Τα τέσσερα ποτήρια της παρέας έμεναν τώρα μισογεμάτα, πράγμα που έδειχνε ότι οι συνδαιτυμόνες είχαν τελειώσει το φαγοπότι τους. Άρχισαν τότε να μιλούν χωρίς ν’ ακούν τι λέει ο άλλος και ο καθένας δεν έδινε προσοχή παρά μόνο σε αυτό που είχε συμβεί στον ίδιο× οι φωνές γίνονταν όλο και πιο δυνατές, οι χειρονομίες πιο έντονες και τα μάτια τους πετούσαν φλόγες. Ήταν ένα γεύμα για εργένηδες, για ορκισμένα γεροντοπαλίκαρα. Είχαν καθιερώσει αυτό το γεύμα είκοσι χρόνια πριν, βαφτίζοντάς το Α γ α μ ί α. Τότε ήταν δεκατέσσερις φίλοι, αποφασισμένοι, αμετάκλητα, να μην παντρευτούν ποτέ γυναίκα. Τώρα είχαν μείνει τέσσερις. Τρεις είχαν πεθάνει και οι άλλοι εφτά είχαν παντρευτεί.
Αυτοί οι τέσσερις κρατούσαν ακόμα ψηλά το λάβαρο της Αγαμίας και τηρούσαν πιστά και σχολαστικά τους κανόνες που είχαν θεσπίσει στην αρχή αυτής της περίεργης συντροφιάς. Ορκίζονταν, δίνοντας τα χέρια, να κρατούν μακριά απ’ αυτό που ονόμαζαν «σωστό δρόμο» όλες τις γυναίκες και κατά προτίμηση αυτή των στενών συντρόφων. Όφειλαν επίσης σε κάθε δείπνο να εξομολογούνται μεταξύ τους και να διηγούνται, με όλες τις λεπτομέρειες, τα ονόματα και τις πιο ακριβείς πληροφορίες, τις τελευταίες ερωτικές τους περιπέτειες. Από κει είχε προκύψει αυτό το είδος γνωμικού που κυκλοφορούσε μεταξύ τους ως το σλόγκαν της παρέας: «Να ψεύδεσαι όπως ένας μπεκιάρης». Έδειχναν ακόμη την πιο μεγάλη περιφρόνηση για τη γυναίκα, αποκαλώντας τη «ζώο της ηδονής». Ανάφεραν κάθε στιγμή τον Σοπενάουερ, τον θεό τους, και απαιτούσαν την αποκατάσταση χαρεμιών και πύργων οργίων× είχαν κεντήσει στο τραπεζομάντιλο του γεύματος της Αγαμίας ένα λατινικό παράγγελμα: Μulier, perpetuus infans και από κάτω αυτό τον στίχο του Alfred de Vigny: Η γυναίκα , άρρωστο παιδί και δώδεκα φορές ακάθαρτη.
Με το να περιφρονούν όμως τις γυναίκες δεν σκέφτονταν παρά αυτές, δεν ζούσαν παρά γι’ αυτές και έτειναν προς αυτές όλες τις προσπάθειες και τις επιθυμίες τους. Όσοι απ’ την παρέα είχαν παντρευτεί τους αποκαλούσαν γελοίους γυναικοθήρες, τους κορόιδευαν, αλλά και τους φοβόντουσαν συνάμα. Είχαν καθιερώσει, την ώρα που έπιναν τη σαμπάνια, ν’ αρχίζουν τις εκμυστηρεύσεις. Εκείνη την ημέρα, οι γέροι, γιατί τώρα ήταν γέροι πια και όσο πιο πολύ γερνούσαν τόσο περισσότερο διηγούνταν παθιασμένες ερωτικές ιστορίες. Και είναι αλήθεια ότι οι γέροι είναι σ’ αυτό ανεξάντλητοι. Ο καθένας από τους τέσσερις, μέσα σε ένα μήνα, είχε αποπλανήσει τουλάχιστον μια γυναίκα την ημέρα – και τι γυναίκες! Τις πιο νέες, τις πιο αριστοκρατικές, τις πιο ωραίες.
Όταν είχαν τελειώσει τις διηγήσεις, ο ένας απ’ αυτούς – εκείνος που έχοντας μιλήσει πρώτος, όφειλε, σύμφωνα με τον κανονισμό της παρέας, ν’ ακούσει και τους άλλους, – σηκώθηκε και είπε: «Τώρα που έχουμε τελειώσει την πλάκα μας, προσφέρομαι να σας διηγηθώ όχι την τελευταία, αλλά την πρώτη μου ερωτική περιπέτεια. Και με αυτό εννοώ την πρώτη πραγματική περιπέτεια της ζωής μου, το πρώτο μου μεγάλο σφάλμα, θα έλεγα, (γιατί πραγματικά ήταν ένα μεγάλο σφάλμα) στην αγκαλιά μιας γυναίκας. Θέλω να σας μιλήσω για την πρώτη γυναίκα του καλού κόσμου που αποπλάνησα. Συγγνώμη, ήθελα μάλλον να πω: την πρώτη γυναίκα του καλού κόσμου που με αποπλάνησε.
Αυτή ήταν μια στενή φίλη της μητέρας μου, μια πραγματικά γοητευτική γυναίκα. Πάντως σ’ αυτές τις περιπτώσεις – να το ‘χετε υπόψη σας – όταν οι νέοι είναι αγνοί, τους χαρακτηρίζει συνήθως κάτι σαν σάστισμα ή χαζομάρα× και όταν είναι ερωτευμένοι, έχουν συμπεριφορά μανιακού. Μας κατηγορούν τότε ότι τις έχουμε διαφθείρει! Ε, λοιπόν, όχι! Αυτό είναι ψέμα! Και το λέω αυτό, γιατί εκείνες καταφέρνουν πάντα να είναι το θήραμα και όχι ο κυνηγός. Δεν έχουν ποτέ το ύφος κυνηγού, το ξέρω, και συχνά το εκμεταλλεύονται και μας κάνουν ό,τι θέλουν. Μετά, περνάνε στην επίθεση και μας κατηγορούν ότι τις έχουμε διαφθείρει, ατιμάσει, εξευτελίσει και δεν ξέρω τι άλλο.
Αυτή για την οποία μιλώ έτρεφε βεβαίως μεγάλη επιθυμία να μπλέξει ερωτικά μαζί μου. Ήταν γύρω στα τριάντα πέντε και εγώ μόλις είχα κλείσει τα είκοσι δύο. Είναι αλήθεια ότι δεν μου πέρασε καθόλου απ’ το μυαλό να την αποπλανήσω, αλλά και αυτό δεν σημαίνει ότι σκόπευα να γίνω καλόγερος του τάγματος των τραπιστών.
Μια μέρα που της είχα κάνει επίσκεψη και κοίταζα με έκπληξη το ρούχο που φορούσε – ένα πενιουάρ για πρωινή αμφίεση αρκετά ανοιχτό, σαν πόρτα εκκλησίας, όταν χτυπάει η καμπάνα για τη λειτουργία – αυτή μου πήρε το χέρι, το ’σφιξε (εσείς ξέρετε πώς το σφίγγουν αυτές σε τέτοιες στιγμές) και, με έναν στεναγμό μισολιγωμένο από τα βάθη του είναι της, μου είπε: «Ω! μη με κοιτάζεις έτσι, αγόρι μου».
Έγινα αμέσως πιο κόκκινος από ντομάτα και πιο δειλός από ό,τι συνήθως. Είχα μεγάλη επιθυμία να φύγω, αλλά μου κράταγε το χέρι σφιχτά. Μετά, το έβαλε πάνω στο στήθος της, ένα στήθος, αληθινά, ελκυστικό, και μου είπε: «Πιάσε και νιώσε την καρδιά μου πώς χτυπάει». Βέβαια, η καρδιά χτυπούσε. Όσο για μένα, άρχισα να πιάνω, αλλά δεν ήξερα με τι τέχνη γίνεται αυτό. Ωστόσο ένιωθα πως γινόμουν ένας άλλος. Καθώς έμενα με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο στήθος της και με το άλλο να κρατάω το καπέλο μου, συνέχιζα να την κοιτάζω με ένα χαμόγελο αμήχανο και βλακώδες συνάμα.
Εκείνη τότε ανασηκώθηκε ξαφνικά και φανερά εκνευρισμένη μου είπε: «Έλα, αγόρι μου! Τι μένεις ασάλευτος; Είσαι αγενής και κακομαθημένος!» Εγώ απέσυρα γρήγορα το χέρι μου από το στήθος της και έπαψα να χαμογελώ. Μουρμούρισα κάτι δικαιολογίες και έφυγα άναυδος με το κεφάλι θολωμένο.
Εκείνη όμως, για να πω την αλήθεια, έμεινε στη σκέψη μου και την ονειρευόμουν. Την έβρισκα γοητευτική, αξιολάτρευτη. Φανταζόμουν ότι την αγαπούσα, ότι την είχα αγαπήσει για πάντα, και αποφάσισα στο εξής να είμαι διαχυτικός, ακόμα και τολμηρός. Όταν την ονειρευόμουν, είχε για μένα ένα αχνό, μυστηριώδες χαμόγελο. Πόσο με τάραζε αυτό το χαμόγελο! Και αυτός ο καρπός του χεριού της που μου είχε σφίξει το χέρι πόσο καθαρά έδειχνε τώρα τον σκοπό της!
Από εκείνη την ημέρα φαίνεται ότι άρχισα να τη φλερτάρω. Έτσι τουλάχιστον με βεβαίωσε, αφ’ ότου την είχα… αποπλανήσει, κατακτήσει, ατιμάσει, με έναν σπάνιο μακιαβελισμό, με μια πεπειραμένη ικανότητα, με μια μαθηματικά υπολογισμένη επιμονή – και όλα αυτά με έναν δόλο των Απάτσι.
Ωστόσο, ένα πράγμα με τάραζε υπερβολικά: Αλήθεια, σε ποια παλαίστρα θα πραγματοποιούσα τον ερωτικό μου αυτό θρίαμβο; Εγώ κατοικούσα με την οικογένειά μου× και η οικογένειά μου σ’ αυτό το θέμα ήταν αδιάλλακτη. Επίσης δεν είχα την αναγκαία τόλμη για να περάσω, με μια γυναίκα αγκαλιά, την πόρτα ξενοδοχείου μέρα-μεσημέρι, και ούτε ήξερα από ποιον να ζητήσω συμβουλή. Η φίλη μου, κουβεντιάζοντας μαζί μου παιχνιδιάρικα, μου επισήμανε ότι κάθε νέος άντρας όφειλε να έχει ένα δωμάτιο στην πόλη. Και μου τόνισε: «Στο Παρίσι ζούμε!». Αυτή η φράση με ξύπνησε: Είχα, πράγματι, ένα δωμάτιο. Και αυτή – δεν έχασε την ευκαιρία – ήρθε εκεί.
Ήρθε μια μέρα του Νοέμβρη. Αυτή η επίσκεψη, την οποία εγώ ήθελα ν’ αναβάλω, με τάραξε πολύ, γιατί δεν είχα φωτιά. Και δεν είχα φωτιά γιατί το τζάκι μου κάπνιζε. Ακριβώς την προηγούμενη μέρα είχα διαμαρτυρηθεί στον ιδιοκτήτη, έναν παλιό έμπορο, κι αυτός μου υποσχέθηκε ότι θα έρθει ο ίδιος με τον καπνοδοχοκαθαριστή, για να εξετάσουν προσεχτικά τις εργασίες που έπρεπε να γίνουν.
Μόλις εκείνη μπήκε στο δωμάτιο, εγώ αμέσως της είπα: «Δεν έχω φωτιά γιατί το τζάκι μου καπνίζει». Δεν φάνηκε να έχει πρόβλημα μ’ αυτό που άκουσε. Και μουρμούρισε: «Δεν πειράζει, έχω φωτιά εγώ…». Και καθώς εγώ την κοίταζα έκπληκτος, αυτή σταμάτησε προς στιγμήν να μιλά και μετά, τελείως εκνευρισμένη, είπε: «Δεν ξέρω τι λες… Είμαι τρελή… χάνω το μυαλό μου… Τι έκανα, κύριε! Γιατί έχω έρθει εδώ η δυστυχισμένη! Ω, τι ντροπή!». Και έπεσε με λυγμούς στην αγκαλιά μου.
Πίστεψα στις τύψεις της και της ορκίστηκα ότι θα τη σεβόμουν. Τότε αυτή έπεσε στα γόνατά μου αναστενάζοντας: «Δε βλέπεις ότι εγώ σ’ αγαπώ και ότι με κατέκτησες κι είμαι ξετρελαμένη μαζί σου!» Αμέσως πίστεψα πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να την πλησιάσω. Αλλά αυτή ανασκίρτησε, μου ξέφυγε και έτρεξε να κρυφτεί σε ένα ντουλάπι, φωνάζοντας : «Μη με κοιτάζεις, μη, μη. Σήμερα νιώθω μεγάλη ντροπή, αν τουλάχιστον εσύ δεν μ’ έβλεπες, αν είμαστε και οι δυο μέσα στο σκοτάδι, στη νύχτα. Το σκέφτεσαι; Τι όνειρο! Τώρα κιόλας!»
Όρμησα τότε στο παράθυρο, έκλεισα τα παντζούρια, τράβηξα τις κουρτίνες και κρέμασα ένα παλτό στο λίγο φως που περνούσε στο δωμάτιο. Έπειτα, με τα χέρια απλωμένα στο σκοτάδι για να μην πέσω στις καρέκλες και, καρδιοχτυπώντας, την αναζήτησα και τη βρήκα.
Αυτό ήταν ένα νέο ταξίδι, για δυο, ψηλαφητά, προς την άλλη γωνία του δωματίου, όπου βρισκόταν το κρεβάτι μου. Δεν πηγαίναμε δεξιά, σίγουρα, άλλωστε εγώ ήξερα τα κατατόπια: πρώτα συναντήσαμε το τζάκι, έπειτα το κομοδίνο κι έπειτα αυτό που αναζητούσαμε. Τότε τα ξέχασα όλα μέσα σε μια ξέφρενη έκσταση. Ήταν μια ώρα τρέλας, παραφοράς και πρωτόγνωρης χαράς. Έπειτα μας κυρίευσε μια γλυκιά κόπωση και κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι. Ονειρεύτηκα. Αλλά να που μέσα στο όνειρο μού φάνηκε ότι με καλούσαν, ότι φώναζαν για βοήθεια. Έπειτα δέχτηκα ένα γερό σκούντημα. Άνοιξα τα μάτια!… Ο ήλιος, που έδυε κατακόκκινος και μεγαλόπρεπος, έμπαινε τώρα από το διάπλατα ανοιχτό παράθυρο. Φαινόταν να μας κοιτάζει από την άκρη του ορίζοντα και φώτιζε, με μια λάμψη αποθέωσης, το αναστατωμένο κρεβάτι μου, όπου ήταν ξαπλωμένη επάνω μια έκπληκτη και κατατρομαγμένη γυναίκα, η οποία ούρλιαζε, πάλευε, στριφογύριζε και κουνιόταν με τα πόδια και τα χέρια για να πιάσει μια άκρη του σεντονιού ή της κουρτίνας, ενώ, όρθιος στη μέση του δωματίου, ο ιδιοκτήτης, φορώντας ρεντιγκότα και συνοδευόμενος από τον θυρωρό και έναν κατάμαυρο σαν τον διάβολο καπνοδοχοκαθαριστή, μας κοίταζε μ’ ένα ηλίθιο βλέμμα. Σηκώθηκα οργισμένος, έτοιμος να του επιτεθώ, και φώναξα: « Τι ζητάτε σπίτι μου, για όνομα του Θεού! ». Ο καπνοδοχοκαθαριστής – που δεν είχε σβήσει το χαμόγελό του απ’ το θέαμα που έβλεπε – άφησε να του πέσει η λαμαρινένια πλάκα που είχε στα χέρια του. Ο θυρωρός φαινόταν να έχει χάσει τελείως το μυαλό του× και ο ιδιοκτήτης τραύλισε: «Μα, κύριε, εγώ… εγώ… για την καπνοδόχο… για το τζάκι…».
Ούρλιαξα: «Και μπήκατε σε ξένο σπίτι, για όνομα του Θεού!» . Τότε αυτός έβγαλε μ’ ελαφρά υπόκλιση το καπέλο του και με ύφος μπερδεμένο, αλλά κι ευγενικό, έφυγε οπισθοχωρώντας και μουρμουρίζοντας: «Συγχωρέστε με, κύριε, γιατί εάν είχα καταλάβει ότι θα σας ενοχλούσα, δεν θα ερχόμουν. Ο θυρωρός με βεβαίωσε ότι είχατε βγει έξω. Συγχωρέστε με !». Κι έφυγαν χωρίς άλλη κουβέντα.
Από κείνη την ημέρα, βλέπετε, δεν κλείνω ποτέ τα παράθυρα, σπρώχνω όμως πάντα τους σύρτες.
————————-