Ένας άνδρας και μια γυναίκα, ανώνυμοι κι αόρατοι, σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Δυο άνθρωποι της εργατικής τάξης μέσα στο άξενο αστικό τοπίο, μια μίζερη ζωή, μια φτώχεια εξευτελιστική, μια μοναξιά απύθμενη. Πολύ πιθανόν να τους έλεγαν Frank και Nelly, Jorge και Carmen, Λευτέρη και Άννα, λίγα όμως θα ήταν αυτά που θα τους διαφοροποιούσαν. Εδώ είναι η Ansa και ο Holappa, δυο άνθρωποι μέσης ηλικίας στο σύγχρονο Ελσίνκι.
Εκείνη, η Ansa είναι μια μοναχική, εσωστρεφής γυναίκα, ζει σε ένα μίζερο διαμερισματάκι, που από κάποια στιγμή το μοιράζεται με ένα αδέσποτο σκυλί, κάνει οικονομία στο ηλεκτρικό γιατί δεν έχει να πληρώσει τον λογαριασμό, δουλεύει σε σούπερ μάρκετ και απολύεται, γιατί πιάστηκε να παίρνει ληγμένα τρόφιμα για το δείπνο της ή για τους άστεγους. Εκείνος, ο Holappa – που μια και κανείς δεν ξέρει το όνομα του, τον αποκαλούν όλοι με το επίθετο – είναι εργάτης μεταλλουργίας, αντικοινωνικός, αλκοολικός, κάνει τον σκληρό χωρίς να είναι, ζει με άλλους εργάτες σε ένα άθλιο κοντέινερ, απολύεται λόγω του αλκοολισμού του και χάνει και τη στέγη του. Αυτοί οι δυο ραγισμένοι άνθρωποι συναντώνται τυχαία σε ένα μπαρ καραόκε, αρέσουν ο ένας στον άλλον, χάνονται και βρίσκονται ξανά και ξανά άλλοτε από τύχη άλλοτε από λάθος τους, σε μια χαμηλότονη, αδέξια, τρυφερή αναζήτηση του έρωτα.
Εργασιακά αναλώσιμοι και οι δυο, καταθλιπτικοί, μοναχικοί, ολιγόλογοι· οι σιωπές τους όμως είναι γεμάτες από ανέκφραστα συναισθήματα. Ο σκηνοθέτης δεν τους λυπάται ούτε τους κρίνει, τους βλέπει με στοργή και αγάπη, γιατί διατηρούν την περηφάνεια και την ευαισθησία τους απέναντι σε μια πραγματικότητα που τους καταρρακώνει, γιατί, ντροπαλοί, αμήχανοι και με μηδενικές πια προσδοκίες, προσπαθούν να υπερβούν φόβους και αναστολές και να διεκδικήσουν, αδέξια έστω, το δικαίωμα στη χαρά και στην αγάπη. Όλες οι μικρές στιγμές τους, οι τρυφερές προσεγγίσεις και οι θλιμμένες απομακρύνσεις τους αποπνέουν αυθεντικότητα, αμεσότητα, αθωότητα.
Ο Kaurismaki διατηρεί και στην τελευταία ταινία του το ιδιαίτερο οπτικό και αφηγηματικό ύφος του, που χαρακτηρίζεται από την συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων, που με μαγικό τρόπο συνθέτει αρμονικά. Ο ρεαλισμός, που υπάρχει στη βάση των ταινιών του και απογυμνώνει στα μάτια του θεατή την ωμή πραγματικότητα, συνυπάρχει με πηγαία ποιητικότητα, με έναν ιδιόμορφο ανατρεπτικό ρομαντισμό που έχει βάθος και γοητεία. Η γνωστή αποστασιοποίηση και αφαιρετικότητα που διακρίνει το έργο του, με τα αυστηρά, απογυμνωμένα από οτιδήποτε περιττό πλάνα, την μονοτονική εκφορά λόγου και τα ‘’σκοτωμένα’’ χρώματα, ωθούν τον θεατή περισσότερο σε παρατήρηση παρά σε ταύτιση, όμως ταυτόχρονα εκπέμπουν αβίαστη ζεστασιά και γνήσια συγκίνηση.
Το ιδιότυπο ‘’στεγνό’’, αθόρυβο χιούμορ του σκηνοθέτη, μη αντιληπτό πάντα από τους αμύητους αν και πανταχού παρόν, και η παιγνιώδης, ανάλαφρη απλότητα του συνυπάρχουν με βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης και αποκτούν μια διάσταση υπαρξιακή και στοχαστική. Το χιούμορ είναι το αντίδοτο στη μελαγχολία και την απογοήτευση και ο Kaurismaki το ξέρει καλά.
Η αντίστιξη χαρακτηρίζει και τον σκηνικό χώρο, όπου συνυπάρχει το παρόν με μια αίσθηση παρελθόντος· τζουκ μποξ, ραδιόφωνα, τηλέφωνα και ρούχα παραπέμπουν νοσταλγικά σε μια παλιότερη εποχή, ενώ ταυτόχρονα συνεχείς ραδιοφωνικές ειδήσεις συρράξεων Ουκρανών και Ρώσων συνοδεύουν την εξέλιξη της ιστορίας. Ο πόλεμος, πολύ γειτονικός στη Φινλανδία, δεν είναι το μόνο πολιτικό σχόλιο στην ταινία. Οι σκληρές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, η εργασιακή ανασφάλεια, η ανέχεια, η κοινωνική αποξένωση, αποκαλύπτουν τη σκοτεινή πλευρά της ευρωπαϊκής προόδου και ευημερίας και μάλιστα στον ευνοημένο βορρά. Η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα είναι πιο αναγκαίες από ποτέ.
Το παιχνίδι των αντιθέσεων διακρίνεται και στο soundtrack, με πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής σε φινλανδικές διασκευές· σε ένα ποπ τραγούδι με ζωηρό ρυθμό, εκτελεσμένο από μια δημοφιλή φινλανδική μπάντα, οι θλιμμένοι, ‘’μαύροι’’ στίχοι εκφράζουν όλη τη μοναξιά, τη σκανδιναβική – και όχι μόνο – μελαγχολία και την απόγνωση που κρύβουν οι σιωπές των ηρώων. Μέσα όμως από την καταθλιπτική πραγματικότητα επιβιώνει παντοδύναμη η λαχτάρα για χαρά και η προσδοκία της αγάπης.
Ο αγαπημένος σκηνοθέτης παραδίδει μια ήσυχη, ειλικρινή, ελπιδοφόρα ταινία, μια ρομαντική κωμωδία, χρωματίζοντας όμως την απλή χιλιοειπωμένη ιστορία της – δεν είναι τυχαίο ότι οι ήρωες μου θύμισαν του αντίστοιχους δυο αγαπημένων ταινιών, ‘’Στους Διαδρόμους’’ 2018 και ‘’Βαγόνι αρ.6’’ 2021 – με την προσωπική ‘’λοξή’’ οπτική του και το ιδιαίτερο χιούμορ του· μαζί με την ηρωίδα του, μας κλείνει στην τελική σκηνή το μάτι, προσφέροντας μας με μια λέξη τον προσωπικό του κώδικα…
Γιούλη Ζαχαρίου