Πάλι μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω η βροχή
ενώ μετακόμιζα στην άλλη δεκαετία.
Και κάθε φορά που άλλαζε η εποχή
τρόμαζαν οι σκιές και μια ραφή ξηλωνόταν
απ’ το μουσκεμένο παρελθόν.
Άφηνα στα αζύγιστα πάθη την φθορά
και δραπέτευα.
Κατεδαφισμένες πολυώροφες ζωές
με τις αναμνήσεις κρεμασμένες
όπως τα κομμένα ηλεκτροφόρα καλώδια
γαντζωμένα στους γκρεμισμένους τοίχους.
Παράθυρα σπασμένα στους φωταγωγούς
που δεν έλαμψαν ποτέ από τον ήλιο
κι’ η σκόνη να σκεπάζει
τις γκριμάτσες στους καθρέφτες
απ’ τους παλιούς ανθρώπους.
Ανάμεσα από σίδερα και μπετόν
κάποιοι γυρεύουν τους θεούς τους.
Εγώ ψάχνω λάθη και την σπασμένη καρέκλα
όταν σήκωνε τα βάρη απ’ τα συντρίμμια μου.
Με κοιτούσε με ανεκτικότητα
στον κήπο με τις λεμονιές.
Σκαρφάλωσα στα μπάζα
και την αγκάλιασα να την δοξάσω
ως την επόμενη εποχή της αιχμαλωσίας
πάντα με φόβο τις σκιερές επιλογές μου.
Ο Γιώργος Στόικος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1958. Σπούδασε οικονομικά και είναι επιχειρηματίας στο χώρο του αυτοκινήτου.
Ετοιμάζει για πριν το καλοκαίρι την πρώτη ποιητική συλλογή του.