You are currently viewing Γιώργος Βοϊκλής:  Απόκληροι

Γιώργος Βοϊκλής: Απόκληροι

Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα όταν έλαβα μια κλήτευση να παρουσιαστώ στο δικαστήριο, στην Αθήνα, κατηγορούμενος για τον τραυματισμό με πέτρα ενός αστυφύλακα σε διαδήλωση των οικοδόμων τον Οκτώβριο του 1966.

Η δίκη είχε καθυστερήσει γιατί είχε αναβληθεί τρεις φορές «λόγω αγνώστου διαμονής του κατηγορουμένου».

Όταν μου την παρέδωσε ο αξιωματικός του Α2 μου είπε χαμογελώντας χαιρέκακα:

-Γράψε μου σε ποια φυλακή θα είσαι να σου στέλνω τσιγάρα.

-Ευχαριστώ  κύριε Λοχαγέ, του απάντησα, αλλά, όπως ξέρετε, δεν καπνίζω.

 

Την παραμονή των Χριστουγέννων παίρνω δίωρη άδεια εξόδου και κατεβαίνω στην πόλη. Έχω στην τσέπη μου ογδόντα δραχμές, το μηνιάτικο του Δεκεμβρίου και το δώρο των Χριστουγέννων. Όπως καταλαβαίνετε, έχω τις μαύρες μου. Πάω κατευθείαν σε ένα υπόγειο ταβερνάκι που είχα εντοπίσει στις βόλτες μου στην παλιά πόλη, απέναντι απ’ τον πλάτανο που το 1821 είχαν κρεμάσει οι Τούρκοι τον δεσπότη. Η μισοσβησμένη ταμπέλα του γράφει «Το κουτούκι του Σαράντου».  Όποτε περνούσα από εκεί, χωρίς να έχω χρήματα για να κατέβω, άκουγα από μέσα τραγούδια του Καζαντζίδη. Κατεβαίνω, λοιπόν, και κάθομαι στο τελευταίο τραπεζάκι στο βάθος της στενόμακρης αίθουσας που έχει καμιά δεκαριά τραπέζια, με λιγδιασμένα νάιλον τραπεζομάντιλα.

Είμαι ο μόνος πελάτης.

Σε λίγο έρχεται στο τραπέζι μου ο ταβερνιάρης, ένας μικρόσωμος, σχεδόν νάνος και  σπανός, απροσδιορίστου ηλικίας, πάντως πάνω από πενήντα χρόνων. Του δίνω τις ογδόντα δραχμές και του λέω:

-Δώσ’ μου τις δέκα σε δραχμές και τις υπόλοιπες κάν’τες τσίπουρο.

Παίρνω τις δέκα δραχμές, πάω στο Τζουκ Μποξ και βάζω δέκα δίσκους του Καζαντζίδη. Ανάμεσά τους και έναν με δύο τραγούδια του Θεοδωράκη, το «Είναι μεγάλος ο καημός» και το «Βράχο – βράχο τον καημό μου», που ποιος ξέρει πως έχουν ξεφύγει απ’ την απαγόρευση της χούντας.

Σε λίγο βγαίνει απ’ το σκοτεινό βάθος του μαγαζιού ο ταβερνιάρης και αρχίζει να μου κουβαλάει καραφάκια με τσίπουρο και πιατάκια με μεζέδες. Βάζει στη σειρά μπροστά μου εφτά καραφάκια και εφτά πιατάκια με διαφορετικούς μεζέδες, φέρνει κι ένα δικό του καραφάκι και δυο ποτήρια, κάθεται απέναντί μου και κερνάει το πρώτο. Πίνουμε σιωπηλοί ακούγοντας τους καημούς του Καζαντζίδη:

 

“Απόκληρος σ’ αυτή την κοινωνία

γυρίζω σαν τα έρημα πουλιά

τη μέρα στη σκληρή παρανομία

τη νύχτα στα υπόγεια καπηλιά.

 

Ένας απόκληρος, ένας ξεριζωμένος

απ’ το Θεό κι απ’ τους ανθρώπους ξεχασμένος…”

 

Μετά από λίγο αρχίζουν να κατεβαίνουν ένας – ένας στο σκοτεινό υπόγειο οι πελάτες του. Είναι οι απόκληροι της Βέροιας, όσοι δεν έχουν σπίτι να γιορτάσουν την παραμονή των Χριστουγέννων: Ανάπηροι,  ζητιάνοι, ρακοσυλλέκτες, ναρκομανείς, πόρνες…

Σε λίγο γινόμαστε όλοι μια παρέα. Από κάποια στιγμή και μετά χάνω τον έλεγχο. Ούτε ξέρω πόσα καραφάκια τσίπουρο έχω πιει.

 

Ξυπνάω το μεσημέρι του Χριστουγέννων στο κρεβάτι μου. Φοράω ακόμη τη στολή εξόδου και τα άρβυλα. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Οι συνάδερφοι μου λένε ότι με έφεραν μέχρι την πύλη του στρατοπέδου, τύφλα στο μεθύσι, δύο πουτάνες.

 

Την επόμενη μέρα παίρνω το φύλο πορείας και ξεκινάω για την Αθήνα. Μέσα στο τρένο, απ’ το Πλατύ μέχρι το Σταθμό Λαρίσης, γράφω αυτό το ποίημα:

«Τους είπανε απόκληρους, μοιραίους…» 

Απόηχοι της 10ετίας του 1940

Αλβανία – Αντίσταση – Εμφύλιος

 

Κάπου κοντά σε κείνα τα χαλάσματα

πίσω απ’ τις φάμπρικες του Σάλινας

κι όχι πολύ μακριά απ’ το λασπόδρομο

που ‘χει ο «καλός μας Ίλαρχος» το χάνι του,

είναι και του Σαράντου το κουτούκι.

 

Θα το ‘βρεις σίγουρα καθώς κατηφορίζεις

έτσι θλιμμένος κάθε σούρουπο

ενώ αντίκρυ σου στη δύση

τα φλογισμένα σύννεφα φαντάζουν

σαν την πύλη της αβύσσου.

 

Εκεί τα κουτσοπίνουν όπως πάντα

οι ανέμελοι γλεντζέδες Ιρλανδοί

οι κοκαλιάρηδες  μουζίκοι κι ο ζητιάνοι

ο Λείψανος, η χτικιασμένη πόρνη

κι ο Κωσταντής, εκείνος ο βαρβάτος

 

Τους είπανε απόκληρους, μοιραίους,

τους βρήκαν μια παράξενη ομορφιά,

τους άκουσαν να βρίζουνε, να κλαίνε,

να λένε πως είν’ άνθρωποι χαμένοι,

πως κάποιο πάθος τη ζωή τους κυβερνά.

 

Όμως εμένα μού ‘πανε μια νύχτα,

με μάτια φλογισμένα και βραχνή φωνή,

πως τρείς φορές αρπάξανε τα όπλα

και χρόνια πολεμήσαν στα βουνά,

χωρίς να ξέρουν κιόλας γιατί χάσανε.

 

Μ’ αφού δεν έπεσαν στην τελευταία μάχη

και ξέμειναν στην άθλια αυτή χαμοζωή,

άλλο δεν έχουνε απ’ το να καρτερούνε

και να στηρίζουν τις ελπίδες τους σε μας

να δούνε κάποτε τον ήλιο ν’ ανατείλει

 

(Για να διευκολύνω τον αναγνώστη σημειώνω ότι:

Οι «φάμπρικες του Σάλινας» και «οι ανέμελοι γλεντζέδες Ιρλανδοί» είναι από το μυθιστόρημα του Τζον Στάϊμπεκ «Ο δρόμος με τις φάμπρικες».

Το «του καλού μας Ίλαρχου το χάνι» και «οι κοκκαλιάρηδες μουζίκοι κι οι ζητιάνοι» είναι από το διήγημα του Μαξίμ Γκόρκι «Πρώην άνθρωποι».

Ο «Λείψανος» είναι ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος του Κώστα Παρορίτη «Κόκκινος τράγος».

Η «χτικιασμένη πόρνη» είναι από το γνωστό ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη και

-«Ο Κωσταντής, εκείνος ο βαρβάτος» είναι από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Οι Μοιραίοι», πρόλογο της συλλογής του με τίτλο «Σκλάβοι πολιορκημένοι»)

 

Το πρωί της επόμενης μέρας κάθομαι στο εδώλιο του κατηγορουμένου, φορώντας τη στολή μου.

Μετά από μια σύντομη διαδικασία, η απόφαση του δικαστηρίου διέψευσε τις ελπίδες του Λοχαγού του Α2.

Πώς έγινε αυτό το θαύμα;

Είχε κληθεί ως μάρτυρας κατηγορίας ο αστυφύλακας που είχε τραυματιστεί το 1966 στη  διαδήλωση των οικοδόμων, τον οποίο υποτίθεται ότι είχα τραυματίσει εγώ, ξηλώνοντας πέτρα από το πεζοδρόμιο της οδού Πειραιώς, κοντά στην Ομόνοια.

Αλλά, για καλή μου τύχη, από μάρτυρας κατηγορίας μετατράπηκε σε μάρτυρα υπεράσπισης.

-Δεν με χτύπησε αυτός κύριε Πρόεδρε… δήλωσε όταν τον κάλεσαν να καταθέσει.

-Μα εδώ γράφει ότι τον αναγνώρισες μετά τη σύλληψή του και υπέγραψες τη μήνυση εναντίον του… του απάντησε οργισμένος ο εισαγγελέας.

-Ούτε που τον είδα,  κύριε Πρόεδρε. Έβαλαν το όνομά μου και πλαστογράφησαν την υπογραφή μου  στη μήνυση χωρίς να με ρωτήσουν, ήταν η απάντηση του αστυφύλακα.

-Δεν γίνονται τέτοια πράγματα. Πρόσεξε, γιατί θα σε παραπέμψω για ψευδορκία, τον απείλησε ο Πρόεδρος.

-Μη ξεχνάτε, κύριε Πρόεδρε, ότι τότε είχαμε φαυλοκρατία…

Ήταν η σωτήρια “ατάκα” του αστυφύλακα που προκάλεσε ένα κρυφό χαμόγελο στους δικαστές.

Μετά από σύντομη συνεννόηση, το δικαστήριο αποφάσισε:

“Αθώος λόγω αμφιβολιών”.

Ήμουνα ελεύθερος να επιστρέψω στη μονάδα μου.

Έτρεξα στο διάδρομο να προλάβω τον αστυφύλακα.

Δεν πρόλαβα να τον ευχαριστήσω. Με χαιρέτησε λέγοντάς μου:

-Διάλε τσ’ απολυμάνες σ’. Τους έχω χεσμένους. Τους τη φύλαγα απ’ τις 22 τ’ Απρίλη του ‘67 που παραιτήθηκα απ’ το σώμα. Ανέβηκα απ’ την Κρήτη μόνο για να σε γλυτώσω. Για να ξεχρεώσω τις γκλοπιές που σας έδωκα τότε. Σου εύχομαι καλή τύχη κι από ‘δω και πέρα.

 

Ο δημοκράτης Κρητικός πρώην αστυφύλακας ήταν άλλη μια αναλαμπή στη σκοτεινή διαδρομή μου.

 

(Προδημοσίευση  απ’ το βιβλίο του με τίτλο «Αναλαμπές στο σκοτάδι. Φαντάρος τον καιρό της χούντας» που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις «ΟΤΑΝ»).

 

Ο Γιώργος Βοϊκλής γεννήθηκε το 1945 στη Σάμο και από το 1958 ζει στην Αθήνα. Τέλειωσε το Νυκτερινό Γυμνάσιο και παρακολούθησε σπουδές κινηματογράφου. Εργάστηκε σε πολλά χειρωνακτικά επαγγέλματα, στις οικοδομές και τη βιομηχανία, και από το 1987 είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος. Από το 1962 μετέχει ενεργά στους κοινωνικούς και δημοκρατικούς αγώνες. Από το 1975 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 16 βιβλία του, τα έξι από τα οποία ανήκουν στην κατηγορία της λογοτεχνίας για εφήβους. Από το 2001 μέχρι το 2016 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Μεθόριος του Αιγαίου» και υπεύθυνος των εκδόσεων «υπερόριος». Είναι παντρεμένος με την φιλόλογο – ιστορικό Μαρία Καββαδία και έχουν μια κόρη, την Καλή.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.