα προσκολλημένοι είμαστε στα πάθη μας; και πόσο λίγο είμαστε αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε; Από έλλειψη εαυτού συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Κι ούτε ξέρω τί πάει να πει εαυτός. Ποτέ μου δεν κατάλαβα το σωκρατικό γνώθι σεαυτόν. Και πόσο μπορείς να κοροϊδεύεις τις προσωπικές σου ελλείψεις; Και έρχονται «νύχτες δίχως όραμα / μήτε επιστροφή». Όπου επιστρέφουν οι πεθαμένοι μας και τα περιθώρια στενεύουν. Τί να τους πεις και τί να σου πουν; Πάνω στα σερβίτσια, στις στιλπνές επιφάνειες των ποτηριών υπάρχουν ακόμα τα αποτυπώματα των δακτύλων τους.
Στη σελίδα 20 καταγράφεται μία πολυετής προσπάθεια διδασκαλίας των χρόνων – ούσα για δεκαετίες δασκάλα αγγλικής γλώσσας. Τί να διδάξεις όμως απ’ τον χρόνο; «Σοφή εφεύρεση η καταγραφή του χρόνου», γράφει η ποιήτρια. Και όσο καταγράφεις τον χρόνο, τόσο οι στιγμές θαμπώνουν και όλα σκορπίζουνε στον «χρονοκλόπο άνεμο».
«Όλο να μην βρίσκεις καιρό να ημερώσεις», αναφέρει κάπου αλλού. Και λίγο πιο κάτω διαβάζουμε: «Μετά απ’ τον βιοπορισμό / έρχεται η ψυχανάλυση». Να ημερώσεις επάνω στην τρεχάλα του βιοπορισμού – σχεδόν παρανοϊκό. Και η ψυχανάλυση, όχι πάντα μία επιτυχημένη συνταγή. Ευτυχώς, υπάρχει πάντα διαθέσιμο ένα φλιτζάνι καφέ, ένα τσιγάρο, ένα κομμάτι χαρτί να γράψεις δύο λόγια. Και ίσως κάποιος φίλος να στείλεις ένα μήνυμα ή να τηλεφωνήσεις. Επιστρέφει συχνά ως λύση το τσιγάρο ή η μυστική συνομιλία με την μάνα. Δεν είμαστε παρά ο καπνός του τσιγάρου και το φάντασμα της μάνας μας.
Και ο Οδυσσέας, τί απέγινε; επέστρεψε στην πολυπόθητη πατρίδα ή ματαίωσε την επιστροφή του; Κι αν επέστρεψε, του έκανε καρδιά να παραμείνει ή ετοίμασε πανιά να συνεχίσει την περιπλάνηση; Υπάρχει πατρίδα όταν επιστρέφεις σ’ αυτή μετά από καιρό; Ή καλύτερα, ποιος μπορεί να είσαι πάνω στο χώμα μιας πατρίδας που μετά βίας την αναγνωρίζεις ή σε αναγνωρίζει; Ο Όμηρος υπήρξε τελικά υπαίτιος πολλών δεινών…
Στη συλλογή της Αναστασίας Καραογλάνη φαίνεται να χωρούν τα πάντα: τα προσωπικά της, τα των άλλων, τα του κόσμου όλου… «Να μολογάμε τα κρυμμένα, / να τολμάμε (…) Να τις τολμάμε τις λέξεις / σώζουν ζωές, / κάποιες φορές», θα πει. Κι ούτε είμαι σίγουρος αν οι λέξεις σώζουν. Οι λέξεις παραμένουν προϊόντα της πτώσης μας. Μάλλον δυσκολεύουν παρά διευκολύνουν την πορεία μας. Κι η ποίηση; Δεν είναι παρά μία εύθραυστη δύναμη που επιτρέπει κάθε τόσο να την ροκανίζει το πεζό. Να την κατασπαράζει η πεζότητα. Τί σημασία όμως έχει; Η ποίηση παραμένει ποίηση. Κι ούτε μπορώ να πω με βεβαιότητα αν η πεζότητα κατάφερε να κατατροπώσει ποτέ ολοκληρωτικά την όποια ποιητικότητα.
Στη σελίδα 12 η ποιήτρια αναφέρεται το παραμύθι των κοινωνικών δικτύων. Το γενικότερο παραμύθι των στιγμών μας. Στιγμές σε κουτάκια – ζωές σε κουτάκια. Κι ας παινευόμαστε τους ελεύθερους και τους αντισυμβατικούς. Σκέφτομαι πόσο άγχος μάς γεννά η ανάγκη να κατακτήσουμε τη στιγμή. Αυτό το αρρωστημένο «άδραξε τη στιγμή» των Λατίνων. Μην τυχόν και δεν προλάβουμε να ζήσουμε. Δεν προλάβουμε να ταξιδέψουμε, να αγαπήσουμε, να αγαπηθούμε, να γράψουμε, να εκδώσουμε, να πούμε τάχα όσα έχουμε κι εμείς να πούμε.
Μάταιη η στιγμή
σαν όλα τα φευγάτα·
μα πάνω στην καύλα της
ποια ματαιοδοξία και ποιο μέλλον
να σκεφτεί κανείς
Καμιά φορά όμως, αξίζει να ανοίγουμε την πόρτα μας και σε ανθρώπους ξένους. Άλλωστε, όλοι ξένοι υπήρξαμε κάποτε. Κι αν ποτέ γνωριστήκαμε, μη θαρρούμε ότι γνωριστήκαμε στ’ αλήθεια. Κάποτε αγαπηθήκαμε. Κάποτε θρέψαμε τον εγωισμό μας με αγάπες, δουλειές, παιδιά, σπίτια, φίλους, υποχρεώσεις… Μόνο, μη φοβηθούμε την θλίψη που γεννά η μοναξιά. Οι λυπημένοι όλο τρύπες ανοίγουνε στην άμμο να θάψουν το κεφάλι της θλίψης τους. Μη φοβηθούμε. Το βέβαιο είναι ότι η ποίηση της Αναστασίας Καραογλάνη έχει σίγουρα κάτι να μας πει. Όσο εύκολο ή δύσκολο κι αν είναι αυτό.