Δεν έχω αυταπάτες ότι ταινίες που διαπραγματεύονται τον θάνατο ως υπαρξιακό βίωμα των παιδιών δεν είναι καθόλου δημοφιλείς· αντιθέτως, αν ο θάνατος παρουσιάζεται ως παιχνίδι ή θέαμα σπάνε τα ταμεία. Στην εποχή μας όλα συντελούν στο να ξεχνάμε ότι ο θάνατος είναι αναπόφευκτο μέρος του κύκλου της ζωής, να τον αποστειρώνουμε από την οδύνη και το πένθος, πόσο μάλλον να φέρνουμε τα παιδιά απέναντι του. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι η ταινία της Μεξικάνας Aviles θα βρει το έστω περιορισμένο κοινό της.
Η επτάχρονη Σολ πηγαίνει με τη μαμά της στη μεγάλη οικογενειακή συγκέντρωση, που ετοιμάζεται στο σπίτι του παππού για τα γενέθλια του μπαμπά της, του Τόνα. Η πολυμελής μεσοαστική οικογένεια κάνει πυρετώδεις προετοιμασίες για αυτό το ασυνήθιστο πάρτι -έκπληξη, με γλυκά, κεριά, δώρα, τούρτα, τσακωμούς, γέλια και μια ραγισματιά στα μάτια όλων· ο Τόνα, χτυπημένος από θανατηφόρα αρρώστια, μένει απομονωμένος στο δωμάτιο του, θέλοντας να μην επιβαρύνει ψυχικά τους δικούς του περισσότερο. Τα μέλη της οικογένειας έχουν τη συνηθισμένη στάση όλων απέναντι στη θνητότητα: συσπειρώνονται γύρω από τον πάσχοντα άνθρωπο τους για να τον στηρίξουν, καταπνίγουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, καταφεύγουν στο χιούμορ ως μέσο άμυνας.
Η θλίψη έχει πολλές αποχρώσεις και διαφορετικές εκδηλώσεις στον καθένα. Βρίσκονται στη μεταβατική, μετέωρη στιγμή ανάμεσα στη ζωή, που εξακολουθεί να διεκδικεί τα δικαιώματα της και στην εγγύτητα του θανάτου, όταν τίποτε ακόμη δεν είναι τελεσίδικο, και η διαχείριση των συναισθημάτων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Όλοι όμως επιδιώκουν με κάθε τρόπο να προστατέψουν τη Σολ από την σκληρή γνώση της πραγματικότητας και από τον πόνο που τη συνοδεύει.
Εκείνη όμως περιφέρεται μέσα στο σπίτι με τεντωμένες τις κεραίες της, παρακολουθεί τα πάντα, τα διασταυρούμενα βλέμματα των ενηλίκων, την ανησυχία τους, την αμηχανία τους, την ένταση τους, και προσπαθεί να καταλάβει. Διαισθάνεται την απελπισία τους πίσω από την εύθυμη ατμόσφαιρα, αναρωτιέται για τις σιωπές και τους υπαινιγμούς τους. Μαντεύει πολύ περισσότερα από όσα νομίζουν οι ενήλικες, έτσι κι αλλιώς τα παιδιά δεν τα κοροϊδεύεις, όλα τα ξέρουν κι ας σωπαίνουν. Είναι μια μικρή θλιμμένη κλόουν που περιμένει πώς και πώς να δει τον μπαμπά της και ανησυχεί μήπως δεν την αγαπάει πια, γι’ αυτό είναι απομονωμένος και δεν τον βλέπει. Ο οριοθετημένος χώρος του σπιτιού και της αυλής είναι το σύμπαν της, που το μοιράζεται με σαλιγκάρια, κολιμπρί, μυρμήγκια, παπαγάλους, χρυσόψαρα · είναι ο κόσμος της, η συντροφιά και το καταφύγιο της.
Συμπαγής, συγκρατημένη και συγκροτημένη ταινία, που δεν εκπίπτει στιγμή σε συναισθηματική χειραγώγηση, χειροποίητη και χαμηλόφωνη, με εξαιρετική φωτογραφία, με την κάμερα στο χέρι και σε συνεχή κίνηση, πότε να κατεβαίνει στο ύψος της Σολ και να βλέπει μέσα από τα μάτια της, πότε να εστιάζει στα πρόσωπα των ενηλίκων διερευνώντας τα κρυμμένα συναισθήματα τους. Ο φακός δεν επιμένει, αιχμαλωτίζει φευγαλέες στιγμές, όσο μόνο χρειάζεται για να αποδοθεί η ιδιαιτερότητα του κάθε ήρωα, που όμως αρκούν για να συμπληρωθεί η συνολική εικόνα της οικογένειας ως μιας ορχήστρας, όπου το κάθε όργανο έχει τον δικό του ήχο, όμως όλα μαζί παράγουν τη μελωδία. Οι ομιλίες, τα γέλια, οι φωνές των ηρώων αποτελούν το μόνο soundtrack της ταινίας· ο αυθορμητισμός και η υποκριτική αμεσότητα χαρακτηρίζουν όλους τους ηθοποιούς, με κορυφαία τη μικρούλα Naima Senties με τη σπάνια εκφραστικότητα.
Η ταινία δε γίνεται ποτέ ζοφερή, παρά το επικίνδυνο θέμα της. Οι ήσυχες σκηνές με τα ζώα, που παρεμβάλλονται, αντιπαραθέτουν στον τρόμο και τον πόνο του θανάτου την αναλλοίωτη φυσική τάξη του κόσμου, όπου ζωή και θάνατος εναλλάσσονται αέναα σε μια αναπόδραστη ροή, που η συνειδητοποίηση και η αποδοχή της είναι η μόνη παραμυθία. Ο περιορισμένος χρόνος της μιας μέρας, μέσα στην οποία αρχίζει και τελειώνει η γιορτή, συστέλλεται σε στιγμές που βαραίνουν στο παρόν σαν μολύβι και διαστέλλεται στις διαστάσεις μιας μελλοντικής ανεξίτηλης ανάμνησης για τη Σολ.
Με το τέλος της γιορτής η μικρούλα αφήνει πίσω της ένα μεγάλο μέρος της παιδικότητας της, κρατάει όμως την ελπίδα της, κρατάει την βεβαιότητα της αγάπης που μοιράστηκε με τον πατέρα της, κρατάει τη ζωγραφιά του, κρατάει την πικρή συνειδητοποίηση ότι ‘’υπάρχουν πράγματα που αγαπάμε πολύ αλλά δε μπορούμε να τα δούμε’’.