Τόμεκ : – Γιατί κλαίνε οι άνθρωποι;
Νόνα : – Όταν δεν αντέχουν πια να ζουν
Νόνα : – Όταν οι άνθρωποι πονούν, εξουδετερώνουν τον πόνο με άλλον πιο δυνατό
Τόμεκ: – Σ’ αγαπώ
Μάγδα : – Τι θέλεις από μένα;
Τόμεκ : – Τίποτα
Μάγδα : Δεν υπάρχει αγάπη
Τόμεκ : – Υπάρχει
Μάγδα : – Δεν είμαι καλός άνθρωπος
Τόμεκ : – Δε με νοιάζει
Μάγδα : – Βλέπεις, αυτό είναι ο έρωτας. Πλύσου τώρα στο μπάνιο
Μάγδα: – Μη φεύγεις, γύρνα πίσω, συγγνώμη
Νόνα: – Ίσως σας φανεί αστείο· σας ερωτεύτηκε
Μάγδα : – Μπορώ να μείνω λίγη ώρα μαζί του;
Νόνα : – Όχι, δε θα σε αφήσω να τον πονέσεις
Σε αυτές τις λίγες ατάκες των τριών βασικών ηρώων της ταινίας συμπυκνώνεται μια συνηθισμένη ‘’Μικρή Ερωτική Ιστορία’’ ανάμεσα σε δυο ανθρώπους εντελώς ασύμβατους: ένα αγόρι αγαπάει μια μεγαλύτερη του γυναίκα· εκείνη δεν ανταποκρίνεται· το αγόρι απελπισμένο εγκαταλείπει, η γυναίκα τότε συνειδητοποιεί… Όπως η ‘’Μικρή Ιστορία Για Ένα Φόνο’’, αποτελεί κι αυτή η ταινία μεταγραφή μιας από τις ιστορίες/βιβλικές εντολές του Δεκαλόγου – της κορυφαίας δημιουργίας του Κισλόφσκι – και συγκεκριμένα της εντολής ‘’Ου μοιχεύσεις ‘’. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης διαχειρίζεται το κοινότοπο θέμα με ψυχολογική δύναμη, πνευματικότητα και εικονοπλαστική δεξιοτεχνία, ανάγοντας το σε εκπληκτικό έργο τέχνης.
Ο Τόμεκ, ένας εσωστρεφής και μοναχικός 19χρονος, ζει στο διαμέρισμα της ηλικιωμένης μητέρας ενός φίλου του που υπηρετεί το στρατιωτικό του, της υποστηρικτικής και προστατευτικής Νόνα, και εργάζεται στο ταχυδρομείο. Με προτροπή του φίλου του – που την είχε χαρακτηρίσει συνθηματικά ΟΤΔΣ (‘’όμορφη-Το Δίνει-Συχνά’’) – κατασκοπεύει με το τηλεσκόπιο του την όμορφη και ενεργή σεξουαλικά τριαντάρα Μάγδα, που ζει σε ένα διαμέρισμα του απέναντι οικοδομικού συγκροτήματος.
Αυτό που ξεκίνησε ως μια ηδονοβλεψία ενός άπειρου νεαρού εξελίσσεται σε συνεχή παρακολούθηση κάθε πτυχής της ζωής της. Ο χρόνος του συντονίζεται με τον δικό της, η σταθερή εστίαση του τηλεσκόπιου καταργεί την απόσταση μεταξύ τους, τα δυο φωτισμένα παράθυρα τεμαχίζουν την καθημερινότητα της, πλαισιώνουν το σώμα της, τους εραστές της, τη μοναξιά της. Τα μάτια του γεμίζουν από κείνη· όλα τα συναισθήματα του συγκεντρώνονται στο βλέμμα του. Ο Τόμεκ τη συμπονά όταν τη βλέπει να κλαίει, αποστρέφει το βλέμμα του όταν εκείνη κάνει σεξ· η ερωτική επιθυμία του έχει ήδη αντικατασταθεί από τη συναισθηματική του εμπλοκή. Η έξοχη παρτιτούρα του Z. Preisner συνοδεύει – με εκτελέσεις από διαφορετικά μουσικά όργανα – αποκλειστικά τις σκηνές της εκστατικής του ενατένισης.
Όμως η απόσταση μεταξύ τους, η ανέφικτη επιθυμία του, η απειρία να διαχειριστεί αυτό που του συμβαίνει, τροφοδοτούν τις φαντασιώσεις του και ενισχύουν την προσκόλληση στο ποθητό αντικείμενο. Στην ουσία όμως αυτό που εκλαμβάνεται ως εμμονική προσήλωση δεν είναι παρά η ανάγκη του για αγάπη. Μηχανεύεται λοιπόν εντελώς εφηβικά τεχνάσματα για να παρέμβει στη ζωή της, να την ενοχλήσει, να την αναστατώσει. Στην ουσία αναζητά να της γίνει ορατός, να συνδεθεί μαζί της με οποιονδήποτε τρόπο. Όταν εντέλει αποκαλύπτει στη Μάγδα την κατασκοπεία του, εκείνη περνά από ποικίλες αντιδράσεις· ενοχλείται και εκνευρίζεται στην αρχή, στη συνέχεια κολακεύεται, βγαίνει μαζί του ραντεβού ( η σκηνή του Τόμεκ-γαλατά, όταν εκείνη δέχεται, είναι ίσως η καλύτερη κινηματογραφική απόδοση ερωτικής χαράς που έχω δει), του επιδεικνύεται θέλοντας να ανταποκριθεί σε αυτό που θεωρεί ηδονοβλεψία του, φτάνει στο σημείο να τον προκαλέσει για να του σκοτώσει κάθε ψευδαίσθηση ότι αγάπη μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μηχανική σεξουαλική εκτόνωση. Ο Τόμεκ φεύγει ταπεινωμένος, σε απόλυτη απόγνωση, γιατί η Μάγδα γελοιοποίησε αυτό που για τον ίδιο ήταν ιερό.
Από το σημείο αυτό και μετά, με αριστοτεχνικό σεναριακό/σκηνοθετικό εύρημα, εγκαταλείπεται η οπτική γωνία του Τόμεκ, που μέχρι τότε είχε υιοθετηθεί, και η αφήγηση γίνεται από τη σκοπιά της Μάγδας. Εκείνη είναι που ψάχνει με το βλέμμα από το παράθυρο της να δει τον Τόμεκ, εκείνη ανησυχεί και τον παρακολουθεί εμμονικά, τον δικό της ψυχικό κόσμο εκθέτει. Αυτή η γυναίκα, που στην ουσία γνώρισε μόνο τη μοναξιά μέσα στους εφήμερους έρωτες της, δεν έμαθε ποτέ την αγάπη ή έμαθε να τη φοβάται. Το γεγονός ότι για πρώτη ίσως φορά αναγνωρίζεται ως άνθρωπος και όχι ως σεξουαλικό αντικείμενο, για πρώτη φορά καταλαβαίνει τι σημαίνει να πληγώνεις αυτόν που σε αγαπάει, τη μεταμορφώνει, την εξαγνίζει, την επαναφέρει στην ηλικία της αθωότητας και ευαλωτότητας.
Ο θεατής γίνεται μάρτυρας της αντίστροφης συναισθηματικής κίνησης των δύο ηρώων, που ξεκίνησαν από διαμετρικά αντίθετα σημεία εκκίνησης, τη ρομαντική αγάπη και τη λαγνεία. Το αν θα συναντηθούν ποτέ, αφήνει τον ίδιο τον σκηνοθέτη αμφίθυμο: η υπόνοια αισιοδοξίας στο τέλος της ταινίας έλειπε από το αντίστοιχο μέρος του Δεκαλόγου. Αυτό όμως που ο θεατής παίρνει σίγουρα μαζί του είναι η εκπληκτική τελική σκηνή της Μάγδας να παρατηρεί από τη θέση του Τόμεκ μια πρωτόγνωρη, εύθραυστη εκδοχή του εαυτού της και της ζωής της.