Δεν είναι καθόλου ανεξήγητη η δημοφιλία που απολαμβάνει ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, όχι μόνο από το ελληνικό κοινό, που πάντα επιφυλάσσει θερμή υποδοχή σε σκηνοθέτες ελληνικής καταγωγής (φτάνει να εργάζονται, να αναγνωρίζονται και να βραβεύονται στο εξωτερικό), αλλά και από το διεθνές. Ο Payne των ταινιών ‘’About Schmidt’’, ‘’Sideways’’, ‘’The Descendants’’, ‘’Nebraska’’ ακολουθεί ένα σταθερά ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό και έχει αφηγηματικές ικανότητες, δύο όμως είναι, κατά τη γνώμη μου, τα κύρια και επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά της φιλμογραφίας του, στα οποία δε μπορεί να αντισταθεί το ευρύ κοινό.
Ο Payne έχει πάντοτε προτίμηση σε ήρωες που παρουσιάζουν ένα επίστρωμα μισανθρωπίας ή εμφανίζονται ως αποσυνάγωγοι, σταδιακά όμως μέσα από βιωμένες εμπειρίες αποκαλύπτεται ο συναισθηματικός πλούτος που κρύβουν μέσα τους. Είναι άνθρωποι ηττημένοι και δυστυχείς, αλλά η ανθρώπινη επαφή και αλληλεπίδραση, στην οποία αρχικά αντιστέκονται, τους οδηγεί σε φωτεινότερα μονοπάτια. Αν στο θεαματικό αυτό μοτίβο προσθέσει κανείς και την ιδιαίτερη αφηγηματική γλώσσα του σκηνοθέτη, που συνδυάζει πάντα τη συγκίνηση με το χιούμορ και τους έξυπνους διαλόγους, αιτιολογείται, νομίζω, απολύτως η θερμή ανταπόκριση από πολύ μεγάλο μέρος του κοινού.
Στη νέα του ταινία, βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1970 στην Νέα Αγγλία, παραμονές εορτών, σε ένα προπαρασκευαστικό οικοτροφείο για εφήβους από μεγαλοαστικές οικογένειες. Πέντε μαθητές δεν έχουν τη δυνατότητα να πάνε να γιορτάσουν με τις οικογένειες τους και αναγκαστικά παραμένουν στο οικοτροφείο. Ο αντιπαθής σε προσωπικό και μαθητές καθηγητής Πωλ επιφορτίζεται με το δυσάρεστο καθήκον να τους επιτηρεί. Μαζί τους παραμένει και η έγχρωμη μαγείρισσα Μαίρη, που περνά τα πρώτα της Χριστούγεννα χωρίς τον μοναχογιό της, θύμα του πολέμου στο Βιετνάμ, και δεν έχει διάθεση να πάει πουθενά. Το σενάριο φροντίζει να βρει στα τέσσερα παιδιά ξαφνική, από μηχανής, λύση διακοπών και να τα απομακρύνει από τον χώρο, οπότε ως τρίτος της παράταιρης παρέας παραμένει μόνο ο δύσκολος Άνγκους.
Τρεις άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί, που κανένας δεν συμπαθεί τον άλλον, είναι υποχρεωμένοι να συνυπάρξουν στο έρημο σχολείο και να γιορτάσουν μαζί τα Χριστούγεννα: ο καθηγητής Πωλ, προσκολλημένος στο γράμμα της επιστήμης του, αδιάλλακτος, μονόχνωτος, αυστηρός, πικρόχολος και είρωνας με τους μαθητές, φορτωμένος επιπλέον από το σενάριο με ένα σωρό δυστυχίες στα όρια της καρικατούρας, είναι αλκοολικός, έχει γυάλινο μάτι και μυρίζει σαν βρώμικο ψάρι· ο Άνγκους, πανέξυπνος και ετοιμόλογος 17άρης, επαναστατημένος και αλαζονικός, με κάποια καλοκρυμμένη ευαισθησία· και η Μαίρη, βυθισμένη στο πένθος και την πικρία της, αξιοπρεπής και περήφανη, με αξόδευτα συναισθηματικά αποθέματα, είναι αυτή που μπορεί να γίνει ο συνδετικός κρίκος της προσέγγισης των άλλων δυο. Τρεις άνθρωποι με μόνα κοινά, τα βαθιά τραύματα και την κατάθλιψη τους.
Η ταινία ανακαλεί την ατμόσφαιρα και την αισθητική της δεκαετίας του ’70 και την αγκαλιάζει με νοσταλγική διάθεση. Δημιουργείται η εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης συνειδητά ανατρέχει στις αφηγηματικές ταινίες του ανεξάρτητου Χόλιγουντ της εποχής εκείνης και υιοθετεί τις θέσεις τους ενάντια στο κατεστημένο. Η ταξική εκπαίδευση, η επιλεκτική στράτευση, ο πόλεμος και οι επιπτώσεις του, οι σαθρές κοινωνικές επιταγές πλαισιώνουν τον κύριο στόχο της ταινίας – που είναι άλλωστε μόνιμος στόχος των ταινιών του Payne – δηλ. τη συνειδητοποίηση ότι, παρά τις διαφορές τους, όλοι έχουν ανάγκη κάποιον να τους νοιαστεί, να μοιραστεί τη μοναξιά τους, να τους προσφέρει λίγη χαρά, να τους βοηθήσει να πάνε παρακάτω.
Προσωπικά δεν αμφισβητώ την πρόθεση του σκηνοθέτη να ανανεώσει μέσα από την ταινία την κλονισμένη πίστη στον άνθρωπο και να ανταποκριθεί στο κυρίαρχο αίτημα των ημερών για ενσυναίσθηση και συνύπαρξη. Το πρόβλημα μου είναι ότι η πρόθεση αυτή είναι από την αρχή ενοχλητικά προβλέψιμη, φανερά προμελετημένη και σχεδιασμένη με βάση το σενάριο και τη σκηνοθεσία, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος. Πολλές ταινίες της δεκαετίας του ‘ 70, όμοιων προθέσεων, ήταν αιχμηρές και ανατρεπτικές, η ταινία του Payne έχει αρκετά λειάνει τις αιχμές της, οι ήρωες είναι όλοι κατά βάθος καλοί και κάνουν το σωστό, οπότε όλοι βγαίνουν στο τέλος κερδισμένοι. Κι αυτό το νοιώθει ο θεατής από την αρχή. Υπάρχει γενικότερα ένας ακαδημαϊσμός στις ταινίες του, ίσως μόνο η ‘’Nebraska’’ απομακρύνθηκε αρκετά από αυτόν.
Η ταινία όμως διασώζεται και γίνεται αξιοθέατη χάρη στις έξοχες ερμηνείες των ηθοποιών και προφανώς στην σωστή καθοδήγηση τους από τον σκηνοθέτη. Ο Paul Giamatti, απόλυτα κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων, ικανός για την απόδοση και της ελαχιστότατης συναισθηματικής διαφοροποίησης, μεγαλουργεί. Προσέξτε τον ειδικά στις σκηνές της σχολικής τάξης, του πάρτι και της συνάντησης με τον παλιό συμφοιτητή. Μάθημα υποκριτικής. Εξαιρετική επίσης η Da’Vine Joy Randolph στον ρόλο της Μαίρη, ισορροπεί συγκρατημένα ανάμεσα στον προσωπικό της πόνο και στην έγνοια της για τους άλλους δυο, χωρίς να γίνεται στιγμή μελοδραματική. Άξια στέκεται δίπλα τους ο νεαρότατος Dominic Sessa στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση αλλά και όλοι οι ηθοποιοί στους δευτερεύοντες ρόλους.
Πολύ φοβάμαι ότι χωρίς το έξοχο καστ, η ταινία θα ήταν ακόμη μια μέτρια, συμπαθητική, ανθρωποκεντρική ταινία.
Η ταινία παίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.