Ο Πάπας είναι νεκρός. Τα εκκλησιαστικά πρωτόκολλα για την επιλογή του διαδόχου μπαίνουν αυτομάτως σε λειτουργία, με επικεφαλής τον κοσμήτορα Λόρενς, υπεύθυνο για τη διεξαγωγή των παπικών εκλογών. Οι καρδινάλιοι σπεύδουν από διάφορες χώρες και ηπείρους στο Βατικανό· το Κονκλάβιο, το συμβούλιο των 108 καρδιναλίων-εκλεκτόρων, συνεδριάζει στην Καπέλα Σιξτίνα εντελώς απομονωμένο από τον έξω κόσμο, μέχρι να επιλέξει μέσα από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες τον νέο Πάπα και να ανέβει επί τέλους από την καμινάδα ο αναμενόμενος άσπρος καπνός: ‘’έχουμε Πάπα’’!
Από τις πρώτες ήδη συνεστιάσεις στην κοινή τραπεζαρία γίνεται φανερό ότι οι καρδινάλιοι είναι διαχωρισμένοι ανάλογα με τη γλώσσα και την καταγωγή τους σε ομάδες, που σταδιακά διευρύνονται με βάση τις συντηρητικές ή φιλελεύθερες πεποιθήσεις τους. Τους επικρατέστερους υποψηφίους η σκηνοθεσία τους παρουσιάζει λιγότερο ως χαρακτήρες και περισσότερο ως σύμβολα των ιδεολογικών τάσεων στα πλαίσια του καθολικισμού. Ο αμερικανός καρδινάλιος Trembley βλέπει το αξίωμα ως πεδίο άσκησης εξουσίας· ο υπερσυντηρητικός Tedesco, είναι δογματικός και ισλαμοφοβικός, ενώ ο αφρικανός Adeyemi φιλόδοξος και ομοφοβικός· ο φιλελεύθερος Bellini υποστηρίζει την ανανέωση, ενώ ο νέος καρδινάλιος Benitez, νοτιοαμερικανός, διορισμένος πρόσφατα στο Αφγανιστάν, είναι για όλους άγνωστος.
Στην αρχή της διαδικασίας έρχεται η πληροφορία ότι ένας από τους επικρατέστερους δεν είναι κατάλληλος. Ο κοσμήτορας Λόρενς, έμπειρος στους μηχανισμούς του Βατικανού, ασκεί τα καθήκοντα του με αίσθημα ευθύνης, νηφαλιότητα και πειθαρχημένη επιφύλαξη, παρά την προσωπική κρίση πίστης στην εκκλησία και παρά τις έντονες αμφιβολίες που τον βασανίζουν, και δε διστάζει να παρακάμψει τους αυστηρούς κανόνες του πρωτόκολλου για να βρει την αλήθεια. Σιωπηλοί παρατηρητές των εξελίξεων οι καλόγριες, που με την καθοδήγηση της αδερφής Άγκνες φροντίζουν για τη διατροφή και διαμονή των καρδιναλίων.
Μέσα σε αυτό το τελετουργικό κλίμα, η ταινία αφηγείται μια ιστορία σαφώς εκκλησιαστικού χαρακτήρα, που συνδυάζει όμως όλα τα στοιχεία ενός καλοστημένου θρίλερ: μεσαιωνικό σκηνικό, σκοτεινή τεταμένη ατμόσφαιρα, πλοκή γεμάτη ανατροπές και εκπλήξεις· ο κοσμήτορας Λόρενς, ως άλλος ντέτεκτιβ, δεν ερευνά για τον δολοφόνο αλλά για τον πιο κατάλληλο νέο Πάπα, οι επικρατέστεροι καρδινάλιοι είναι οι ‘’ύποπτοι’’ ως την επόμενη ανατροπή που θα τους βγάλει έναν-έναν εκτός παιχνιδιού, ενώ αφθονούν οι αυτήκοοι μάρτυρες κατηγορίας, άλλοι αυτόκλητοι, άλλοι μετά από πίεση.
Πρόκειται για ένα παιχνίδι στρατηγικής, για ένα Survivor, στο οποίο οι συμμαχίες των καρδιναλίων αλλάζουν συνεχώς ανάλογα με τους νέους κάθε φορά συσχετισμούς των δυνάμεων και τις σκοπιμότητες της στιγμής. Ο θεατής αναγνωρίζει όλα τα στοιχεία που συναντά σε κάθε μηχανισμό εξουσίας, στα πλαίσια μιας εταιρίας ή κάποιου κόμματος ή – κυρίως – της πολωμένης σύγχρονης πολιτικής σκηνής: ψεύδη, προσηλυτισμό ψηφοφόρων, υπονομεύσεις, παρασκηνιακούς ελιγμούς, εξαπατήσεις, εκβιασμούς, δωροδοκίες, προδοσίες.
Η ταινία διαθέτει ένα συμπαγές, συνεκτικό, σχολαστικά σχεδιασμένο σενάριο – μεταφορά από το ομώνυμο βιβλίο του Robert Harris – με καίριους διαλόγους, χωρίς τίποτα το περιττό, και εξαιρετικό μοντάζ που κρατά αμείωτη την ένταση. Η φωτογραφία επιτυγχάνει μια ατμόσφαιρα ψυχρή, κλειστοφοβική, που τονίζει την απομόνωση των καρδιναλίων, αλλά και, μεταφορικά, την απόσταση της εκκλησίας από τον σύγχρονο κόσμο. Η κάμερα απεικονίζει έξοχα τα πέτρινα επιβλητικά οικοδομήματα, τους μεγαλειώδεις σκοτεινούς εσωτερικούς χώρους (η Καπέλα Σιξτίνα ανακατασκευάστηκε στα στούντιο, μια και το Βατικανό δεν έδωσε άδεια για τα γυρίσματα), ενώ παράλληλα εστιάζει σε κοντινά κάδρα των χεριών, σε εκφράσεις, κρυφά βλέμματα, ψιθύρους. Το soundtrack υπογραμμίζει εμφατικά τη δράση, αν και σε κάποιες σκηνές της επιβάλλεται, και συντελεί αποφασιστικά στη δημιουργία μυστηρίου. Αλλά πάνω από όλους τους συντελεστές, η απόδοση του εκλεκτού καστ έχει το προβάδισμα· ειδικά ο Ρέιφ Φάινς, που σφραγίζει την ταινία με τις εκπληκτικές υποκριτικές ικανότητες του ως κοσμήτορας Λόρενς, και η Ιζαμπέλα Ροσελίνι, στο σύντομο αλλά καίριο ρόλο της ως αδερφή Άγκνες, δίνουν εξαιρετικές, βλεμματικά εκφραστικές ερμηνείες.
Η σκηνοθεσία, συνδυάζει σοφά το τελετουργικό στοιχείο με το καθημερινό, επιχειρώντας μια απομυθοποίηση των ηρώων, που ενισχύει τις ανθρώπινες, ‘’μικρές’’ διαστάσεις τους, ενώ οι χιουμοριστικές, χαμηλών τόνων, πινελιές υπονομεύουν τη σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια της διαδικασίας. Ο κόσμος της παπικής εκκλησίας γίνεται ενδιαφέρων και συγχρόνως διασκεδαστικός για τον θεατή, αρκεί να μην περιμένει ότι θα δει σε βάθος προβληματισμό για τις σύγχρονες προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει και να μη διερωτάται για κάποιες μη πειστικές ανατροπές και αποκαλύψεις.
Η ταινία δεν προσποιείται κάτι που δεν είναι, αλλά δεν είναι πολιτικά ουδέτερη. Ο Berger ασκεί κριτική στις ελίτ που κινούνται γύρω από κάθε είδους εξουσία υπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα, αλλά δεν επιχειρεί μια ρήξη, μια καταδίκη της καθολικής εκκλησίας και του κλήρου, πιθανόν θεωρώντας δεδομένη την αναγκαιότητα ύπαρξης της. Αυτό που επιδιώκει είναι να καταδείξει τις παθογένειες του καθολικού συστήματος και να υποστηρίξει ένα ρεύμα αμφισβήτησης των όρων λειτουργίας του, μια ανανέωση και αναγκαία προσαρμογή του στα νέα επιστημονικά και κοινωνικά δεδομένα, μια ευθεία και άμεση επαφή του με τον κόσμο εκτός των τειχών του Βατικανού, που πάσχει και αγωνίζεται. Και το κάνει πολύ καλά.