«Τα εύθραυστα γοβάκια»
Ιστορικά διηγήματα, κατ’ αναλογία των ιστορικών μυθιστορημάτων, είναι τα αφηγήματα του βιβλίου, κομίζοντας τα ζητούμενα του είδους, ως το βαθμό που τους επιτρέπει η μικρή φόρμα, την αποτύπωση της ιστορικής αλήθειας και το κλίμα των αντίστοιχων εποχών, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις πηγές και κάνοντας συμπληρώσεις και κάποτε εικασίες. Τα ζητούμενα αυτά τα αποτυπώνουν και οι φωτογραφίες αγαλμάτων και πινάκων που παρατίθενται στο τέλος κάθε κειμένου.
Πρώτη ύλη της η ιστορία, διασχίζοντας χιλιετηρίδες, σε μια πιστή αναπαράσταση των γεγονότων -χωρίς μυθοπλαστικές ανατροπές-, που εμπλουτίζονται με κινήσεις, περιγραφές και συναισθήματα που απορρέουν από τα τεκταινόμενα.
Οι εξέχουσες γυναίκες της συλλογής υπερβαίνουν, κάθε μια με τον τρόπο της, τους ρόλους για τους οποίους τις είχαν προορισμένες οι ανδροκρατούμενες κοινωνίες που έζησαν. Έτσι η Μπουντίκα καταρρίπτει το αντρικό ηρωικό και αρχηγικό πρότυπο, ηγούμενη μιας επανάστασης στην Αγγλία («Περηφάνια των λαών του Βορρά», σ.19), προτάσσοντας την ηθική της υπόσταση. Η εταίρα Ασπασία γίνεται φιλόσοφος και ηγερία του Περικλή κόντρα στα status της εποχής της.
Υπάρχουν όμως και προσωπικότητες που χρησιμοποιούν τα όπλα της θηλυκότητας για τους σκοπούς τους, όπως η Ιουδίθ («Η ιέρεια των νερών», σ.13) και υπερβαίνουν με διαφορετικό τρόπο το φυλετικό τους πεπρωμένο, εκ του αποτελέσματος, χωρίς να παραβιάζουν την κοινωνική έμφυλη συμπεριφορά τους, όπως ορίζεται αυτή από την εποχή τους.
Και στις δυο όμως περιπτώσεις οι γυναίκες αυτές αντιτίθενται στον ρόλο της αφάνειας που τους επιφυλάσσει η πατριαρχία και διεκδικούν τη μοίρα τους με δυναμισμό και αφοσίωση, στοιχεία που κατά πολύ θεωρούνταν αλλά και θεωρούνται αντρικά, όμως ούτε είναι και ούτε θα έπρεπε να είναι τέτοια, και οι ιστορίες αυτές χρησιμοποιούνται ως έμπρακτες αποδείξεις. Η εκθείαση των σημαντικών αυτών γυναικών γίνεται για να τονιστούν οι δυνατότητες του φύλου, που εκφράζονται παρ’ όλες τις αντιξοότητες.
Το ότι οι περιγραφές αυτών των βίων αποτελούν εξαιρέσεις του κανόνα καθιστά τη συλλογή φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στην ανισότητα και στις διακρίσεις. Τους χάρισαν γοβάκια από πάγο, δείγμα ιπποτικής αβρότητας και φυλετικού διαχωρισμού, αλλά ο πάγος λιώνει και είναι εύθραυστος, όπως και η θέση τους που αμφισβητείται ως ένα βαθμό.
Οπότε έμμεσα και κάποτε άμεσα το βιβλίο είναι διδακτικό, με κοινωνικό πρόσημο και αγωνιστική διαμαρτυρία, και κατατάσσεται στην όλο και πιο αυξανόμενη λογοτεχνική τάση του 21ου αιώνα να περνά θέσεις και να συμμετέχει στην ιδεολογική πάλη, κάτι που σε μεγάλο βαθμό είχε αποποιηθεί η γενιά του ογδόντα. Εγείρει και αυτό ξανά το ερώτημα αν πρέπει και με ποιο τρόπο η λογοτεχνία να περνάει μηνύματα ανθρωπισμού ή οποιαδήποτε άλλης φύσης ή αν είναι καλύτερο να αφηγείται απλώς ιστορίες προς τέρψη. Σίγουρα ο διδακτισμός έχει καταστρέψει πολλά βιβλία και τα έχει κάνει άτεχνα, απωθητικά και ανίκανα να αντέξουν στον χρόνο. Το ίδιο όμως ισχύει και για τα ανούσια έργα. Το «μήνυμα» είναι υποσύνολο της «ουσίας», ένας από τους τρόπους έκφρασής της. Η τέχνη πρέπει να είναι ελεύθερη και αποτελεσματική, όσον αφορά την επενέργεια της στον αναγνώστη, και αντανακλά έτσι τα ζητούμενα της εποχή της. Οι ρητές όμως δηλώσεις σπάνια μπορούν να λειτουργήσουν προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί μοιάζουν πομπώδεις και δασκαλίστικες. Την «αλήθεια» της τέχνης πρώτα την αισθάνεσαι και μετά την καταλαβαίνεις διανοητικά. Όμως και τα δυο είναι θεμιτά. Σε αυτή τη συνθήκη ισορροπεί επιτυχώς και η Λίλια Τσούβα. Η αποτύπωση των βίων των γυναικών της εγείρει έμμεσα φεμινιστικά ζητήματα. Καταφέρνει να μην είναι εκκωφαντική αλλά ανθρώπινη. Κάνει εμάς να φωνάζουμε χωρίς να φωνάζει εκείνη.
Συχνά τα διηγήματά της γίνονται πληροφοριακά, συνήθως προς το τέλος της αφήγησης, κάνοντας απ’ ευθείας αποτύπωση της ιστορίας. Έτσι παρατηρούμε μια μίξη αφηγηματικής μυθοπλασίας με το ιστορικό καταγραφικό κείμενο. Τόσο η στόχευση όσο και το αποτέλεσμα είναι μικτά, πληροφοριακά και λογοτεχνικά, και τελικά ψυχαγωγικά.
Γρηγόρης Τεχλεμετζής