Η τελευταία ταινία του Γ. Λάνθιμου έφτασε στις οθόνες με νωπές ακόμη τις αντιφατικές εντυπώσεις των θεατών από την προτελευταία του, επομένως με οξυμμένη την περιέργεια τους ή με αυξημένες τις προσδοκίες τους. Προσπαθώντας λοιπόν να μαντέψω, μετά τη θέαση της ταινίας, τις αντιδράσεις, κατέληξα ότι οι παλιοί πιστοί του θα ανακουφίστηκαν που δεν απαρνήθηκε τον σταθερό μέχρι και τον ‘’Θάνατο του Ιερού Ελαφιού’’ συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου, εξακολουθεί να είναι weird και δεν προτίθεται να υποκύψει στις απαιτήσεις του μεγάλου κοινού· αντιθέτως οι όψιμοι θαυμαστές του θα μετεωρίζονται μεταξύ κεκτημένου από το ‘’Poor Things’’ ενθουσιασμού, αμηχανίας και θυμωμένης απόρριψης. Προσωπικά, δεν εντάσσω τον εαυτό μου σε κάποια κατηγορία θεατών και δεν κρίνω τις ταινίες του με κριτήριο το weird· άλλωστε βρήκα ενδιαφέρουσες, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο, όλες τις ταινίες του, ακόμη κι αν το σινεμά του δεν είναι στις πρώτες προτιμήσεις μου.
Ένα τρίπτυχο αυτοτελών μεσαίου μήκους ταινιών συναποτελούν την τελευταία παραγωγή του, ‘’ΕΙΔΗ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ’’ (Kinds of Kindness) – που αιφνιδιάζει στην έναρξη με το τραγούδι ‘’Sweet Dreams’’ και τους δυσοίωνους αλλά απόλυτα ενδεδειγμένους για την ταινία στίχους του. Η πρώτη ιστορία, ‘’Ο θάνατος του RMF’’, έχει ως ήρωα τον Ρόμπερτ, ένα στέλεχος μεγάλης εταιρείας, ο οποίος δέχεται οικειοθελώς να ποδηγετείται τόσο στην καθημερινότητα του όσο και στις σημαντικές επιλογές του από τον εργοδότη του και η απόπειρα απεξάρτησης του θα έχει συνέπειες απρόβλεπτες. Στη δεύτερη, ‘’Ο RMF πετάει’’, ένας αστυνομικός, ο Ντάνιελ, μετά τη διάσωση της συζύγου του Λιζ από ένα δυστύχημα και την επιστροφή της, την υποδέχεται με καχυποψία και την υποβάλει σε συνεχείς οδυνηρές δοκιμασίες για να διαπιστώσει την ταυτότητα της. Στην Τρίτη, ‘’Ο RMF τρώει ένα σάντουιτς’’, η Έμιλυ εγκαταλείπει την οικογένεια της, γίνεται μέλος μιας αίρεσης και μαζί με τον συνεργάτη της Άντριου, αναζητούν τη χαρισματική γυναίκα που μπορεί να ανασταίνει νεκρούς· όμως η σύνδεση της με την οικογένεια της δεν έχει κοπεί εντελώς.
Οι τρεις ιστορίες, εντελώς ανεξάρτητες σεναριακά, παρουσιάζουν σημεία εμφανούς συνεκτικότητας. Ο RMF των τίτλων, ένας ανθρωπάκος σε ρόλο τριταγωνιστή, διατρέχει και τις τρεις ιστορίες, ενώ το πεπρωμένο του εξυφαίνεται μεν από άλλους, αλλά όχι εντελώς ερήμην του, εφόσον αποδέχεται στην αρχή εθελουσίως τον σχεδιασμό του θανάτου του, με εντελώς απρόβλεπτη κατάληξη στην τρίτη ιστορία για τον ίδιο – και όχι μόνο· η παρουσία του είναι και το μόνο στοιχείο που προσδίδει μια γραμμική χρονική συνέχεια στις τρεις ιστορίες. Οι ίδιοι ηθοποιοί (εκπληκτικός στις μεταμορφώσεις του ο Jesse Plemons) εμφανίζονται και στα τρία μέρη σε διαφορετικούς ρόλους, οπότε ρόλοι και ηθοποιοί δεν ταυτίζονται, λειτουργούν όμως ως ένα είδος θιάσου, όπου ο κάθε ηθοποιός φαίνεται να υποδύεται διαφορετικούς ρόλους σε μια ενιαία παράσταση. Οι αγχώδεις συνθέσεις και οι ελληνόγλωσσες χορωδιακές ψαλμωδίες του Jerskin Fendrix υπογραμμίζουν αναλόγως την άλλοτε υποφώσκουσα και άλλοτε κραυγαλέα ένταση των τριών ιστοριών, ενισχύοντας την ανησυχητική ατμόσφαιρα. Άλλωστε στη σχεδόν τρίωρη διάρκεια της ταινίας είναι συνεχώς παρών ο κώδικας του σκηνοθέτη: οι ψυχροί χώροι, οι αποστασιοποιημένοι άνθρωποι, το νοσηρό κλίμα, οι συμβολισμοί και οι αλληγορίες, το ανορθόδοξο, λοξό χιούμορ του, η ειρωνεία και ο σαρκασμός του, η σκηνοθετική δεξιοτεχνία του.
Όμως το κύριο στοιχείο που εξασφαλίζει τη συνεκτικότητα της ταινίας είναι ο κοινός νοηματικός άξονας που διαπερνά τις τρεις ιστορίες. Η εθελούσια υποταγή σε διάφορες μορφές εξουσίας και σε σχέσεις καταστροφικής συνεξάρτησης, ο χειριστικός έλεγχος και η επιβολή που ασκείται σε αυτές, οι ακραίες δοκιμασίες της αφοσίωσης του άλλου, που αποδέχεται τον ρόλο του ενεργούμενου από απεγνωσμένη ανάγκη αποδοχής, η έως ταπείνωσης υποτέλεια, τα όρια της ανθρώπινης βούλησης, η ψευδαίσθηση της προσωπικής επιλογής, ο τρόμος μπροστά στην ελευθερία, είναι τα θέματα μιας ήδη υπαρκτής σήμερα δυστοπίας, στα οποία εστιάζουν και οι τρεις ιστορίες, με διαφοροποιημένο σε καθεμιά το κέντρο βάρους. Δεν είμαι σίγουρη αν ο τίτλος της ταινίας λειτουργεί μόνο ειρωνικά για να υποδηλώσει την ανθρώπινη βαρβαρότητα και σκληρότητα και αν δεν είναι ίσως και μια υπενθύμιση ότι αυτές πολύ συχνά εκκινούν από τις καλύτερες προθέσεις σύνδεσης και αγάπης. Αν δεχθούμε τον ορισμό του σπουδαίου Θανάση Ρεντζή ότι ‘’αφήγηση είναι η υπέρτατη μορφή άρθρωσης πολλαπλών περιεχομένων, ωστόσο κοινής αναφοράς και ομοιογενούς εκφοράς’’, η ταινία του Λάνθιμου ανταποκρίνεται με επάρκεια σε αυτόν και παρακολουθείται με ενδιαφέρον.
Το πρόβλημα παρουσιάζεται στην τρίτη ιστορία, στην οποία, σε αντίθεση με τις δυο πρώτες, συνωστίζονται πολλά θέματα, η εστίαση μετατοπίζεται συνεχώς από το ένα στο άλλο χωρίς αυτό να ολοκληρώνεται, με αποτέλεσμα, εγώ τουλάχιστον, να έχω δυσκολία σύνδεσης των επιμέρους και προσέγγισης και κατανόησης του όλου. Σκοτεινή και γριφώδης , δύσκολα προσπελάσιμη παρά τα ενδιαφέροντα θέματα που θίγει, η τρίτη ιστορία αφήνει μια επίγευση ανικανοποίητου στον θεατή – πιθανολογώ, και θυμού σε πολλούς.
Είναι γεγονός ότι δεν ήταν φιλόξενο το ‘’παλιό’’ σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμη Φιλίππου, προς το οποίο στρέφεται ξανά η τελευταία του ταινία, με νέους βέβαια όρους που υπαγόρευσε η στο μεταξύ διεθνής καταξίωση, με κάποια ίσως αλαζονεία και σίγουρα με πολύ λιγότερη αθωότητα σε σύγκριση με τις πρώτες ταινίες. Είναι ένα σινεμά κυνικό, αιχμηρό, συχνά ερμητικό· ένα σινεμά που ενοχλεί και ξεβολεύει τον θεατή, από το οποίο όμως προσωπικά δεν ένοιωσα ποτέ στο παρελθόν ξεκομμένη και ουδέτερη, πάντα ένοιωθα ότι με αφορούσε, δεν θεώρησα ποτέ εκείνες τις ταινίες στριφνές ή μηδενιστικές, αντιθέτως αναγνώριζα πάντοτε τον ανθρωποκεντρικό πυρήνα τους.
Αυτή όμως η ταινία, ανεξάρτητα από το δυσπρόσιτο τρίτο μέρος, μου φάνηκε ξένη και ‘’εχθρική’’, με άφησε να την παρακολουθώ με προσοχή αλλά αμέτοχη, χωρίς να ενδιαφέρεται αν θα συνδεθώ μαζί της. Μου έλειψε η συνενοχή με τον θεατή που επιδίωκαν οι παλιές ταινίες, η συναισθηματική εμπλοκή του στα συμβαίνοντα στην οθόνη, που – εγώ τουλάχιστον – τη βίωσα, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, σε όλες τις ταινίες του σκηνοθέτη, ακόμη και στις πρώτες, που και μόνο η ανοίκεια εκφορά του λόγου δεν ευνοούσε κάτι τέτοιο. Με ανησυχεί το γεγονός ότι είναι η δεύτερη συνεχόμενη (μετά το Poor Things) φορά που παρακολούθησα ταινία του με το ενδιαφέρον που παρατηρείς ένα εγχείρημα που όμως δεν ξέρεις πού ακριβώς αποσκοπεί.
ΥΓ. Ελπίζω να μην αιφνιδιάζω, αλλά συστήνω θερμά να δείτε το Ghost Dog: The Way of the Samurai (1999), το μικρό αριστούργημα του Τζιμ Τζάρμους, που παίζεται αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες.