Διαβάζοντας πρόσφατα ή και παλαιότερα ποιητικά της έργα, συγκρατεί κανείς μια ανανεωτική τάση επαναπροσέγγισης και ανακεφαλαίωσης των κραδασμών τού Είναι, η οποία ενίοτε χαρακτηρίζεται από μια ιδιάζουσα κειμενική τόλμη. Το εγώ εν γένει μπορεί να αρνηθεί από την αρχή να ενδώσει σε οποιονδήποτε ψυχικό καταναγκασμό.
Πιστεύω ότι η Παυλίνα Παμπούδη, μια από τις πλέον αντιπροσωπευτικές ποιήτριες της πολυφωνικής, υφολογικά πολύτροπης, μεταιχμιακής, ιδιαίτερα επιδραστικής γενιάς του ’70, αντιλαμβάνεται τον ρόλο της ποίησης ως να ήταν μια καθ’ όλα λειτουργική παραίσθηση. Ο λόγος της περισσότερο προκαλεί και αντιδιαστέλλει παρά απλώς πιστοποιεί ποικίλα υπαρξιακά πάθη. Διαβάζοντας πρόσφατα ή και παλαιότερα ποιητικά της έργα, συγκρατεί κανείς μιαν ανανεωτική τάση επαναπροσέγγισης και ανακεφαλαίωσης των κραδασμών τού Είναι, η οποία ενίοτε χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιάζουσα κειμενική τόλμη. Το εγώ εν γένει μπορεί να αρνηθεί από την αρχή να ενδώσει σε οποιονδήποτε ψυχικό καταναγκασμό. Απερίσπαστο, ιδιαίτερα ανεκτικό και ψύχραιμο, είναι έτοιμο να αποδεχθεί όλες τις εκφάνσεις και αποτυπώσεις μιας πολύτροπης κι άλλο τόσο έμπειρης γραφής, η οποία έχει θέσει ως αυτοσκοπό της όχι μόνο τη μελέτη αλλά και την πλήρη αφομοίωση ετερόκλητων πνευματικών περιπετειών, ασύνειδων διεργασιών, ορμέμφυτων λειτουργιών και οραματικών δεδομένων.
Η αποδελτίωση κρίσιμων μνημονικών ιχνών, τα οποία αποτελούν κύτταρα σημαντικών αναδιπλώσεων της ψυχής, προωθεί από την πλευρά της την όλη ποιητική κατάστρωση. Ο λόγος, εμπιστευόμενος ορισμένες κρίσιμες φορές παραδοσιακούς τρόπους έκφρασης και τεχνικής, προάγει μιαν αυτοελεγχόμενη, ασφαλή ρητορική. Κατά τα άλλα, ελλειπτικοί αφορισμοί, ηθελημένα ανανταπόδοτα μορφώματα, διφορούμενα σχήματα και, φυσικά, ευάγωγες μεταφορές καλύπτουν διακριτικά άλλες ανάγκες της λυσιτελούς έκφανσης.
Ο,τι δηλαδή χαρακτηρίζει την πρόσφατη ποιητική συλλογή της. Επισημαίνω τις διευκρινίσεις στον υπότιτλό της. Εχουν ως εξής: «Τι έλεγε ο άνθρωπος μέσα στο ποίημα – Τι έλεγε το παιδί μέσα στον άνθρωπο – Τι έλεγε το ποίημα». Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής αυτούσιο το πρώτο ποίημα, το οποίο τιτλοφορείται «Εξαργυρώνω»: «Ναι, όπως όλοι / Κι εγώ, ο άνθρωπος, σε ώρα ανάγκης / Τα παιδικά μου χρόνια είχα βάλει ενέχυρο / Από το πρώτο μέχρι το ενδέκατο / Ετσι, όπως όλοι / Τράφηκα, ντύθηκα, μορφώθηκα – / Τώρα τα παίρνω λίγα λίγα πίσω / Κάθε που ασημώνω λέξη / Στο ανταλλακτήριο του χάους / Εξαργυρώνω ακόμα / Και τα λεπτά του ύπνου που αντιστοιχήθηκαν / Σε εκτενή διαστήματα εγρήγορσης / Δικής μου ή των άλλων – ». Το κυριότερο αίτημα, το οποίο ομολογουμένως υπερασπίζεται με σθένος η Παυλίνα Παμπούδη, είναι να υπερβεί τα δεινά και τα αναπόφευκτα αδιέξοδα, τα οποία άφησε πίσω του ο οριστικός διχασμός του ποιητικού υποκειμένου.
Η συμπεριφορά του ρήματος στην προκειμένη περίπτωση αποσκοπεί στην οντολογική επαναπραγμάτωση του εαυτού. Ο εσωτερικός κόσμος και ο αντίστοιχος εξωτερικός οφείλουν στο μεταξύ να αλληλοσυμπληρώνονται, ισχυρίζεται εμμέσως πλην σαφώς η γράφουσα ύπαρξη. Το ποίημα συνιστά εδώ το ευρύχωρο πλαίσιο συνύπαρξης των φίλιων κοινών παρονομαστών. Η ποιήτρια δεν θέλει να εξαφανιστεί, διότι δεν πιστεύει στον εξαγγελθέντα προ πολλού θάνατο του συγγραφέα. Η άμυνα του ποιητικού νου είναι πρόδηλη: ο στίχος επιμένει να χρησιμεύει ως το εμπόδιο της απώτερης, της ολοσχερούς φθοράς.
Αντιγράφω το τέταρτο ποίημα. Τιτλοφορείται «Ορθώνομαι». Είναι ενδεικτικό της συγκεκριμένης στρατηγικής των στίχων: «Ορθώνομαι, αλλά / Συλλογισμοί διάττοντες / Στην άμμο με καρφώνουν πάλι να ριζώσω / Απλώνω πιο βαθιά / Ησυχα, στην απέραντη ελευθερία / Σαν ήδη όλα τα βιβλία να ’χουνε γραφτεί / Σαν να ’χουν όλες οι θρησκείες ιδρυθεί / Και σαν να ’χουν εκλείψει / Τα πανθ’ ορώσα / Υπεράνω των υδάτων εκκρεμεί / Σεβάσμια πανσέληνος – ». Οι εμφανείς παρανοειδείς στιγμές των ποιητικών καταγραφών ισχυρίζομαι ότι συνιστούν για μια φορά ακόμη τον ζωτικό χρόνο του βιβλίου. Εναν χρόνο εντός του οποίου μπορεί άνετα να κατορθωθεί επιτέλους η ελευθερία του προσώπου στην κυριολεξία του όρου. Η αυθορμησία αλλά και η παρρησία της ποιήτριας αυτής μαρτυρούν, εκτός των άλλων, την αίγλη, την οποία ασκεί μέσα της η μεγάλη εκείνη ετερότητα, ο Κόσμος. Και μάλιστα ως Νους. Γι’ αυτό και η ετοιμότητα προς συνομιλία. Σε ισότιμη ασφαλώς βάση.
Στο επιλογικό, έκτο από το τέλος, ποίημα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ονειρεύεται», φρονώ ότι συνοψίζεται η κατάφαση προς το στοχαστικό ζην. Τα ρήματα πειστικά, τα ουσιαστικά προβάλλουν κατεξοχήν ινδάλματα του βίου. Το μεταφέρω κατά λέξη ως έχει: «Γυμνό κλαρί κουφό, τυφλό, Γενάρη μήνα / Ονειρεύεται– / Είναι / Σε σύντομη αναστολή ζωής / (Που όμως διαρκεί για πάντα στον μεγάλο χρόνο) /Θυμάται ανθό, καρπό / Σκιρτήματα των φύλλων στις φωτοσκιάσεις / Θροΐσματα αχ χλόης / Φεύγοντας πλαγιαστά στο βοριαδάκι / Ονειρεύεται-». Ναι, η παρούσα συλλογή ανήκει στα έγκριτα διαβήματα του είδους στην εποχή μας.