Ακούγεται μάλλον αφελές να μιλάς σήμερα για αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια σε ένα κόσμο που τα αντίθετα τους θεωρούνται τα κατεξοχήν εχέγγυα επαγγελματικής επιτυχίας και κοινωνικής αναρρίχησης. Σε κοινωνίες που έχουν αποδυθεί σε ανελέητο κυνήγι μιας ανεξέλεγκτης σε ρυθμούς ανάπτυξης, μηδενικό ενδιαφέρον προκαλεί η όποια επίκληση σε προβλήματα που ταλαιπωρούν ομάδες ή άτομα παροπλισμένα και κοινωνικά περιθωριοποιημένα. Ο συναισθηματισμός, αδυναμία και κουσούρι ανεπίτρεπτο στην κυνική και ανάλγητη εποχή μας, αντικαθίσταται σταθερά από μια ευκαιριακή και παροδική μελοδραματική έξαρση, χωρίς ψυχικό αντίκρισμα. Αν τώρα όλα αυτά τα βρίσκεις σε μια ταινία που γυρίστηκε 70 χρόνια πριν, σε ένα διαφορετικό δηλαδή σύμπαν, περιττό να πούμε πόσο αθεράπευτα αιθεροβάμων θα θεωρηθεί αυτός που θα τη συστήσει.
Η επαναπροβολή, σε αποκαταστημένη κόπια, της λιγότερο γνωστής ταινίας ‘’Umberto D’’ του Vittorio De Sica αυτή την εβδομάδα στους κινηματογράφους, μου επιβάλλει, παρόλα αυτά, να πω δυο λόγια γι’ αυτή την αριστουργηματική δημιουργία του νεορεαλιστικού ιταλικού κινήματος – πόσο μάλλον που οι τελευταίοι μήνες χαρακτηρίζονται, κινηματογραφικά, από μια, κατά τη γνώμη μου, χλιαρή μετριότητα.
Ο Umberto D είναι ένας συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος στην πολλαπλά τραυματισμένη μεταπολεμική Ιταλία. Υπήρξε πάντα ένας άνθρωπος αξιοπρεπής και συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις του, όμως η πενιχρή σύνταξη του τον καταδικάζει σε μια πολύ δύσκολη επιβίωση και κατά συνέπεια σε χρέη που αδυνατεί να εξοφλήσει. Ζει μόνος του σε μια άθλια πανσιόν, υπό τη συνεχή απειλή της έξωσης από την σκληρή ιδιοκτήτρια που απαιτεί τα οφειλόμενα. Μοναδικός του σύντροφος ο σκύλος του Φλάικ, με τον οποίο έχει μια σχέση βαθιάς στοργής και αλληλεξάρτησης. Μοναδική του φίλη η απλοϊκή υπηρέτρια της πανσιόν, η Μαρία, με την οποία τον δένει μια πατρική και προστατευτική σχέση. Από τους πρώην συναδέλφους του και από τις τυχαίες γνωριμίες εισπράττει μόνο αδιαφορία ή και δυσφορία.
Ο καθημερινός αγώνας του Umberto D να εξασφαλίσει την επιβίωση τη δική του και στου σκύλου του τον ωθεί σε ενέργειες και καταστάσεις που παλιότερα θα θεωρούσε αδιανόητες. Βιώνει πικρότατες ταπεινώσεις, εξωθείται σε πράξεις που βάζουν σε σκληρή δοκιμασία τον αυτοσεβασμό του, κάνει απονενοημένες αυτοκαταστροφικές σκέψεις, φτάνει σε λύσεις ακραίας απελπισίας, που μόνο η αγάπη του για τον Φλάικ τον αποτρέπει από αυτές. Ο Umberto D δεν κάνει μόνο, στην ευπαθή ηλικία του, ένα σκληρό αγώνα επιβίωσης, προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του, γι’ αυτό και ποτέ δεν προκαλεί τον οίκτο μας, παρά μόνο τη συμπάθεια και την εκτίμηση μας.
Η ταινία του De Sica κλείνει την περίοδο του ιταλικού νεορεαλισμού. Τα θέματα του κινηματογραφικού ρεύματος επικεντρώνονται στην καθημερινή συνθήκη, στους ασήμαντους και χωρίς προοπτικές ανθρώπους που ταλαιπωρούνται κάτω από οικονομική και κοινωνική πίεση. Οι σκηνοθέτες επιλέγουν σκηνικούς χώρους και τοποθεσίες συνηθισμένες και καθημερινές, δεν ενδιαφέρονται για κατασκευασμένα σε στούντιο σκηνικά, αποφεύγουν τις εντυπωσιακές εικόνες, φιλμάρουν σκηνές σε πραγματικό χρόνο. Επειδή οι νεορεαλιστικές ταινίες εστιάζουν κυρίως στην ιστορία που αφηγούνται, προτιμώνται συνήθως ερασιτέχνες ηθοποιοί. Γενικότερα γίνεται προσπάθεια οι ταινίες να είναι ‘’αληθινές’’ – ο De Sica είχε πει ότι οι ταινίες του αποκαλύπτουν ‘’την καθημερινή ζωή της ανθρωπότητας’’.
Ο ’’Umberto D’’ ακολουθεί σε γενικές γραμμές τη θεματολογία και τις μεθόδους του νεορεαλιστικού ρεύματος. Σε αντίθεση όμως με τις προηγούμενες πασίγνωστες ταινίες του ‘’Shoshine’’ και ‘’Bicycle Thieves’’, που είχαν ήρωες της εργατικής τάξης, ο σκηνοθέτης εδώ επιλέγει ως ήρωα έναν μορφωμένο αστό, που τον υποδύεται εξαιρετικά πειστικά ένας 70χρονος ερασιτέχνης. Το συγκλονιστικό στην ταινία είναι ότι ο De Sica δε φοβήθηκε τον συναισθηματισμό, χειρίστηκε το συναίσθημα χωρίς μελοδραματισμούς, με σεβασμό και ειλικρίνεια. Γι’ αυτό και η κατάληξη του δράματος που προέκρινε δε συνάδει με τις επιλογές του νεορεαλισμού, που συνήθως προτιμά λύσεις εφικτές και ικανές να προσφέρουν διέξοδο. Ο σκηνοθέτης εναποθέτει την κατάληξη της ταινίας στην αλήθεια, που κρύβει μέσα της πολλή αγάπη αλλά και πολλή θλίψη.
Η ταινία στην εποχή της δέχτηκε, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες, αρνητική κριτική στην Ιταλία τόσο από τους Χριστιανοδημοκράτες όσο και από του Κομμουνιστές, που, από διαφορετική βάση, επέκριναν την ταινία ως απαισιόδοξη και αδιέξοδη. Δεν τολμώ να σκεφτώ πώς θα την χαρακτήριζε το σύγχρονο ελληνικό κοινό – αν βέβαια είχε το ενδιαφέρον να την απολαύσει…