Για τον Γιωργή
Κάθε πρωί που έστρωνε το κρεβάτι αναθεμάτιζε γι’ αυτή τη γούβα στο καινούργιο τους στρώμα. Και στενοχωριόταν διπλά όχι μόνο γι’ αυτό το ανεπιθύμητο κοίλωμα, μα προπάντων γιατί ήταν εκείνη που επιδίωξε με επιμονή αυτή την αγορά. Είχε δεινοπαθήσει να πείσει τον άντρα της ν’ αλλάξουν κρεβάτι, μετά από 25 χρόνια γάμου. Εκείνος δεν θεωρούσε ότι υπήρχε κάποιος λόγος να το κάνουν – το κρεβάτι έμοιαζε ακόμα όμορφο και το στρώμα γερό. Εκείνη όμως δεν άντεχε πια να το βλέπει. Είχε κουραστεί, ήθελε μια αλλαγή. Με τα πολλά, τον έπεισε. Παράγγειλαν το καινούργιο όλο προσδοκία, πιο μοντέρνο, πιο φρέσκο, υποσχετικό μιας γενικότερης ανανέωσης. Μαζί με το κρεβάτι, ωστόσο, ήρθε και η απογοήτευση. Το χρώμα του δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχαν παραγγείλει, αλλά το κατάπιαν. Το νέο στρώμα ήταν αρκετά πιο ψηλό από το παλιό και υποχρεώθηκαν ν’ αλλάξουν και τα σεντόνια, ώστε να το καλύπτουν. Κυρίως, όμως, άρχισε αμέσως να σχηματίζει ένα γούβωμα -και αντίστοιχα ένα περίεργο φούσκωμα- στη μεριά του άντρα της, κάτι σαν το καλούπι του σώματός του, μολονότι δεν ήταν ούτε βαρύς ούτε άτσαλος. Αυτό άλλωστε δεν είχε συμβεί ποτέ με το παλιό τους στρώμα. Εκείνη πάλευε κάθε πρωί να εξαφανίσει αυτή τη δυσαρμονία, χτυπώντας το στρώμα για να φουσκώσει και τραβώντας το για να ισιώσει. Δεν ήθελε να του το πει, γιατί ντρεπόταν για την αποτυχία μετά την τόση επιμονή της για την αλλαγή, θα ήταν σα να ομολογούσε το λάθος της, κι έτσι δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε την εγγύηση. Και είχε πράγματι μετανιώσει – μια χαρά ήταν τελικά η παλιά τους κρεβατοκάμαρα. Όσο μπορούσε, τέλος πάντων, το κάλυπτε, αφού -ευτυχώς- το στρώσιμο του κρεβατιού ανήκε στον δικό της καταμερισμό των οικιακών εργασιών. Συνήθιζε να το κάνει όσο ο άντρας της ετοίμαζε το πρωινό. Κι η αλήθεια είναι πως εκείνος δεν φάνηκε να το έχει αντιληφθεί. Απεναντίας, μάλλον ευχαριστιόταν το καινούργιο του ψηλό στρώμα, που του επέτρεπε να αγναντεύει ξαπλωμένος τη θέα από το παράθυρο, κι επέλεγε να πλαγιάζει και το μεσημέρι στο κρεβάτι, αντί για τον καναπέ, όπως συνήθιζε παλιότερα.
Ήταν ακριβώς εκεί, στη μεριά του στο κρεβάτι, που τον βρήκε εκείνο το απόγευμα, γυρίζοντας αργοπορημένη από τη δουλειά – κάτι έκτακτο είχε συμβεί στο γραφείο. Ακίνητο και με ανοιχτά μάτια ν’ αγναντεύει, χωρίς να βλέπει, απέναντι. Οι φωνές, η κλήση του ασθενοφόρου, οι προσπάθειες ανάνηψης, μάταια όλα. «Απροσδιόριστης αιτιολογίας αιφνίδιος θάνατος» έγραφε η λιτή και καθόλου διαφωτιστική ιατροδικαστική ανακοίνωση.
Τώρα αγωνίζεται με κάθε τρόπο να διατηρήσει αυτή την ανωμαλία του στρώματος, το βαθούλωμα και το φούσκωμα, τα αγγίζει απαλά, τα χαϊδεύει τα βράδια με τρυφερότητα, τα αγκαλιάζει με στοργή, στρώνει το κρεβάτι με προσοχή, με ευλάβεια, θέλοντας να συντηρήσει για πάντα, αν γίνεται, το αποτύπωμα του σώματός του πλάι της και συχνά μονολογεί: «Αχ, ευτυχώς που αγοράσαμε αυτό το στρώμα!».
Βιογραφικό: