Δ.Γ
Κάθε πρωί ρωτούσαν που πηγαίνω.
-Γυρνάω τους πολυσύχναστους δρόμους
για να συναντήσω την λύση
απαντούσα.
Βάδιζα σκυφτός χωρίς να φαίνομαι
και με αρνήσεις θέριευα ιδέες
για ν’ αποφύγω τις αδιαφιλονίκητες ήττες
που παραμόνευαν πίσω από τις εξεγέρσεις
των άπτερων αγγέλων.
Με το μέλλον άφαντο
ανάμεσα στο χάσμα των ιδεολόγων
κακής ποιότητας επαναστάτες
προσφέρθηκαν να με οδηγήσουν
στα βασίλεια των βαρόνων
αλλά το αρνήθηκα.
Και τώρα που αναρρώνω
από την θηριώδη ποινή της σιωπής
δεν ήταν μάταιη, λέω, η αναμονή της.
Τα όνειρα νοσούν
από τα ομοιώματα των τιποτένιων
έτσι δημιουργώ σχεδίες
ν’ αντέχουν στην αλμύρα
και τις αποστέλλω στο σύμπαν
να προστατευτεί το νόημα
της αδιατάρακτης τάξης.
Ανάμεσα στα απόνερα επιμένω ανεπίδοτος.