You are currently viewing Γιούλη Χρονοπούλου: Μαρία Χατζηχριστοδούλου «Έρωτας όπως θάνατος. Μια νύχτα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», εκδ. Σμίλη, 2024, σ. 72

Γιούλη Χρονοπούλου: Μαρία Χατζηχριστοδούλου «Έρωτας όπως θάνατος. Μια νύχτα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», εκδ. Σμίλη, 2024, σ. 72

Η Μαρία Χατζηχριστοδούλου, μολονότι μέχρι στιγμής έχει παρουσιαστεί εκδοτικά και πετυχημένα ως πεζογράφος, με μια εφηβική νουβέλα και μια συλλογή διηγημάτων, στην πραγματικότητα είναι ποιήτρια. Αυτή νομίζω ότι είναι η φυσική της τάση, η πραγματική της κλίση. Άλλωστε και τα πεζά που έχει εκδώσει χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από έντονη λυρικότητα και ποιητικότητα.

Το σημερινό, ωστόσο, βιβλίο (σε μια πολύ καλαίσθητη και ποιοτική έκδοση από τη Σμίλη) είναι κάτι ξεχωριστό. Ασφαλώς, ανήκει στο ευρύτερα ποιητικό είδος, όμως έχει υβριδικό χαρακτήρα και εμπεριέχει, εκτός από ποιήματα, πεζοποιήματα και πρόζα, και μάλιστα εντάσσεται σε μιαν ευρύτερη θεατρική σύνθεση. Συνδυάζει δηλαδή διαφορετικά λογοτεχνικά είδη και αποτελεί ένα απαιτητικό και πολυδύναμο πόνημα. Η Μαρία Χατζηχριστοδούλου κατάφερε, λοιπόν, να συνταιριάσει σε ένα έργο τον ποιητικό και τον πεζό λόγο, το θέατρο και τον μύθο, τη δική της ποίηση και αυτήν του Λόρκα, αφού το δημιούργημά της είναι ουσιαστικά μια αναφορά στον εμβληματικό ποιητή της Γρανάδας, όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο του βιβλίου. Η σύλληψη γύρω από την οποία χτίζεται το έργο είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, ενώ η οργάνωση  και η σύνθεσή του είναι υποδειγματική. Το όλον στήνεται σαν θεατρικό έργο με ήρωες από τον μύθο της Περσεφόνης, όπως αυτός παρουσιάζεται στον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα, ενώ η συγγραφέας ενθέτει όλη τη δράση (με τη δραματουργική έννοια του όρου) μέσα σε μια νύχτα του Λόρκα, φαντασιακή βέβαια και αθησαύριστη, μια νύχτα άγρυπνη μα γεμάτη, νοσταλγική μα δημιουργική, νύχτα περιπλάνησης σε παρόντα και περασμένα, νύχτα ονειρική, οραματική, πρωτογενή, νύχτα κυοφορούσα και ταραγμένη, αμήχανη και εμπνευσμένη, απ’ όπου εκπορεύονται τα πάντα και κατ’ αρχάς η εκτύλιξη ακριβώς του αρχαιοελληνικού μύθου της Δήμητρας, της Περσεφόνης και του Άδη, ιδωμένου με νέα ματιά, αλλά πάντα τραγικού, συμβολικού και βαθιά ανθρώπινου. Πολλά επίπεδα, πολλά πετάγματα. Ένας μύθος, ένας ποιητής, μια νύχτα, μια έμπνευση. Έμπνευση σε δύο επίπεδα επίσης, του Λόρκα και της Χατζηχριστοδούλου. Μια συνομιλία ανάμεσα σε δυο χώρες, σε δυο ζωές, σε δυο ποιητικές φωνές, σε δύο προαιώνιους πόλους, τον έρωτα και τον θάνατο.

Τα μοτίβα του έρωτα, όπως και του γάμου, και του θανάτου συνδέονται αρχετυπικά. Η τελετουργία του γάμου μάλιστα ανακαλεί τελετουργία κηδείας: πλύσιμο, ντύσιμο, στόλισμα, αποχαιρετισμός, αναχώρηση, μετάβαση, κι ακόμη πέπλο και σιωπή. Η Αντιγόνη νιώθει πως παντρεύεται τον Άδη, επικαλείται την Περσεφόνη, ονομάζει τον τύμβο της νυμφείο. Η προετοιμασία της Άλκηστης για τον θάνατο παραπέμπει σε εικόνες γάμου, ενώ και η ίδια θα επιστρέψει στη Γη σαν την Περσεφόνη. Ο Ηράκλειτος τονίζει ότι «Ἄδης καί Διόνυσος ἓν καί ωυτό», ο λαϊκός ποιητής νιώθει ότι «Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις», μολονότι ο έρωτας συνδέεται στερεοτυπικά με τα νιάτα και ο θάνατος με τα γηρατειά (όπως εμφατικά υπενθυμίζει ο Μίμνερμος). Δίδυμο αξεδιάλυτο οι δύο αυτές υπαρξιακές εντάσεις, οι οντολογικές αγωνίες, τα ακραία βιώματα, απασχολούν όσο τίποτε άλλο τον άνθρωπο, αλλά και τη λογοτεχνία και την τέχνη, αφού άλλωστε είναι αυτά που προκαλούν την πιο ισχυρή δημιουργικότητα διαχρονικά και πανανθρώπινα, αποπνέοντας τραγικότητα, καθόσον δείχνουν την ατέλεια της ανθρώπινης φύσης (που δεν είναι αυτάρκης – έρωτας) ούτε αιώνια (θάνατος), την ανυψώνουν και τη βυθίζουν, προκαλούν βάσανο και λύτρωση. Είναι τα δύο πρωταρχικά στοιχεία, οι -κατά τον Λιαντίνη- «δύο ψηλότερες κορυφές της καταδρομικής πορείας του βίου μας, «οι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος».

Είναι η ταυτοτική σχέση των δύο στοιχείων -ήδη αποφασιστικά δηλωμένη στον τίτλο-που κυριαρχεί στο βιβλίο της Χατζηχριστοδούλου. Μα κυρίως είναι το ότι η ενοποίηση αυτού του δίπολου προκύπτει μέσα από τη σπαρακτική μορφή του ερωτευμένου Άδη, που είναι έτοιμος να καταργήσει τον θάνατο, να χαρίσει τη ζωή στους θνητούς ή να πεθάνει ο ίδιος τρόπον τινά από το βάσανο του έρωτα είτε να ζήσει απ’ τη χαρά του. Στο έργο της Μαρίας Χατζηχριστοδούλου, βέβαια, υπάρχει και κυριαρχεί η θηλύτητα σε όλες της τις εκδηλώσεις, εκφρασμένη με πολλές μορφές και με πολλές φωνές, τη νέα και όμορφη Περσεφόνη, τις φίλες Νύμφες που την συνοδεύουν στο ανέμελο παιχνίδι της και την συμπονούν στην κατοπινή της περιπέτεια, τη μάνα Δήμητρα σαλεμένη απ’ την οδύνη, τη μάνα Γη οργωμένη απ’ την απόγνωση. Ωστόσο, η πιο συγκλονιστική μορφή, το πιο συγκλονιστικό εύρημα, είναι ο ερωτευμένος Άδης, που η αγάπη του τρυπά τα σπλάχνα, ο μύθος ιδωμένος από την πλευρά του – και από την πλευρά του.

Ακούμε τον μαγεμένο Άδη να λέει: Πώς φέγγος ρίχνει στο σκοτάδι ο έρωτας, πώς οι ασφόδελοι χαμογελούν κι εκείνοι! Η πάνω γη κι αν σ’ έχασε, σε κέρδισαν τα σπλάχνα της κι εγώ εδώ προσκυνητής στο στέμμα των ματιών σου. Άδης δεν είμαι πια, μονάχα Πλούτωνας, πλούτος μου η αγάπη.

Και είναι αυτό που μας οικειώνει με τον λόγο της Χατζηχριστοδούλου και μας συντονίζει με τους ήχους της. Γιατί, πράγματι πρόκειται για ήχους, για μουσική, για μια γλώσσα με ρυθμό και μέτρο, εύρωστη και λαγαρή, πράγμα που αυτονόητα συγκαταλέγεται στα πολύ θετικά χαρακτηριστικά του βιβλίου. Το μέτρο και η ομοιοκαταληξία, που για χρόνια είχαν περιφρονηθεί, στις μέρες μας επανέρχονται δυναμικά και πολλοί ποιητές δοκιμάζουν τις δυνατότητές τους στην απαιτητική αυτή μορφή. Το κοινό, με τη σειρά του, δείχνει να το χρειάζεται. Η Μαρία Χατζηχριστοδούλου τα καταφέρνει εξίσου καλά στον παραδοσιακό στίχο, που -τουλάχιστον ως προς το μέτρο- επικρατεί σ’ αυτή τη σύνθεση, αλλά και στον ελεύθερο, όπως και στο πεζό. Η γλώσσα της μάς αγγίζει, μας χαϊδεύει, μας συγκινεί, προβάλλει τόσο πηγαία, ρέει τόσο φυσικά, εκβάλλει τόσο απρόσκοπτα. Κλείνει μέσα της την παράδοση, που έρχεται από μακριά, ακόμα κι από τον Όμηρο, από το δημοτικό τραγούδι, από την κελαρυστή φωνή του λαού, που ωστόσο την κάνει να ακούγεται σύγχρονη. Ο λόγος της κυριαρχείται από βαθιά τρυφερότητα, προκαλεί ρίγος. Οι στίχοι της θροΐζουν και άλλοτε σαν απαλό αεράκι, άλλοτε σαν ορμητικό στροβίλισμα κάτι μετακινούν μέσα μας.

Η βαθιά λυρική φωνή της συγγραφέως ενώνεται με τον ανδαλουσιανό, πονετικό λυρισμό του αγαπημένου της ποιητή, που την συγκίνησε από τα χρόνια της πρώτης νιότης της, από τότε που σκάλισε την ψυχή της με την τέχνη του, τη ζωή του, τον θάνατό του. Ο πολιτικός, ερωτικός, θεατρικός, ανήσυχος Φεντερίκο, ο ποιητής σύμβολο της Ισπανίας, ξαναγεννιέται μέσα από την ποιητική έμπνευση της Μαρίας Χατζηχριστοδούλου και στήνει μαζί της έναν συναρπαστικό ποιητικό διάλογο, έναν παθιασμένο αντικριστό, εκστατικό χορό, που ξετυλίγεται γύρω από έναν πανάρχαιο μύθο, μετεξελιγμένο πρωτότυπα, σαγηνευτικά, μεταφέροντας ζωντανές και πάλλουσες τις φωνές της Δήμητρας και της Περσεφόνης, της Γης και των Νυμφών, του Χάρου και του Άδη, του σκοτεινού και άπονου θεού, του παντοτινού νικητή, που η ποιήτρια τον φωτίζει αιρετικά και τον φανερώνει πονεμένο και νικημένο από τον έρωτα.

Εκτός από τα παραπάνω, οι αναφορές στον Λόρκα, μολονότι τοποθετημένες σε μυθοπλαστικό πλαίσιο, εντούτοις εμπεριέχουν τα στοιχεία της πραγματικής ζωής του, τα γράμματα στον Νταλί, το κουκλοθέατρο, την Παράγκα – Μπαράκα / τον θίασό του, τις δημιουργίες του, τα ταξίδια του, την πολιτική κατάσταση της Ισπανίας, τη σχέση με τη μητέρα του, τις υπαρξιακές και καλλιτεχνικές του αναζητήσεις. Μέσα από αυτήν την καταβύθιση η ποιητική φωνή της Μαρίας Χατζηχριστοδούλου συντονίζεται με τη φωνή του ποιητή, σα να είναι παρούσα σ’ εκείνη την άγρυπνη νύχτα, σα να συγγράφουν μαζί το γράμμα στον Σαλβαντόρ, σα να αγγίζουν μαζί την πένα και τα χαρτιά, σα να γέρνουν μαζί στον βελούδινο καναπέ, σαν μαζί ν’ αναθυμούνται τους σταθμούς της ζωής του, σαν μαζί να πάλλονται στα πάθη τους. Και, μ’ έναν τρόπο βέβαια, έτσι είναι. Γι’ αυτό και η ποιητική τους συνομιλία προκύπτει τόσο ταιριαστή, τόσο αξιοθαύμαστα λορκική.

Από το έργο όμως, που φυσικά συγγενεύει και με την αρχαία τραγωδία (η χρήση του μύθου, τα επεισόδια, ο χορός, η ποιητική μορφή, η τραγικότητα), δεν λείπουν και οι αναφορές στην εποχή μας όχι μόνο λόγω του διαχρονικού του θέματος, μα και λόγω των αιχμών που ευδιάκριτα αντηχούν και για τον σύγχρονο κόσμο: η αδικία, η ανισότητα, οι πόλεμοι, διαχρονικά προβλήματα, αιτήματα διαρκή.

Πριν και μετά απ’ όσα περιγράψαμε ωστόσο, δηλαδή από τη νύχτα του 1932 και από το θεατρικό του μύθου, υπάρχει η ποιήτρια σε πρώτο πρόσωπο, που αφετηριακά απευθύνεται στον Φεντερίκο, ως φόρο τιμής και ως πηγή έμπνευσης, και καταληκτικά ολοκληρώνει μ’ έναν κατακλυσμιαίο, χωρίς καμιά τελεία, μακρό, ποιητικό, ερωτικό επίλογο, συγχρονίζοντας το παρελθοντικό και το άχρονο, γιατί ο έρωτας δεν βρίσκεται μόνο μέσα σ’ ένα ένθετο έργο, μέσα σ’ έναν αρχετυπικό μύθο, μέσα σ’ έναν ποιητή άλλης εποχής και άλλου τόπου, μα βρίσκεται παντού και βέβαια μέσα στην ίδιαν: «Θα γείρεις στου τέλους την άβυσσο / Θα πέσω στου κόσμου την άκρη / Μαζί θα βαδίσουμε σήμερα / Σε τόπο που τ’ όνειρο σβήνει / Κι απ’ αύριο ίσως ξυπνήσουμε / Νεκροί στης αγάπης τη μνήμη».

Ευαισθησία, στοχασμός, ανθρωπισμός, πάθος, διεκδίκηση, σπαραγμός, όλα τα ανθρώπινα στον μεθυστικό λόγο της Μαρίας Χατζηχριστοδούλου.

 

 

 

Γιούλη Χρονοπούλου, Δρ. φιλολογίας

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.