Σύμφωνα με το in yun – μια παλιά βουδιστική αντίληψη – το πεπρωμένο επανενώνει μέσα στον συμπαντικό χρόνο τα άτομα που στο παρελθόν ‘’αγγίχτηκαν’’, έζησαν κάποτε τη δική τους μικρή ή μεγάλη στιγμή. Αυτό είναι το έναυσμα της ημι-αυτοβιογραφικής πρώτης ταινίας της Celine Song, Νοτιοκορεάτισσας συγγραφέως, που ζει στη Ν.Υόρκη παντρεμένη με δυτικό συγγραφέα – όπως ακριβώς η ηρωίδα της.
Η Να-Γιανγκ και ο Χάε-Σανγκ, δυο εντεκάχρονα παιδιά στη σημερινή Σεούλ, μοιράζονται το πρώτο ερωτικό σκίρτημα. Όμως η οικογένεια της Να-Γιανγκ μεταναστεύει και η τρυφερή φιλία τους διακόπτεται. Όταν μετά από 12 χρόνια ξαναβρίσκονται διαδικτυακά, εκείνη, με το όνομα Νόρα πια, είναι μια επίδοξη θεατρική συγγραφέας στη Ν. Υόρκη και εκείνος φοιτητής στη Σεούλ, όμως οι συνθήκες τούς χωρίζουν ξανά. Η Να-Γιανγκ παντρεύεται έναν Αμερικανό συγγραφέα, τον Άρθουρ, και σταδιοδρομεί στο θέατρο, ο Χάε-Σανγκ δουλεύει ως μηχανικός και έχει μια σχέση. Κι όμως 12 χρόνια αργότερα, στα 35 τους πια, εκείνος ταξιδεύει στη Ν. Υόρκη για να τη συναντήσει…
Η ιστορία θυμίζει δραματική ρομαντική κομεντί και μάλιστα όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη – το περιοδικό σμίξιμο των εραστών το έχουμε ξαναδεί στις οθόνες. Το σενάριο, καθώς επιδιώκει να συνταιριάξει το αυτοβιογραφικό στοιχείο με το μυθοπλαστικό – πράγμα που έχει αποδειχθεί κινηματογραφικά δύσκολο – αφήνει κάποια κενά στους χαρακτήρες και κάποια ερωτηματικά όσον αφορά τα μεσοδιαστήματα ανάμεσα στις συναντήσεις των ηρώων· οι δυο τους, παρά την απουσία οποιασδήποτε επαφής, μοιάζουν να γνωρίζουν πολύ περισσότερα ο ένας για τον άλλον από όσα ακόμη και η διαδικτυακή έκθεση της προσωπικής ζωής επιτρέπει. Κι όμως, παρά τις αδυναμίες αυτές, η Celine Song έχει κάτι πολύ ιδιαίτερο να πει.
Το ενδιαφέρον της ταινίας, κατά τη γνώμη μου, εντοπίζεται στη συνύπαρξη και αντιπαραβολή του ρομαντικού στοιχείου με το ρεαλιστικό σε όλη την αφήγηση. Ήδη από το πρώτο μέρος της ταινίας στη Σεούλ, η σκηνοθέτρια φροντίζει να κάνει τις πρώτες νύξεις για τον χαρακτήρα των δύο παιδιών: η ρεαλίστρια Να-Γιανγκ κλαίει όταν έστω και μια μόνο φορά χάνει από τον Χάε-Σανγκ την πρωτιά στην τάξη, εκείνον δεν τον πειράζει που όλες τις φορές έρχεται δεύτερος, φτάνει εκείνη να μην κλαίει. Δεν έχει ακόμη όνειρα για το μέλλον του, εκείνη όμως είναι αποφασισμένη να πάρει το Νόμπελ. Ζουν τις όμορφες ρομαντικές στιγμές του πρώτου παιδικού έρωτα, όμως η ωμή πραγματικότητα τούς χωρίζει απότομα. Τι από τα βιώματα αυτά θα πάρει μαζί της η ξεριζωμένη Να-Γιανγκ στον Καναδά; Τι θα κρατήσει ο Χάε-Σανγκ μέσα του;
Δώδεκα χρόνια αργότερα, η Νόρα δε θυμάται ούτε το όνομα του. Τυχαία της το θυμίζει η μητέρα της και επίσης τυχαία ανακαλύπτει ότι εκείνος την αναζητά διαδικτυακά. Τον αναζητά κι αυτή – λίγο από περιέργεια, λίγο γιατί κολακεύτηκε, λίγο γιατί ξυπνά κάτι βαθιά θαμμένο; Εκείνος μοιάζει να μην ξέχασε, η νοσταλγία του, η συγκίνηση του παρασύρουν κι εκείνη. Οι βιντεο-συνομιλίες τους όλο και πυκνώνουν· αναπολούν, ανιχνεύουν ο ένας τον άλλον, μοιράζονται την καθημερινότητα τους, κάτι μαγικό και έντονο αρχίζει να παίρνει σχήμα ανάμεσα τους. Η Νόρα όμως αποφασίζει ότι πρέπει να σταματήσουν τις επαφές τους, η γεωγραφική απόσταση, οι φιλοδοξίες της για συγγραφική καριέρα, είναι γι’ αυτήν ανυπέρβλητα εμπόδια. Εκείνος το δέχεται με λύπη αλλά παθητικότητα. Το νήμα κόβεται ξανά.
Θα δεθεί άραγε δώδεκα χρόνια αργότερα, όταν επιτέλους θα βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο, όταν ‘’αυτό που υπήρξε’’ ανάμεσα τους αναμετρηθεί με το παρόν του καθενός, που οι συνθήκες και οι ανάγκες του διαμόρφωσαν; Και τι ήταν άραγε για τον καθένα ‘’αυτό που υπήρξε’’; Ήταν η νοσταλγία γι’ αυτό που δε στάθηκε δυνατό να ζήσουν; Η εμμονή σε ένα μύθο που ο καθένας έφτιαξε για τον άλλον; Ή ίσως ένας παιδικός έρωτας ικανός να υπερβεί τη γεωγραφία και τον χρόνο; Στην τρίτη αυτή συνάντηση, ο ηθοποιός που υποδύεται τον Χάε-Σανγκ ερμηνεύει με εξαιρετική δύναμη το φάσμα των συναισθημάτων του ήρωα, το βλέμμα του είναι πιο εύγλωττο από κάθε λόγο, ενώ η Νόρα παραμένει λιγότερο διάφανη για τον θεατή – ίσως εσκεμμένα.
Η Celine Song αντιπαραβάλλει τις σκηνές στη Ν. Υόρκη, όπου οι δυο ήρωες βιώνουν την ιδιόμορφη ρομαντική σχέση τους, με εκείνες που η Νόρα μοιράζεται με τον Αμερικανό άνδρα της. Προφανώς η σκηνοθέτρια ανατρέχει στα προσωπικά της βιώματα για να μιλήσει για τη μετέωρη θέση του μετανάστη, τις συναισθηματικές συγκρούσεις που αναπόφευκτα θα βιώσει, την πολιτιστική αλλοτρίωση που είναι καταδικασμένος να υποστεί: σε μια έξοχη σκηνή, η Νόρα εξομολογείται στον Άρθουρ πόσο Αμερικανή νοιώθει όταν είναι με τον Χάε-Σαγκ, πόσο Κορεάτισσα όταν είναι με εκείνον· σε μια άλλη, ο Άρθουρ εκφράζει την αγωνία του μήπως ο γάμος τους είναι ένας ακόμη διαπολιτισμικός γάμος για να πάρει η Νόρα την πράσινη κάρτα· σε άλλες σκηνές, επίσης έξοχες, διαφαίνεται η σημασία της γλώσσας για την βαθύτερη σύνδεση δυο ανθρώπων – ‘’δεν έχω πρόσβαση στο βαθύτερο είναι σου’’, λέει στη γυναίκα του, ‘’γιατί στα όνειρα σου μιλάς κορεάτικα’’.
Το in yun φροντίζει, λένε οι Βουδιστές, για τα μελλοντικά συναπαντήματα μας στο διηνεκές με όσους άγγιξαν κάποτε την ψυχή μας– η Celine Song καλοδέχεται την παραμυθία αυτή που μπορεί να απαλύνει την οδύνη· και συγχρόνως θυμίζει ότι η ζωή στο μεγαλύτερο ποσοστό εξαρτάται από τις επιλογές που κάναμε ή δεν κάναμε· κι αυτό είναι επίσης ανακουφιστικό.
Γιούλη Ζαχαρίου