Να το παράδοξο της τέχνης: μας «διασκεδάζει», μας τέρπει, μας γεμίζει λυτρωτική συγκίνηση, κι όταν είναι τραγική, ίσως ακόμα περισσότερο τότε – μας προσφέρει μιαν ηδονική λύπη. Αυτό συμβαίνει με το δίκαια βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα «Το τραγούδι του προφήτη» του Ιρλανδού συγγραφέα Πολ Λιντς (Paul Lynch) (μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg 2024).
Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό βιβλίο, που δεν σε αφήνει στιγμή να ησυχάσεις όσο το διαβάζεις, αλλά κι όταν το αφήνεις από τα χέρια σου φωλιάζει μέσα σου, σε στοιχειώνει. Η συνθήκη του έργου τοποθετείται στη σύγχρονη Ιρλανδία, δηλαδή σε μια τυπική ευρωπαϊκή, άρα ασφαλή -υποτίθεται-χώρα, όπου η ζωή κυλάει κανονικά με τα συνήθη προβλήματα και τις συνήθεις χαρές της καθημερινότητας, όπως αφήνεται να εννοηθεί, μολονότι δεν περιγράφεται. Μόνο που εδώ συμβαίνει κάτι απολύτως ανατρεπτικό, η αιφνίδια επιβολή ενός αυταρχικού καθεστώτος, που καταργεί ό, τι γνωρίζουμε για τη δημοκρατία. Και δεν έχει σημασία πώς αυτό γίνεται κατορθωτό, απλώς γίνεται, γιατί προφανώς μπορεί να γίνει – ο συγγραφέας ουδόλως ασχολείται με αυτή την πτυχή. Η δημοκρατία χάνεται από τη μια μέρα στην άλλη και αντικαθίσταται από μια στυγνή δικτατορία. Ένα κόμμα, μια μυστική αστυνομία, η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας Γκάρντα, ο Νόμος Έκτακτης Ανάγκης ρυθμίζουν και ελέγχουν στο εξής τη ζωή των ανθρώπων. Αόρατοι ηγέτες, στρατός, καταδότες, παρακολούθηση δημιουργούν μια κατάσταση σταδιακής αφαίρεσης όλων των δικαιωμάτων που φτάνει μέχρι την ασφυξία. Καμιά απόκλιση δεν γίνεται δεκτή, η «τάξη» πάνω απ’ όλα. Απαγόρευση κυκλοφορίας, προπαγάνδα, έλεγχος όλων των πτυχών της ζωής, της εργασίας, της οικογένειας, της γειτονιάς. Και μάλιστα αυτό το δυστοπικό σκηνικό δεν τοποθετείται στο μέλλον, στο οποίο όλα είναι μ’ έναν τρόπο πιθανά, αλλά στο -εφησυχασμένο- παρόν, διαρρηγνύοντας εκκωφαντικά την -έστω υποτιθέμενη- σιγουριά της τρέχουσα ζωής. Και μ’ αυτή την έννοια, ταρακουνάει και τις δικές μας ασφάλειες, θέτοντας τον αναγνώστη πολύ άμεσα στη θέση των ηρώων: αυτό μπορεί να συμβεί στον κάθε τόπο, σε κάθε στιγμή, στην κάθε οικογένεια.
Είναι πράγματι μέσα από μια οικογένεια του Δουβλίνου που αποκτά πρόσωπο η ιστορία, την οικογένεια Στακ, αποτελούμενη από τον πατέρα Λάρι, δάσκαλο και συνδικαλιστή στο Σωματείο Διδασκάλων Ιρλανδίας, από τη μητέρα Άιλις, επιστήμονα μοριακή βιολόγο, στέλεχος εταιρείας, και τα τέσσερα παιδιά τους, τον δεκαεξάχρονο Μαρκ, τελειόφοιτο του σχολείου, που φιλοδοξεί να γίνει γιατρός, τη δεκατετράχρονη Μόλι, τον δωδεκάχρονο Μπέιλι και τον λίγων μηνών Μπεν, που έφτασε απρογραμμάτιστα στη ζωή τους. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση εστιάζει στην Άιλις, καθώς είναι εκείνη που σηκώνει το βάρος της οικογένειας, όταν ήδη από την αρχή της ιστορίας ο άντρας της εξαφανίζεται μετά από την επίσκεψή του στην αστυνομία που τον αναζητά. Ούτως ή άλλως η Άιλις ανταποκρινόταν στους πολλαπλούς ρόλους της γυναίκας, στη φροντίδα όλων -είναι χαρακτηριστικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον για τον τρόπο της εξιστόρησης ότι τα υψηλά προσόντα της γυναίκας και η σημαντική θέση της στην εργασία αποκαλύπτονται πολύ αργά στο έργο, καθώς αρχικά εμφανίζεται κυρίως με τον ρόλο της αφοσιωμένης μητέρας και συζύγου. Στο μεταξύ, όχι απλώς δεν υπάρχει κανένα ίχνος ζωής του Λάρι, αλλά η κατάσταση τόσο στη χώρα όσο και στην οικογένεια σκοτεινιάζει ολοένα. Όλα τα μέλη της θίγονται και βρίσκονται σε αδιέξοδο και η Άιλις παλεύει να συντηρήσει τη συνοχή της, ενώ μάλιστα έχει από καιρό αναλάβει και τη φροντίδα του πατέρα της, που σιγά σιγά περνά σε κατάσταση άνοιας, καθώς η μητέρα της έχει πεθάνει και η αδελφή της ζει με την οικογένειά της στον Καναδά.
Το δίπατο σπίτι με όλα του τα καλά, η αυλή με τις κερασιές και την αιώρα, δεν είναι πια καταφύγιο, δεν είναι πια εστία, αλλά χώρος φόβου, το έδαφος υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους. Κάτι σκοτεινό, κάτι κακό έχει μπει μέσα στο σπίτι.
Ο μεγάλος γιος καλείται προώρως σε στράτευση, κρύβεται, εν συνεχεία κατατάσσεται στους αντάρτες και επίσης χάνεται. Γιατί στη συνταρακτική εκτύλιξη της υπόθεσης, η πολιτική κατάσταση επιδεινώνεται ολοένα, η χώρα χάνει κάθε έννοια ελευθερίας και δικαιωμάτων, μέχρι που φθάνει στον πόλεμο, την ανοιχτή σύρραξη μεταξύ κυβερνητικού στρατού και ανταρτών, που ωστόσο δεν διαφέρουν στη συμπεριφορά, καθίστανται εξίσου επικίνδυνοι για τους πολίτες στη θέση της όποιας εξουσίας ασκούν– έτσι κι αλλιώς δεν τίθεται κάποιο ιδεολογικό περίβλημα.
Καταγράφεται η αλλαγή της συμπεριφοράς των γύρω, στη γειτονιά, στη δουλειά, οι απολύσεις, οι εξαφανίσεις, οι ελισσόμενοι και ανερχόμενοι, ο χασάπης που δεν σου δίνει κρέας και σε αγνοεί, αυτοί που σου καταστρέφουν το αυτοκίνητο, κι οι άλλοι που σου στέκονται, οι ομοιοπαθείς, οι ανθρώπινοι. Την ίδια ώρα είναι διαρκής η κλιμάκωση των αρνητικών συνθηκών, από την έλλειψη ενημέρωσης, την έλλειψη ρεύματος, τροφίμων και νερού, στη φυγή και την προσφυγιά, παρότι την ίδια ώρα παραμένουν νησίδες ανθρωπιάς.
Το όλο σκηνικό είναι μεν φανταστικό πλην ρεαλιστικό. Πολιτικό, αλλά και βαθιά ανθρώπινο, με εξωτερική και εσωτερική ένταση να πλημμυρίζει το βιβλίο, με τον πόνο να διαποτίζει τους τοίχους του σπιτιού, τις ίνες του κορμιού. Μέσα σε/και από αυτόν τον πόνο αναδύεται ένας σπουδαίος λογοτεχνικός χαρακτήρας, που οικοδομείται αριστοτεχνικά: η κεντρική ηρωίδα, η Άιλις, που τη βλέπουμε να γίνεται πραγματική ηρωίδα ζωής, να αντλεί από απύθμενα βάθη μια ανεξάντλητη ψυχική και σωματική δύναμη, καθώς εξελίσσεται σταδιακά, αποκτώντας σιγά σιγά και αγωνιστικά χαρακτηριστικά, που αρχικά δεν υιοθετούσε.
Παρακολουθούμε τη δυσκολία των επιλογών, τα διλήμματά της -τίποτε δεν είναι εύκολο. Για παράδειγμα, αρχικά αρνείται να εγκαταλείψει τη χώρα παρότι της προσφέρεται μια τέτοια ευκαιρία. Κι αν ως αναγνώστες σκεφτόμαστε ίσως «μα γιατί δεν φεύγει;», καταλαβαίνουμε εντέλει ότι για την ίδια δεν είναι μόνον οδυνηρή μια τέτοια απόφαση, αφού θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει όχι απλώς το σπίτι της, μα και τον κόσμο της, αλλά κυρίως ότι είναι ανήθικη, αφού νιώθει πως έτσι εγκαταλείπει τον άντρα της και τον γιο της – ποιον θα βρουν όταν γυρίσουν; Κι όταν στο τέλος αναγκάζεται να το κάνει με τις χειρότερες δυνατές προϋποθέσεις και με ακόμα μεγαλύτερες απώλειες, ξέρουμε ότι ουσιαστικά μόνον έτσι «αποφασίζεται» η προσφυγιά, ως έσχατη λύση, ως μη λύση, όταν δεν έχεις πια τίποτα, όταν έχεις απεκδυθεί την ταυτότητά σου, όταν έχει ολοκληρωτικά αλλάξει ο κόσμος σου, όταν δεν αναγνωρίζεις τη ζωή σου. Παρ’ όλ’ αυτά, η ίδια αυτή συνθήκη προετοιμάζει μ’ έναν τρόπο και την ελπίδα, όπως ίσως κάθε τέλος: «…και βλέπει πώς από τον τρόμο γεννιέται συμπόνια και από τη συμπόνια αγάπη και με την αγάπη ο κόσμος μπορεί να σωθεί ξανά…».
Από τα πιο δυνατά, ωστόσο, στοιχεία του βιβλίου είναι η γραφή του, η γλώσσα του, το ύφος του, ο υποδειγματικός ρυθμός του, ο τρόπος που κάνει τα αόρατα ορατά, που καθιστά υλικά τα άυλα, που δίνει πραγματική, υλική υπόσταση στα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις διαθέσεις, τις λέξεις. Ιδιαίτερα ελκυστικά τα λυρικά του κομμάτια, τα ποιητικά. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση ενσωματώνει τον ευθύ λόγο σε μια πυρακτωμένη μακροπερίοδη ασθματική γραφή, που απεικονίζει την ασθμαίνουσα κατάσταση των ηρώων.
Νιώθει την τρεμούλα που έρχεται, τη νιώθει μέσα στην καρδιά της, ξέρει ότι θα ΄ρθει, η φρίκη κι η αγανάκτηση, βγαίνει ορμητικά από το βουβό χώμα, ξεχειλίζει από τα στόματά τους.
Μακάρι να ξυπνούσε χωρίς όνειρα, να μπορούσε να χώσει το χέρι της και να βγάλει από μέσα της αυτή την αίσθηση της νύχτας, γιατί κάτι από τη νύχτα παραμένει κάθε πρωί μέσα της, σαν κατακάθι μέσα στο αίμα της…
Ο συγγραφέας έχει έναν τρόπο να σχηματίζει πάνω στα πράγματα, αλλά και μέσα μας, μια κρούστα πόνου. Και πώς να ξύσεις αυτή την κρούστα έστω και μετά το τέλος του βιβλίου, που στην πραγματικότητα δεν τελειώνει, παρά απλώς σταματά, ενώ η ιστορία παραμένει σε εξέλιξη. Η δεξιοτεχνική αφήγηση σφίγγει σιγά σιγά τον κλοιό, σφίγγει σταδιακά αλλά προδιαγεγραμμένα, με σίγουρα βήματα την ψυχή. Παγιδεύεσαι με προθυμία σε έναν κόσμο που ζει αγκαλιά με τον θάνατο, τόσο μακρινό, τόσο κοντινό, βιώνεις τη μέγγενη που σφίγγει τους ήρωες. Το βιβλίο σε προετοιμάζει από την αρχή γι’ αυτή τη σταδιακή επιδείνωση, για την προϊούσα αφαίρεση όλων των ελευθεριών, ακόμα και της ζωής.
Είναι αυτή η επαναλαμβανόμενη κατάσταση που έχουν τραγουδήσει οι προφήτες, ότι ο κόσμος τελειώνει μόνο τοπικά, «ο ήλιος που βυθίζεται στη γη καταμεσήμερο σκοτεινιάζοντας τον κόσμο» συμβαίνει σε κάποιους και όχι σε όλους, για τους άλλους είναι απλώς μια είδηση, μια προειδοποίηση. Όμως κανονικά πρέπει να ξέρεις πως ό,τι συμβαίνει στους άλλους μπορεί να συμβεί και σε σένα, πρέπει να μάθεις να ακούς το τραγούδι του προφήτη.
Οδυνηρά μαθήματα αφύπνισης από έναν μεγάλο συγγραφέα. Μια αίσθηση καθήκοντος απέναντι στη δημοκρατία και την περιφρούρησή της. Και ταυτόχρονα μια πίστη στη δύναμη του ανθρώπου, μια βαθιά υπόκλιση στην αγάπη και την αφοσίωση.
Αυτό που βλέπει μπροστά της είναι η ιδέα ενός κόσμου που βουλιάζει μέσα σε ξένη, σκοτεινή θάλασσα. Τον αγκαλιάζει, προσπαθεί με τα μουρμουρητά της να ξαναχτίσει για τον γιο της τον παλιό κόσμο των νόμων, που κείτεται συντρίμμια στα πόδια του, διότι τι είναι ο κόσμος για ένα παιδί όταν ο πατέρα του εξαφανίζεται χωρίς λόγια; Ο κόσμος γίνεται χάος, η γη κάτω απ’ τα πόδια σου πετάει και φεύγει, μαύρος ήλιος ακτινοβολεί μέσα στο κεφάλι σου.
Γιούλη Χρονοπούλου