You are currently viewing Γιούλη Ζαχαρίου: Είμαι Ακόμη Εδώ (2025) του Walter Salles

Γιούλη Ζαχαρίου: Είμαι Ακόμη Εδώ (2025) του Walter Salles

Η νέα ταινία ‘’I am Still Here’’ του πολύ καλού Βραζιλιάνου σκηνοθέτη Walter Salles (‘’Κεντρικός Σταθμός’’1998, ‘’Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας’’ 2004) έρχεται στην κατάλληλη στιγμή, όταν στη Βραζιλία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο εξακολουθούν να πλανώνται τα φαντάσματα του αυταρχισμού και του φασισμού. Το σενάριο αναφέρεται στη δεκαετία του 1970, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1964-1985) και συγκεκριμένα στην πραγματική ιστορία της ‘’εξαφάνισης’’ του πρώην βουλευτή Rubens Paiva και των επιπτώσεων του τραγικού γεγονότος στην οικογένεια του, όπως την κατέγραψε αργότερα ο γιος του Marcelo στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του ‘’Happy Old Year’’. Η ταινία έχει ήδη κερδίσει 41 νίκες και 3 οσκαρικές υποψηφιότητες – καλύτερης ταινίας, καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και Α’ γυναικείου ρόλου για την εκπληκτική Fernanda Torres.

Η μεσοαστική επταμελής οικογένεια του πρώην βουλευτή (που στην αρχή της δικτατορίας φυλακίστηκε, αργότερα αποφυλακίστηκε και έκτοτε ιδιώτευσε) ζει στο υπέροχο σπίτι της στην παραλία του Ρίο ντε Τζανέιρο, απολαμβάνοντας μια προνομιακή ζωή που απεικονίζει την ευμάρεια και την καλλιέργεια που χαρακτήριζε την αστική τάξη στη Βραζιλία από τη δεκαετία του ’60. Η δικτατορία δε μοιάζει να ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη σύζυγο και τα πέντε παιδιά, αποτελεί γι’ αυτούς μια μέτριας έντασης ενόχληση και ανησυχία, συνεχίζουν μέσα σε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας την ανέμελη καθημερινότητα τους· οι φωτογραφίες και τα βίντεο που απαθανατίζουν τις χαρούμενες στιγμές τους θα γίνουν αργότερα οι πολύτιμες αναμνήσεις τους, θα τροφοδοτήσουν  τη νοσταλγία, θα αποτελέσουν το μόνο υλικό ενάντια στον χρόνο και τη λήθη, όταν η ζωή τους θα ανατραπεί.

Η ανατροπή συμβαίνει με την αναπάντεχη για την οικογένεια σύλληψη του Rubens, που εξελίσσεται σε μόνιμη ‘’εξαφάνιση’’ – την πάγια τακτική εξόντωσης των δικτατοριών, στη Βραζιλία ο αριθμός των ‘’εξαφανισμένων’’ έφτασε τους 475 . Το αρχικό συναισθηματικό σοκ όλων ακολουθεί μια αγωνιώδης αναμονή, κι αυτήν μια βίαιη ανάκριση της μητέρας, της Eunice, που πλέον συνειδητοποιεί ότι κανείς δεν είναι ασφαλής σε ένα δικτατορικό καθεστώς. Η ικανοποιημένη από τη ζωή της ανέμελη αστή μεταμορφώνεται σε μια γυναίκα με τεράστιες ευθύνες, ψύχραιμη, ικανή, αξιοπρεπή, ακόμη και επιθετική, που παρά τον φόβο και την αβεβαιότητα, βάζει στόχο να διατηρήσει μια αίσθηση κανονικότητας για τα παιδιά της θεραπεύοντας κατά το δυνατόν την τραυματική εμπειρία τους, να ανακαλύψει τι ακριβώς συνέβη στον άνδρα της και να πείσει με άκαμπτη επιμονή το καθεστώς να ομολογήσει την απαγωγή και τον φόνο του. Η πιστοποίηση του θανάτου δίνει τέλος σε ένα ψυχολογικό μαρτύριο ετών.

Υποθέτω ότι το σενάριο υιοθετεί, κι ας μη γίνεται αυτό φανερό στην ταινία,  την οπτική του βιβλίου του Marcelo, του γιου που καταγράφει με συναισθηματική  φόρτιση την περιπέτεια της οικογένειας του –  οπτική που συμμερίζεται και ο ίδιος ο Salles, εφόσον στα εφηβικά του χρόνια έζησε τα γεγονότα ως φίλος και γείτονας της οικογένειας. Έχω την εντύπωση ότι σε αυτή την ταύτιση της οπτικής οφείλονται τόσο τα δυνατά σημεία της ταινίας όσο και οι κάποιες αδυναμίες της.

Ο σκηνοθέτης αποδίδει εκπληκτικά την ατμόσφαιρα της εποχής, τη βραζιλιάνικη ιδιοσυγκρασία, την ξεγνοιασιά μιας κοινωνικής τάξης που έχει την πολυτέλεια, εν μέσω του πολιτικού και κοινωνικού ζόφου,  να απολαμβάνει πολύπλευρα τη ζωή. Εξίσου επιτυχημένα αποδίδεται και η βίαιη αλλαγή των κεκτημένων της οικογένειας, όταν ‘’το κακό χτυπήσει και τη δική τους πόρτα’’, όταν οι πολιτικές συνθήκες επιδράσουν καταλυτικά στην ιδιωτική τους ζωή. Ο Salles συνυφαίνει το πολιτικό σκέλος με την οικογενειακή τραγωδία, δίνοντας όμως έμφαση στη δεύτερη, στις ψυχολογικές επιπτώσεις του συστήματος καταστολής στα μέλη της οικογένειας και στη μελέτη του χαρακτήρα μιας αδάμαστης, αξιοθαύμαστης γυναίκας, εξασφαλίζοντας τη συναισθηματική συμμετοχή του θεατή χωρίς να την εκβιάζει.

Οι προτεραιότητες που επιλέγει η οπτική του Marcelo και του Salles αναγκαστικά υποβιβάζουν κάπως την πολιτική παράμετρο·
για παράδειγμα, οι τίτλοι τέλους πληροφορούν τον θεατή ότι η Eunice δεν περιορίστηκε στα μητρικά καθήκοντα και στην έρευνα για τον άνδρα της, αλλά φοίτησε εκ των υστέρων στη Νομική σχολή, έγινε δικηγόρος και ακτιβίστρια και αφιέρωσε τη ζωή της στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η επιλογή να μην ασχοληθεί η ταινία με αυτή την πλευρά της ηρωίδας, απομειώνει, κατά τη γνώμη μου, το πολιτικό μήνυμα αλλά και την ίδια την προσωπικότητα της.

Η συναισθηματική εστίαση του γιου στην οικογένεια του και ειδικά στη μητέρα του έχει ως συνέπεια μια τάση εξιδανίκευσης τους που αποκλείει τις φωτοσκιάσεις, τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις γκρι αποχρώσεις στην τέλεια εικόνα τους, γεγονός που, κατά τη γνώμη μου, αποδυναμώνει το δραματικό βάρος της ταινίας. Οι έξοχες αναφορές στις φωτογραφικές αναμνήσεις, που διατρέχουν την ταινία ως το τέλος, φέρνουν κάποια στιγμή τον θεατή στην αμήχανη θέση να αναρωτιέται πώς λειτουργεί  η έντονη νοσταλγία των ανέμελων χρόνων από τη στιγμή που αυτά συμπίπτουν με την εποχή του κρατικού τρόμου.

Η ταινία επιβεβαίωσε τη σταθερή θέση μου ότι οι άνθρωποι αφυπνίζονται και αντιδρούν ενάντια στην καταστολή και την αδικία μόνο όταν γίνονται οι ίδιοι θύματα τους ή όταν, έστω,  ταυτίζονται συναισθηματικά με τα θύματα φοβούμενοι ότι θα μπορούσαν να είναι στη θέση τους. Δεν υποτιμώ αυτή την αντίδραση, όπως δεν υποτιμώ και οποιοδήποτε κίνητρο μπορεί να ανατρέψει το κλίμα της αποστασιοποιημένης και απαθούς ιδιώτευσης μέσα σε συνθήκες πολιτικής νοσηρότητας. Εξακολουθώ όμως να πιστεύω ουτοπικά ότι, μόνο όταν οι άνθρωποι γίνουν ικανοί να ευαισθητοποιηθούν και να διεκδικήσουν το δίκιο του Άλλου, ακόμη και όταν για τους ίδιους είναι εξασφαλισμένο, δικαιούμαστε να έχουμε ελπίδες για το μέλλον.

 

 

Γιούλη Ζαχαρίου

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.