Ούτε στ’ όνειρό του δεν θα μπορούσε να φανταστεί τέτοια τύχη βουνό! Γιός επαρχιακού κλητήρα, ο Ζαν Μαρέν, ήρθε όπως τόσοι άλλοι να σπουδάσει νομικά στο Καρτιέ Λατέν[1]. Στα κουτούκια όπου σύχναζε διαδοχικά άνοιξε φιλίες μ’ ένα σωρό φλύαρους φοιτητές, που λες κι έφτυναν την πολιτική πίνοντας τις μπυρίτσες τους. Τον συνεπήρε ενθουσιασμός για δαύτους και τους ακολουθούσε επιμόνως από καφενείο σε καφενείο, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να τους κερνά όποτε είχε χρήματα.
Αργότερα έγινε δικηγόρος και υποστήριξε κάμποσες υποθέσεις που έχασε. Ώσπου, μια μέρα, έμαθε από τις εφημερίδες ότι κάποιος απ’ τους παλιόφιλους του Καρτιέ εξελέγη βουλευτής. Κι έγινε ξανά το πιστό του σκυλί, ο φίλος που αναλαμβάνει τις αγγαρείες, τις αιτήσεις, αυτός που τον φωνάζουν όποτε τον χρειάζονται, και κανείς δεν τον υπολογίζει. Όμως έλα που σε μια κοινοβουλευτική στροφή των πραγμάτων, ο βουλευτής γίνηκε υπουργός˙ κι έξι μήνες αργότερα ο Ζαν Μαρέν προήχθη σε Κρατικό Σύμβουλο.
Κατ’ αρχάς τον πήρε και τον σήκωσε μια κρίση αλαζονείας να χάνεις το μυαλό σου. Κυκλοφορούσε στους δρόμους μόνο για τη χαρά της επίδειξης, λες και θα μπορούσε κανείς και μόνο βλέποντάς τον να μαντέψει τη θέση του. Κι έβρισκε πάντα κάποιον τρόπο να λέει στα εμπορικά που τύχαινε να μπει, στους εφημεριδοπώλες, μέχρι και στους αμαξάδες, με αφορμή τα πιο ασήμαντα πράγματα: -Εγώ, ως Κρατικός Σύμβουλος…
Κι αργότερα ανέπτυξε ως φυσική απόρροια της ευγενείας του, από επαγγελματική αναγκαιότητα αλλά και ως χρέος κάθε ανθρώπου που διαθέτει ισχύ και γενναιοδωρία, την επιτακτική ανάγκη να παρέχει προστασία. Δώριζε την στήριξή του στον καθένα με κάθε ευκαιρία και μ’ ανεξάντλητη γενναιοφροσύνη.
Όποτε συναντούσε στα βουλεβάρτα μια γνωστή φυσιογνωμία, προχωρούσε με ύφος ενθουσιώδες, έπαιρνε τα χέρια του άλλου στα δικά του, πληροφορείτο για την καλή του υγεία, έπειτα, χωρίς να περιμένει ερωτήσεις διεκήρυττε:
-Ξέρετε, εγώ είμαι Κρατικός σύμβουλος και βρίσκομαι στη διάθεσή σας. Εάν μπορώ να σας φανώ σε κάτι χρήσιμος, χρησιμοποιείστε με χωρίς δισταγμό. Στη θέση που βρίσκομαι πολλά περνούν από το χέρι μου.
Κι έπειτα έμπαινε στα καφέ μαζί με τον φίλο που είχε συναντήσει για αν ζητήσει ένα φτερό, μελάνι, κι ένα φύλλο χαρτί αλληλογραφίας – «Ένα μόνο, γκαρσόν, είναι για να γράψουμε μια συστατική επιστολή».
Κι έγραφε δέκα, είκοσι, πενήντα συστατικές επιστολές κάθε μέρα. Έγραφε στο καφέ Αμερικαίν, στου Μπινιόν, στου Τορτονί, στο Χρυσό Σπίτι, στο καφέ Ρις, στο Ελντέρ, στο καφέ Ανγκλαί, στο Ναπολιταίν, παντού, παντού. Έγραφε μερικές από δαύτες σε όλους τους κρατικούς λειτουργούς της Δημοκρατίας, από τους ειρηνοδίκες μέχρι τους υπουργούς. Και ήταν ευτυχής, ολοκληρωτικά ευτυχής.
Ένα πρωί, καθώς έβγαινε από το σπίτι του για να πάει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, άρχισε να βρέχει. Δίστασε μήπως να έπαιρνε ένα αμάξι, αλλά δεν πήρε και το ‘κοψε ποδαράτο μέσα από τους δρόμους.
Η νεροποντή γινόταν όλο και πιο τρομερή, έπνιγε τα πεζοδρόμια, πλημμύριζε τα ισόγεια. Ο κ. Μαρέν αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο κάτω από μια πόρτα. Ένας γέρος ιερέας βρισκόταν ήδη εκεί, ένας γέρο αββάς με άσπρα μαλλιά. Πριν γίνει σύμβουλος του Κράτους ο κ. Μαρέν δεν αγαπούσε διόλου τον κλήρο. Τώρα τους φερόταν με σεβασμό, αφότου ένας καρδινάλιος τον είχε συμβουλεύσει ευγενώς για κάποια δύσκολη υπόθεση. Η βροχή έπεφτε κατακλυσμιαία αναγκάζοντας τους δυο άνδρες να καταφύγουν στον θάλαμο του θυρωρού για να αποφύγουν τα πιτσιλίσματα. Ο κ. Μαρέν που μονίμως τρωγόταν να περιαυτολογεί και να παινεύεται δήλωσε:
– Άθλιος καιρός, κύριε πρεσβύτερε.
Ο γέρο αββάς, υποκλίθηκε:
-Ω! ναι, κύριε, είναι πολύ δυσάρεστο όταν έρχεται κανείς στο Παρίσι για λίγες μόνο μέρες.
-Α! είστε από την επαρχία;
-Ναι, κύριε, δεν είμαι παρά περαστικός από εδώ.
-Πράγματι, είναι πολύ δυσάρεστο να βρέχει τις λίγες μέρες που θα παραμείνει κανείς στην πρωτεύουσα. Εμείς, οι λειτουργοί, που μένουμε εδώ όλο τον χρόνο, δεν το σκεφτόμαστε καν.
Ο αββάς δεν απάντησε. Κοίταζε τον δρόμο όπου η νεροποντή έμοιαζε να μαλακώνει. Και ξάφνου, παίρνοντάς το απόφαση, ανασήκωσε το ράσο του όπως ανασηκώνουν οι γυναίκες το φουστάνι τους, για να περάσει τα ρυάκια.
Ο κ. Μαρέν φώναξε βλέποντάς τον να φεύγει:
-Θα μουλιάσετε κύριε πρεσβύτερε. Περιμένετε λίγο ακόμη, θα σταματήσει.
Ο ανθρωπάκος αναποφάσιστος σταμάτησε κι έπειτα ξεκίνησε ξανά:
-Είμαι πολύ βιαστικός. Έχω μια επείγουσα συνάντηση.
Ο κ. Μαρέν έμοιαζε απελπισμένος.
-Μα θα μπορέσετε να το διασχίσετε καλύτερα. Μπορώ να σας ρωτήσω σε ποια γειτονιά πηγαίνετε;
Ο παπάς φαινόταν να διστάζει, έπειτα πρόφερε:
-Πάω προς το Παλαί Ρουαγιάλ.
-Σ’ αυτή την περίπτωση θα μου επιτρέψετε, κύριε πρεσβύτερε, να σας προσφέρω την προστασία της ομπρέλας μου. Πηγαίνω στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Είμαι σύμβουλος του Κράτους.
Ο γέρο αββάς σήκωσε τη μύτη και κοίταξε τον γείτονά του, έπειτα δήλωσε:
-Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε, δέχομαι μετά χαράς.
Τότε ο κ. Μαρέν τον πήρε από το μπράτσο και τον τράβηξε. Τον καθοδηγούσε, τον επιτηρούσε, τον συμβούλευε:
-Προσέξτε αυτό το ρυάκι, κύριε πρεσβύτερε. Κυρίως να φοβάστε τους τροχούς των αμαξών, κάποτε σας πιτσιλίζουν από κορυφής μέχρις ονύχων. Προσέχετε τις ομπρέλες των περαστικών. Δεν υπάρχει κάτι πιο επικίνδυνο για τα μάτια από τις κεραίες τους. Οι γυναίκες προπαντός είναι ανυπόφορες˙ δεν προσέχουν τίποτα, και σας χώνουν πάντα κατάμουτρα τη μύτη της ομπρέλας τους. Και ποτέ δεν χαλούν τη ζαχαρένια τους για κανέναν. Θα έλεγε κανείς πως η πόλη τούς ανήκει. Βασιλεύουν στο πεζοδρόμιο και στον δρόμο. Και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η παιδεία τους είναι παντελώς ελλιπής.
Και ο κ. Μαρέν βάλθηκε να γελά.
Ο αββάς δεν απαντούσε. Περπατούσε λιγάκι σκυφτός, διαλέγοντας με προσοχή τα σημεία που πατούσε το πόδι του για να μη βρέξει ούτε το υπόδημα ούτε το ράσο του.
Ο κ. Μαρέν συνέχισε:
-Σίγουρα θα ήρθατε στο Παρίσι για να διασκεδάσετε λιγάκι.
Ο ανθρωπάκος απάντησε:
-Όχι, έχω μια υπόθεση.
-Α! Είναι σημαντική υπόθεση; Να τολμήσω να σας ρωτήσω περί τίνος πρόκειται; Ίσως μπορώ να σας φανώ χρήσιμος˙ είμαι στη διάθεσή σας.
Ο αββάς φαινόταν ενοχλημένος. Μουρμούρισε:
-Ω! είναι μια μικρή προσωπική υπόθεση. Μια μικρή δυσκολία με τον… με τον επίσκοπό μου. Δεν θα σας ενδιέφερε, είναι μια εσωτερική υπόθεση… εκκλησιαστικού περιεχομένου.
Ο κ. Μαρέν τον πίεσε.
-Μα είναι ακριβώς το Συμβούλιο της Επικρατείας που κανονίζει αυτά τα θέματα. Στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιείστε με.
-Ναι κύριε, κι εγώ στο Συμβούλιο της Επικρατείας πηγαίνω. Είστε χιλιάκις καλός. Πάω να δω τον κύριο Λερεπέρ, και τον κ. Σαβόν, και επίσης ίσως τον κ. Πτιπά.
Ο κ. Μαρέν κοκάλωσε.
-Μα είναι φίλοι μου, κε πρεσβύτερε, οι καλύτεροί μου φίλοι, εξαιρετικοί συνάδελφοι, άνθρωποι χαριτωμένοι. Θα σας συστήσω και στους τρεις, και μάλιστα θερμώς. Να υπολογίζετε σε μένα.
Ο αββάς ευχαρίστησε, αναλύθηκε σε δικαιολογίες, και ψέλλισε χίλιες ευλογίες.
Ο κ. Μαρέν ήταν ενθουσιασμένος.
-Α! μπορείτε να πείτε πως είχατε μια περίφημη τύχη, κύριε πρεσβύτερε. Θα δείτε, θα δείτε, πως χάρη σε μένα η υπόθεσή σας θα τρέξει σαν να είχε ροδάκια.
Έφταναν πια στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο κ. Μαρέν οδήγησε τον παπά στο γραφείο του, του προσέφερε ένα κάθισμα, τον τοποθέτησε κοντά στη φωτιά, έπειτα πήρε θέση ο ίδιος στο τραπέζι και άρχισε να γράφει:
«Αγαπητέ μου συνάδελφε, επιτρέψτε μου να σας συστήσω με τον θερμότερο τρόπο έναν αξιοσέβαστο εκκλησιαστικό άνδρα από τους πλέον έντιμους και αξιόλογους, τον κ. πρεσβύτερο…»
Διέκοψε και ρώτησε:
-Το όνομά σας παρακαλώ;
-Αββάς Σεντύρ.
Ο κ. Μαρέν ξανάρχισε να γράφει: «Τον κ. αββά Σεντύρ, που έχει ανάγκη από τις καλές σας υπηρεσίες για κάποια μικρή υπόθεση περί της οποίας θα σας μιλήσει.
»Είμαι ευτυχής για την περίσταση, που μου επιτρέπει, αγαπητέ συνάδελφε…» Και τελείωσε με τις συνήθεις ευγενείς προσφωνήσεις. Όταν πια είχε γράψει τις τρεις επιστολές, τις παρέδωσε στον προστατευόμενό του, που αναχώρησε για έναν ατελείωτο αριθμό παραστάσεων.
Ο κ. Μαρέν ολοκλήρωσε την εργασία του, γύρισε στο σπίτι του, πέρασε ήσυχα την ημέρα του, κοιμήθηκε εν ειρήνη, ξύπνησε ενθουσιασμένος και είπε να του φέρουν τις εφημερίδες.
Η πρώτη που άνοιξε ήταν ένα φύλλο ριζοσπαστικό. Διάβασε:
«Ο κλήρος και οι λειτουργοί μας.
«Ποτέ δεν θα πάψουμε να καταγγέλλουμε τις ατασθαλίες του κλήρου. Κάποιος ιερωμένος, ονόματι Σεντύρ, βεβαιωμένος συνωμότης κατά της παρούσης κυβερνήσεως, κατηγορούμενος για πράξεις ανάξιες, που ούτε καν θα αναφέρουμε, ύποπτος επί πλέον ως παλαιός ιησουίτης που μεταμορφώθηκε σε απλό αββά, απομακρυνθείς από έναν επίσκοπο για ανομολόγητα ως λέγεται αίτια, και κληθείς στο Παρίσι για να δώσει εξηγήσεις σχετικώς με την συμπεριφορά του, βρήκε ένα θερμό συνήγορο στο πρόσωπο του κ. Μαρέν, συμβούλου του Κράτους, που δεν δίστασε να δώσει σ’ αυτόν τον ρασοφόρο κακοποιό τις πιο πιεστικές συστατικές επιστολές προς άπαντες τους δημοκρατικούς λειτουργούς και συνεργάτες του.
»Επισημαίνουμε την αχαρακτήριστη στάση του συμβούλου αυτού του Κράτους στον υπουργό…»
Ο κ. Μαρέν σηκώθηκε με ένα σάλτο, ντύθηκε, έτρεξε στον συνάδελφό του Πτιπά, που του είπε:
-Α, μα, είστε τρελός που μου συστήσατε αυτόν τον γέρο συνωμότη.
Και ο κ. Μαρέν τραύλισε σα χαμένος:
-Μα όχι… βλέπετε… με εξαπάτησαν… Είχε ένα ύφος τίμιου ανθρώπου… με κορόιδεψε… με κορόιδεψε άτιμα. Σας παρακαλώ, κάνετε να τιμωρηθεί αυστηρά, πολύ αυστηρά. Θα γράψω. Πείτε μου τι πρέπει να γράψω για να καταδικαστεί. Θα πάω να βρω τον γενικό εισαγγελέα και τον αρχιεπίσκοπο του Παρισιού, ναι, τον αρχιεπίσκοπο…
Και κάθισε στο γραφείο του κου Πτιπά κι έγραψε:
«Σεβασμιότατε, λαμβάνω την τιμήν να κάνω γνωστό στην Εξοχότητά σας πως έπεσα θύμα της πλεκτάνης και των ψευδολογιών κάποιου αββά Σεντύρ, που εκμεταλλεύτηκε την καλή μου πίστη.
Εξαπατηθείς από τις διαμαρτυρίες του εκκλησιαστικού ανδρός, τόλμησα…………….»
Έπειτα, αφού είχε υπογράψει και σφραγίσει την επιστολή, στράφηκε στον συνάδελφό του και δήλωσε:
-Βλέπετε, καλέ μου φίλε, αυτό να σας γίνει μάθημα, να μη δίνετε συστάσεις ποτέ σε κανέναν.
[1] Η συνοικία του πανεπιστημίου της Σορβόννης και του λυκείου St Louis.