Η πραγματεία αυτή του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου του 20ού αιώνα, που συντάχθηκε λίγο χρόνο μετά την ολοκλήρωση του κύριου έργου της μεσοΰστερης περιόδου του στοχασμού του, των «Συμβολών στη φιλοσοφία» (1936-1938), συνίσταται σε μία εξονυχιστική και εμβριθέστατη ερμηνεία του πρώτου κεφαλαίου του βιβλίου Β΄ των Φυσικῶν του Αριστοτέλη. Η βαρύτητα της ερμηνείας τούτης διαφαίνεται ήδη από το γεγονός ότι ο Heidegger δηλώνει ευθύς εξ αρχής ότι θεωρεί το έργο αυτό του Αριστοτέλη «το κρυφό βιβλίο αναφοράς όλης της δυτικής φιλοσοφίας».
Αντικείμενο της χαϊντεγκεριανής ερμηνείας είναι η κεντρική για την αριστοτελική περί φύσεως φιλοσοφία θέση πως η φύση είναι η «ἀρχὴ κινήσεως τῶν φύσει ὄντων». Η ενδελεχής ανάλυση της θέσης αυτής, όπως αναπτύσσεται στο εν λόγω κεφάλαιο των Φυσικῶν, παρέχει στον Heidegger τη δυνατότητα να αναδείξει το, κατά την ερμηνεία του, αυθεντικό περιεχόμενο των κεντρικών εννοιών της αριστοτελικής οντολογίας, όπως της ουσίας, της κατηγορίας, της αλήθειας και του λόγου, της ύλης και της μορφής, της δύναμης, της ενέργειας και της εντελέχειας κ.ά. Η αριστοτελική οντολογία και φυσική φιλοσοφία εμφανίζεται, αφενός μεν, ως η κορύφωση του ελληνικού στοχασμού, αφετέρου δε όμως, ήδη ως ο απόηχος πλέον της «πρώτης αρχής» των μεγάλων προσωκρατικών φιλοσόφων.
Η πραγματεία Περί της ουσίωσης και της έννοιας της φύσης προσφέρει στον Έλληνα αναγνώστη τη δυνατότητα να προσεγγίσει το στοχασμό του μεσοΰστερου Heidegger υπό το ιδιαίτερο πρίσμα της αντιπαράθεσής του με την αριστοτελική οντολογία, συνάμα δε να γνωρίσει και τούτη την τελευταία στον γόνιμο διάλογό της με το στοχασμό ενός από τους κορυφαίους στοχαστές του 20ού αιώνα. Τα εκτενή προλεγόμενα και τα πολυάριθμα επεξηγηματικά σχόλια του μεταφραστή επιχειρούν να διευκολύνουν την πρόσβαση του Έλληνα αναγνώστη στο μεστότατο και βαθυστόχαστο αυτό φιλοσοφικό κείμενο.