Όταν ένας σκηνοθέτης επιχειρεί το επισφαλές εγχείρημα να ασχοληθεί με κάποιο λογοτεχνικό έργο, αυτομάτως μέρος των θεατών γίνεται καχύποπτο – και συχνά καθόλου άδικα. Αναμενόμενο λοιπόν ήταν, η καχυποψία, ειδικά των την Λογοτεχνία παροικούντων, να εξελιχθεί σε εκ προοιμίου άρνηση, όταν η γνωστή σκηνογράφος-ενδυματολόγος Εύα Νάθενα επιχειρεί να προσεγγίσει το κορυφαίο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – έργο με βαρύτατο λογοτεχνικό εκτόπισμα, με το οποίο πολλοί από τους αναγνώστες του είναι συνδεδεμένοι με δεσμούς αίματος.
Η Εύα Νάθενα δηλώνει σαφώς ότι η ταινία της εμπνέεται από την νουβέλα του Παπαδιαμάντη και δεν αποτελεί πιστή μεταφορά της στην οθόνη. Συνειδητά και ρητά επεμβαίνει στο κείμενο δίνοντας έμφαση, διευρύνοντας, παραλείποντας ή και παραλλάσσοντας στοιχεία του κειμένου. Θεωρώ θεμιτή και σεβαστή την πρόθεση της Νάθενα ‘’να εμπνευστεί από το λογοτεχνικό έργο και να το προσεγγίσει με τα εργαλεία που της δίνουν η σύγχρονη ιστοριογραφία, κοινωνιολογία και ψυχολογία’’ και προσωπικά δε μπαίνω καν στη διαδικασία σύγκρισης με το πεζογράφημα. Μια σύγκριση θα είχε ίσως νόημα, αν η σκηνοθέτις επέλεγε να το μεταγράψει πιστά στην οθόνη, παρόλο που και τότε η σύγκριση θα ήταν άσκοπη, γιατί τα εκφραστικά μέσα των δύο τεχνών είναι εντελώς διαφορετικά και θα έλειπε εκ των πραγμάτων ο ανεπανάληπτος λόγος του Παπαδιαμάντη, που είναι το μεγάλο έλλειμμα σε κάθε προσπάθεια πιστής μεταγραφής.
Η υπόθεση είναι λίγο-πολύ γνωστή και τοποθετείται σε ένα νησί των αρχών του 20ου αιώνα · η Φραγκογιαννού, μια χήρα μαία που ανέθρεψε σχεδόν μόνη της τα επτά παιδιά της, έχει βιώσει στον εαυτό της και στο περιβάλλον της την οικονομική ανέχεια, την αγριότητα των κοινωνικών επιταγών της εποχής και την καταπίεση και υποτίμηση σε βάρος του γυναικείου φύλου. Η στέρηση της αγάπης από τη σκληρή και ψυχρή μητέρα της, η ωμή αγοροπωλησία της προίκας που υπέστη στον γάμο της, η καθημερινή βία και κακοποίηση στο περιβάλλον της, την έφτασαν στο σημείο να θεωρεί τη γυναικεία ύπαρξη ασήκωτο βάρος και να αναλάβει ως χρέος της να απαλλάξει από το βάρος αυτό τα μικρά κορίτσια αφαιρώντας τους τη ζωή. Τη βαριά σκυτάλη της γυναικείας μοίρας που παρέλαβε από τις παλαιότερες γυναίκες, αρνείται να την παραδώσει στις νεότερες, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο τις απελευθερώνει.
Η ταινία έχει διατηρήσει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αίτια των φόνων – το ατομικό και συλλογικό τραύμα – προσδίδοντας μια έντονη ψυχαναλυτική διάσταση στα δεύτερα, με την έμφαση στην τραυματική σχέση μητέρας-κόρης (‘’χάιδεψε με, φίλησε με, δε μ’ αγαπάς;’’). Η Φραγκογιαννού, αυτή η βασανισμένη γυναίκα που δεν ξεπέρασε ποτέ το παιδικό/εφηβικό τραύμα της, φτάνοντας στην απελπισία και στην παράνοια, σκοτώνει στο πρόσωπο των συγκεκριμένων θυμάτων της το φύλο της, τη γυναικεία υπόσταση – κι αυτό είναι σπαρακτικό.
Πολλές συζητήσεις έχει εγείρει το τέλος της ταινίας, προφανώς επειδή έχει διαφοροποιηθεί από αυτό της νουβέλας και θεωρήθηκε από κάποιους ότι προδίδει το πνεύμα του συγγραφέα. Ο Παπαδιαμάντης, με τη σκευή που φέρει ως προσωπικότητα και ως τέκνο του περιβάλλοντος και της εποχής του, έπλασε μια γυναίκα θύμα και θύτη μαζί, σε εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στις τύψεις για την αμαρτία της και σε αυτό που θεωρούσε ως ηθικό της καθήκον, και παρέδωσε την ηρωίδα του στη θεία και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη – ιδανική, συγκλονιστική κατάληξη του αναγνώσματος, δεδομένου ότι ο καθαρμός, η λύτρωση δια του νερού αποτελεί παλαιά παράδοση. Η Νάθενα, προσεγγίζοντας την ηρωίδα με σύγχρονη οπτική, επιλέγει να τονίσει στην καταληκτική σκηνή, τις δύο παραμέτρους που θεωρεί καθοριστικές: την ψυχολογική, δηλ. το μητρικό τραύμα, απολύτως συνδεδεμένο με την έμφυλη ταυτότητα – γι’ αυτό και ο ταυτόχρονος με την αυτοκτονία ‘’φόνος της μάνας’’, και την κοινωνική παράμετρο, με τα τελευταία (και στη νουβέλα) λόγια της Φραγκογιαννούς ‘’Ω, να το προικιό μου’’ – συνδέοντας το τέλος της με την κοινωνική θέση των γυναικών, το θεσμό της προίκας και τους εξαιτίας του υπαρκτούς τότε φόνους κοριτσιών με τη συγκατάθεση του πατέρα. Προσωπικά δε βλέπω, παρά την αλλαγή, να προδίδεται το πνεύμα του συγγραφέα.
Θαύμασα την εικαστική τελειότητα των πλάνων της ταινίας, το καθένα κι ένας πίνακας υψηλής αισθητικής που μαρτυρά το σκηνογραφικό ταλέντο της Νάθενα και την μεγάλη πείρα της. Θαύμασα επίσης την υπέροχη φωτογραφία και το εξαιρετικά μελετημένο καστ. Επιλέχθηκαν σπουδαίοι ηθοποιοί που είναι κύριοι των εκφραστικών τους μέσων, με προεξάρχουσα την Καραμπέτη, της οποίας η κίνηση, ειδικά στις εξωτερικές λήψεις, είναι μοναδική. Η ένσταση μου είναι ότι το θεατρικό παρελθόν της σκηνοθέτιδας καθορίζει συχνά τη σκηνοθεσία της, σε κάποιες στιγμές είχα την εντύπωση ότι παρακολουθώ θεατρική παράσταση. Ειδικά σε αρκετές σκηνές εσωτερικών χώρων, η θεατρικότητα και ένα ελαφρώς τελετουργικό ύφος λειτουργούν σε βάρος του κινηματογραφικού ρυθμού, της φυσικότητας στην κίνηση και στις αντιδράσεις, ακόμη και της εκφοράς του λόγου. Είχα την αίσθηση ότι τα πάντα, από τα μικροαντικείμενα μέχρι την παραμικρή κίνηση των ηρώων, έχουν στηθεί και καθοριστεί από έναν ακριβή και λεπτολόγο θεατρικό σκηνοθέτη.
Η ιδανική μεταγραφή της Λογοτεχνίας στον Κινηματογράφο είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτή που δεν έχει φιλοδοξίες πιστότητας, αλλά προβάλλει ελεύθερα το όραμα που γεννήθηκε στο μυαλό του σκηνοθέτη από την προσέγγιση και μελέτη του λογοτεχνικού έργου, από τις εικόνες που σχημάτισε, από το αίσθημα που τον κατέκλυσε. Ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης δε διστάζει να παρεκκλίνει από το πρωτότυπο ή και να το ανατρέπει, ακόμη κι αν πρόκειται για αριστούργημα, και να παραδίδει ένα έργο προσωπικό και αυτόνομο, που θα διατηρεί ή θα διευρύνει το πνεύμα του συγγραφέα ή και θα ανοίγει ένα διάλογο μαζί του. Είναι μια ευεργεσία για την ίδια την τέχνη και για το κοινό της, όταν από τη μήτρα ενός σπουδαίου έργου προκύπτει ένας νέος καρπός, μια νέα ζωή· και είναι ίσως και μια ευκαιρία να αναζητήσει κανείς ακόμη μια φορά τη θαλπωρή και την οικειότητα της μήτρας.