Ο περίφημος ‘’Δεκάλογος’’ (Dekalog) θεωρείται το κορυφαίο έργο του σπουδαίου πολωνού σκηνοθέτη Krzysztof Kieslowski και είναι αυτό που τον έκανε γνωστό για πρώτη φορά στο Δυτικό κοινό. Οι δέκα ιστορίες που τον συναποτελούν, σχολιάζουν τις Δέκα Βιβλικές Εντολές χωρίς να ασχολούνται με δογματικές αλήθειες, αντιθέτως επικεντρώνονται με διαλεκτικό τρόπο στα διλήμματα, στις ηθικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που προκύπτουν από τον Μωσαϊκό νόμο. Δύο από αυτές τις ιστορίες που αναφέρονται στις εντολές ‘’Ου φονεύσεις’’ και ‘’Ου μοιχεύσεις’’, ο Kieslowski τις μετέφερε σε ανεξάρτητες ταινίες, ‘’Μικρή Ιστορία Για Ένα Φόνο’’ και ‘’Μικρή Ερωτική Ιστορία’’ αντίστοιχα. Στην ταινία που μας ενδιαφέρει εδώ, ο θεατής διαπιστώνει όχι μόνο μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με την πρωτότυπη αλλά και μια ελαφρά μετατόπιση της εστίασης από το θέμα της θανατικής ποινής σε μια πιο ανθρώπινη προσέγγιση των χαρακτήρων .
Η ιστορία είναι απλή· στην ύστερη κομμουνιστική Πολωνία, ένας εικοσάχρονος νεαρός σκοτώνει έναν οδηγό ταξί, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο παρά τις προσπάθειες του δημοσίου συνηγόρου στη δίκη να μειώσει την ποινή. Μια ‘’μικρή’’ συνηθισμένη ιστορία για να μελετήσει ο σκηνοθέτης τη διαδικασία του βίαιου τερματισμού της ζωής με δολοφονία και με θανατική εκτέλεση – ένα θέμα ηθικό και ταυτόχρονα πολιτικό. Θα μπορούσε κανείς να χωρίσει την ταινία σε τρία μέρη, το πρώτο καλύπτει το διάστημα μέχρι τον φόνο, το δεύτερο τη βίαιη δολοφονία και τα λίγα γεγονότα που επακολούθησαν και το τρίτο την ημέρα της εκτέλεσης.
Στο πρώτο μέρος, μέσα σε μια Βαρσοβία σκοτεινή, βρώμικη, θλιβερή και δυσοίωνη, η κάμερα παρακολουθεί παράλληλες στιγμές τριών ανδρών από διαφορετική κοινωνική τάξη, αγνώστων μεταξύ τους. Τυχαία γεγονότα – αξίζει να σταθεί κανείς στην ιδιαίτερη διαχείριση του παράγοντα της τύχης σε όλες τις ταινίες του Kieslowski – τους οδηγούν σε σύντομες συναντήσεις, μέχρις ότου οι τύχες τους συνυφαίνονται σε μια μοιραία και για τους τρεις κατάληξη. Ο Jacek, ένας νεαρός, νεοφερμένος από την επαρχία, ανέστιος και πλάνης, έχει μια ανεξήγητα επιθετική συμπεριφορά, δηλωτική ίσως μεγάλης οργής, εσωτερικών συγκρούσεων ή και επιθυμίας οριστικής ρήξης με τον κόσμο. Ο Waldemar, ένας μεσήλικας οδηγός ταξί, καχύποπτος και κακότροπος, δεν παύει να ενοχλεί ή και να εξαπατά τους άλλους σε κάθε ευκαιρία. Ο Piotr, ένας νεαρός δικηγόρος ιδεαλιστής και ευαίσθητος, γιορτάζει την επιτυχία του στις εξετάσεις για την άδεια άσκησης του επαγγέλματος.
Ο Jacek σκοτώνει τον Waldemar βίαια, απάνθρωπα, χωρίς προφανή λόγο. Ο σκηνοθέτης προσπερνά τη σύλληψη, τη δίκη και καταδίκη του σε θάνατο και σταματά στην τελευταία συνομιλία του με τον διορισμένο συνήγορο Piotr και στον απαγχονισμό του. Δυο φόνοι με διακριτές διαφορές αλλά και ανατριχιαστικές ομοιότητες. Και τους δυο χαρακτηρίζει απίστευτη βιαιότητα, τον πρώτο απροκάλυπτη και ωμή, τον δεύτερο ψυχρά μασκαρεμένη πίσω από το άλλοθι του νόμου, την άτεγκτη γραφειοκρατία και τους απαθείς υπαλλήλους-εκτελεστικά όργανα, αλλά εξίσου ωμή. Σε αντίθεση με τον δολοφόνο που είναι εκτεθειμένος στην αναγνώριση, τη λογοδοσία και την τιμωρία, όσοι αποφάσισαν και εκτέλεσαν την ποινή είναι απολύτως καλυμμένοι από τον θεσμικό τους ρόλο.
Ο πρώτος φόνος έχει ένα θολό κίνητρο· μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει ο θεατής για τους λόγους που οδήγησαν το αγόρι στην αποτρόπαιη πράξη. Ο Jacek δείχνει να μην έχει τίποτα πάνω στο οποίο να στηρίξει την ύπαρξη του. Ακόμη και το όνομα του το μαθαίνει ο θεατής μετά τη δολοφονία, σαν να ήταν η μοναδική πράξη που του έδωσε υπόσταση. Εκδίκηση για ένα άδικο παρελθόν; Προσπάθεια υπέρβασης της μειονεκτικότητας του; Διοχέτευση μιας τυφλής οργής σε ένα τυχαίο στόχο; Ο σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρεται για το κίνητρο, παρά μόνο για την πράξη του. Αντιθέτως τον ενδιαφέρουν τα θεσμοθετημένα κίνητρα της θανατικής εκτέλεσης, που προτάσσουν την προστασία της κοινωνίας και τον παραδειγματισμό και εκφοβισμό των υπολοίπων· τον ενδιαφέρει η νοσηρή σχέση μεταξύ ενός οποιουδήποτε φόνου και αυτού που επιβάλλεται από το σύστημα εξουσίας ως μια νομιμοποιημένη δολοφονία. Μόνο ένας διεφθαρμένος κοινωνικός ιστός σε αποσύνθεση στηρίζει ένα έγκλημα στο όνομα δήθεν της δικαιοσύνης.
‘’Κάθε φόνος είναι κακός’’, λέει ο σκηνοθέτης, ‘’και δεν έχει σημασία ποιος σκοτώνει ποιον και για ποιους λόγους. Είναι μια πράξη ηθικά απαράδεκτη και κοινωνικά αποτρόπαιη’’. Το ηθικό θέμα που τίθεται είναι ότι η θανατική εκτέλεση γίνεται στο όνομα του κοινωνικού συνόλου, οπότε καταλήγει να είναι ένα δίλημμα ατομικό: κατά πόσο συναινεί ο καθένας από μας στη δολοφονία ενός ανθρώπου – η ταινία, αν και στην αρχή ενόχλησε πολύ, συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάργηση της θανατικής ποινής στην Πολωνία.
Ο Kieslowski αποφεύγει να αφηγηθεί την ιστορία μέσα από την οπτική ενός από τους ήρωες και να τον ερμηνεύσει συναισθηματικά. Υιοθετεί αποστασιοποιημένη και κλινικά ψυχρή οπτική και για τους δύο φόνους. Το θαυμαστό στο κινηματογραφικό σύμπαν του είναι ότι, αν και εστιάζει σε ηθικά ερωτήματα ως ο κατεξοχήν σκηνοθέτης του ‘’ηθικού βλέμματος’’, δεν ενδιαφέρεται να στηρίξει θεωρητικά παγιωμένες θέσεις και βεβαιότητες· αντιθέτως, αφήνει την εικόνα να αναλάβει σχεδόν τα πάντα: την αφήγηση της ιστορίας, τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, την υποβολή των ηθικών διλημμάτων, τη δημιουργία της ατμόσφαιρας, τις διάσπαρτες πινελιές μιας πικρότατης ειρωνείας. Τα κινηματογραφικά του εργαλεία, το φως και η σκιά, η ιδιαίτερη χρήση του κόκκινου χρώματος, τα πράσινα φίλτρα που γίνονται καφέ στις άκρες του κάδρου, εικονογραφούν ιδανικά τον εφιαλτικό, κλειστοφοβικό κόσμο της ταινίας, ενώ η ορχηστρική μουσική του Z. Preisner σχολιάζει την εικόνα χωρίς να αμφισβητεί στιγμή τον πρωταγωνιστικό της ρόλο. Ο σκηνοθέτης που αποκήρυξε το δόγμα ‘’η φόρμα για τη φόρμα’’ καταθέτει ακόμη ένα αισθητικό αριστούργημα.
Υπάρχουν σκηνές που αφήνουν ανεπαίσθητες ρωγμές για να εισχωρήσει το βλέμμα του προσεκτικού θεατή, σκηνές που προοικονομούν, συμβολίζουν, υπαινίσσονται, ερμηνεύουν, και του επιτρέπουν να συνδέσει τα αόρατα νήματα της ιστορίας: μια γάτα που την κρέμασαν παιδιά, ένα κορδόνι που τυλίγεται στο χέρι, δυο κοριτσάκια έξω από το καφέ, μια παλιά φωτογραφία, ένα παιδικό τραγούδι στο ραδιόφωνο, ένας εκ βαθέων διάλογος (η μοναδική απόπειρα του σκηνοθέτη να φωτίσει τον ψυχισμό του ήρωα του), ο παραληρηματικός τρόμος που εξισώνει θύτη και θύμα μπροστά στον θάνατο, ένας τελευταίος σπασμός, το καταρρακωμένο πρόσωπο του Piotr – ο θεατής ξέρει πως βλέπει σε αντικατοπτρισμό το δικό του· γιατί για τον αγαπημένο Kieslowski, ταινία δεν υπάρχει χωρίς τον θεατή, χωρίς την πνευματική συμμετοχή του και τη συναισθηματική του κατάθεση.
*η ταινία θα παιχθεί την επόμενη εβδομάδα στις οθόνες