Μια μαύρη οθόνη και μια δυσοίωνη συγχορδία ανοίγουν τη νέα ταινία του Jonathan Glazer, εισάγοντας τον θεατή στο έρεβος· σε ελάχιστα λεπτά η συγχορδία θα αντικατασταθεί από κελαηδίσματα πουλιών και το έρεβος θα σχηματοποιηθεί σε ειδυλλιακό τοπίο· βρισκόμαστε στη Ζώνη Ενδιαφέροντος – όπως ονόμαζαν οι ναζί την περιοχή γύρω από το στρατόπεδο του Άουσβιτς. Εκεί, ακριβώς έξω από τον περίβολο του, σε μια βίλα τριγυρισμένη από κήπους και θερμοκήπια, ζει ο Rudolf Hoss, διοικητής του στρατοπέδου, με τη γυναίκα του Hedwig, τα πέντε παιδιά του, τα άλογα του, το σκύλο του και το υπηρετικό προσωπικό.
Η συστηματική μαζική εξόντωση 1,1 εκατομμυρίου – κατά τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς – κρατουμένων, κυρίως Εβραίων, που συμβαίνει πίσω από την περίφραξη, δεν εμποδίζει την καθημερινότητα των Hoss να κυλά απρόσκοπτη μέσα στον μικρό παράδεισο τους. Οι καπνοί από τους φούρνους, η δυσοσμία, οι εφιαλτικές κραυγές, οι διαταγές, οι συριγμοί των τρένων που καταφτάνουν κουβαλώντας το ανθρώπινο φορτίο τους, έχουν πια ενσωματωθεί στη ευχάριστη κανονικότητα της οικογένειας, χωρίς να τη διαταράσσουν στο ελάχιστο.
Είναι μια ταινία στοιχειωμένη από την απουσία. Η φρίκη του στρατοπέδου δεν οπτικοποιείται, είναι απούσα, όπως είναι απούσα επίσης και από τη συνείδηση των ηρώων. Ο σκηνοθέτης εσκεμμένα αφήνει εκτός οθόνης το αδιανόητο κακό ως μη αναπαραστάσιμο· έχει ήδη καταγραφεί στην ιστορία, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην ανθρώπινη συνείδηση, άλλωστε η διάκριση ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη, όσο υπάρχει μνήμη. Διάσπαρτες στην ταινία υπάρχουν σύντομες, αθόρυβες νύξεις της εφιαλτικής πραγματικότητας του στρατοπέδου, ενταγμένες ως απολύτως φυσικές στην καθημερινή ρουτίνα της οικογένειας: η οικειοποίηση των ρούχων των κρατουμένων, τα ανθρώπινα υπολείμματα στο ποτάμι, τα μακάβρια και βίαια παιχνίδια των παιδιών, η εσπευσμένη αναχώρηση της πεθεράς λόγω του αναπνευστικού της, το κόκκινο νερό όταν πλένονται οι μπότες, οι απειλές στην υπηρέτρια, η στάχτη ως λίπασμα στον κήπο, οι στίχοι του Εβραίου Ιστορικού Joseph Wulf, επιζώντος του Άουσβιτς, που η κόρη του Hoss παίζει στο πιάνο. Οι νύξεις κινητοποιούν μνημονικούς συνειρμούς του θεατή, σε μια διαλεκτική παρουσίας-απουσίας· η απουσία είναι συνεχώς παρούσα, κι αυτό είναι τρομακτικό.
Οι Hoss ήταν δυο απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι της εργατικής τάξης, που κατάφεραν να αναρριχηθούν με την ένταξη τους στο ναζιστικό κόμμα και κυρίως με την προθυμία τους να εκτελούν με αφοσίωση τις όποιες εντολές. Εκείνος, ο Rudolf, ήρεμος, απόμακρος και καλός οικογενειάρχης, αντιμετωπίζει τα καθήκοντα του ως σειρά διοικητικών διαδικασιών και επιδιώκει τη βελτίωση των μέσων μαζικής εξόντωσης με αντίληψη εντελώς γραφειοκρατική. Εκείνη, η Hedwig, η ’’βασίλισσα του Άουσβιτς’’, φιλάρεσκη, σκληρή, φιλόδοξη, με πλήρη γνώση των μαρτυρίων των κρατουμένων αλλά χωρίς καμιά ενσυναίσθηση, αρνείται να εγκαταλείψει τον μικρό της παράδεισο όταν ο Hoss μετατίθεται, αφού ‘’ έχουμε στο κατώφλι μας ο,τι ονειρευτήκαμε’’ – είναι εκπληκτικός ο τρόπος που η μοναδική Sandra Huller σωματοποιεί στην κίνηση και στο γέλιο της όλα τα στοιχεία μιας γυναίκας λαϊκής καταγωγής που ζει επιτέλους το ‘’όνειρο’’ της.
Ο Glazer δεν ενδιαφέρεται να δώσει βάθος στους χαρακτήρες· επιδιώκει μέσα από την παρατήρηση της συμπεριφοράς τους να καταδείξει πως μπορούν οι πιο συνηθισμένοι άνθρωποι να μετατραπούν σε ενόχους και συνενόχους των πιο ειδεχθών μαζικών εγκλημάτων, σε αποστασιοποιημένους θεατές της θηριωδίας, θεληματικά κουφούς και τυφλούς απέναντι στη φρίκη, χωρίς τίποτα να διαταράσσει την κανονικότητα τους. ‘’Η Κοινοτοπία του Κακού’’ της Hannah Arendt – που κατά δήλωση του σκηνοθέτη ενέπνευσε την ταινία του, όπως και το ομώνυμο της βιβλίο του Martin Amis – στην πιο ωμά συγκλονιστική κινηματογραφική απεικόνιση της.
Τη συγκεκριμένη οπτική του σκηνοθέτη υπηρετούν συντονισμένα όλοι οι συντελεστές της ταινίας. Οι πολλαπλές κάμερες, που παρακολουθούν τις κινήσεις και δράσεις, μένουν σε ψυχρή απόσταση από τους ήρωες αποφεύγοντας τις κοντινές λήψεις· η φωτογραφία, εξαιρετικά διαυγής, δεν αφήνει απαρατήρητη και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια· οι νοσηρές συγχορδίες του Mica Levi ενσωματώνουν ήχους και στρεβλωμένες φωνές, χωρίς όμως να διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο· επιδίωξη του σκηνοθέτη είναι ο θεατής να οδηγηθεί σε παρατήρηση και νηφάλια θέαση, χωρίς καμιά συναισθηματική ταύτιση. Τη ροή της ταινίας διακόπτουν κάποιες υποβλητικές λήψεις – με κάμερα θερμικής απεικόνισης- μιας νεαρής κοπέλας που ρίχνει κρυφά μήλα στον χώρο· η σύνδεση με το άγριο παραμύθι ‘’Χάνσελ και Γκρέτελ’’, που, καθόλου τυχαία, ο Hoss διαβάζει στην κόρη του είναι μάλλον φανερή. Ο σκηνοθέτης αποκάλυψε ότι το νεαρό κορίτσι παραπέμπει επίσης στην Alexandra, μια εβραία κοπέλα που συμμετείχε στην Αντίσταση και πέθανε πρόσφατα σε μεγάλη ηλικία.
Η ταινία του Jonathan Glazer δεν είναι μια ταινία για το παρελθόν. Είναι μια ταινία για το πρόσωπο κάθε σύγχρονης εθνικιστικής εξουσίας, κάθε φασιστικού μορφώματος, που πίσω από την επίφαση δημοκρατικότητας και πολιτισμού σχεδιάζει και εκτελεί τα πιο θηριώδη εγκλήματα· είναι μια ταινία για τη συντριπτική πλειονότητα των σημερινών πολιτών της απάθειας και της αδράνειας, που, στην καλύτερη περίπτωση, ανέχονται παθητικά την εγγύτητα και τη δράση του κακού και, στη χειρότερη, δεν το διακρίνουν, ούτε το ακούν, κι ας συμβαίνει ‘’από την άλλη μεριά του τοίχου’’. Είναι μια ταινία αφύπνισης για τη σημερινή σιωπηλή συνενοχή της κανονικότητας.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ή αστήρικτο το γεγονός ότι η ταινία τελειώνει εστιάζοντας στο παρόν του στρατοπέδου· το Άουσβιτς είναι σήμερα ένα Μουσείο της ανθρώπινης θηριωδίας, που την καθημερινότητα του αποτελούν οι χιλιάδες επισκέπτες που το επισκέπτονται και οι εργάτριες που τη νύχτα το καθαρίζουν· όμως η φρίκη δεν έμεινε εκεί ως μουσειακό έκθεμα· και σήμερα επίσης, ανθρώπινα όντα δολοφονούν μαζικά άλλα ανθρώπινα όντα. Συμβαίνει ξανά, δίπλα μας.
*Η ταινία παίζεται από αυτή την εβδομάδα στους κινηματογράφους