Αφρός και τίποτα περισσότερο
Δεν χαιρέτησε μπαίνοντας. Εγώ στεκόμουν και ακόνιζα στο δερμάτινο λουρί την καλύτερη από τις λεπίδες μου. Με το που τον αναγνώρισα με έπιασε τρεμούλα. Όμως εκείνος δεν μου έδωσε σημασία. Καμώθηκα πως συνεχίζω να ακονίζω το ξυράφι. Το δοκίμασα κατόπιν στο μήλο του αντίχειρα και γύρισα να το κοιτάξω κόντρα στο φως.
Εκείνος έβγαλε τότε από τη μέση του τη φυσιγγιοθήκη από όπου κρεμόταν και η θήκη του πιστολιού του. Την κρέμασε σε έναν από τους γάντζους της κρεμάστρας και από πάνω έβαλε το πηλίκιο.
Γυρνώντας προς το μέρος μου και λύνοντας τον κόμπο της γραβάτας του είπε:
-Κάνει μια ζέστη… σκέτη κόλαση. Ξύρισμα.
Και κάθισε στην καρέκλα. Του υπολόγισα γένια τεσσάρων ημερών. Τις τέσσερες μέρες από την τελευταία επιχείρηση που βγήκαν να ψάξουν τους δικούς μας. Το πρόσωπό του φαινόταν καμένο ,αφυδατωμένο από τον ήλιο. Βάλθηκα να ετοιμάζω σχολαστικά τη σαπουνάδα. Έξυσα φλούδες από την πλάκα του σαπουνιού και τις άφησα να πέσουν στο κύπελλο του αφρού, έριξα λίγο χλιαρό νερό και με το πινέλο άρχισα να ανακατεύω. Γρήγορα έγινε σαπουνάδα.
-Τα παιδιά από τη μονάδα πρέπει να έχουν τόσα γένια όσα και εγώ.
Συνέχισα να φτιάχνω αφρό.
-Όμως, μας βγήκε καλά. Ξέρετε; Τσακώσαμε τα κεφάλια. Άλλους νεκρούς άλλους ζωντανούς ακόμα. Γρήγορα όμως θα είναι όλοι νεκροί.
-Πόσους πιάσατε; ρώτησα.
-Δεκατέσσερους. Πρέπει να μπούμε πιο βαθειά στη σέλβα [1]για να τελειώνουμε με δαύτους. Όμως ήδη το πληρώνουν . Και δεν θα γλιτώσει ούτε ένας. Ούτε ένας!
Ρίχτηκε στην καρέκλα να με βλέπει με το πινέλο στο χέρι γεμάτο αφρό. Έμενε να του βάλω τη μπέρτα. Στεκόμουν σαστισμένος.
Βέβαια…
Έβγαλα από το συρτάρι μια μπέρτα και την έδεσα στο λαιμό του πελάτη μου. Αυτός δεν σταμάτησε να μιλάει. Υπέθετε πως εγώ ήμουν ένας από τους οπαδούς του τάγματος.
-Το χωριό θα έχει παραδειγματιστεί με ό,τι έγινε τις προάλλες, είπε.
-Ασφαλώς… Απάντησα ενώ τελείωνα με το δέσιμο πίσω στο σκούρο σβέρκο που μύριζε ιδρωτίλα.
-Ήταν καλό, δεν ήταν;
-Πολύ καλό, απάντησα ενώ ερχόμουν μπροστά με το πινέλο.
Ο άντρας έκλεισε τα μάτια με μια έκφραση κούρασης και περίμενε έτσι το δροσερό χάδι της σαπουνάδας.
Ποτέ δεν περίμενα να τον έχω τόσο κοντά. Διασταυρωθήκαμε μόνο για μια στιγμή, τη μέρα που διέταξε το χωριό να παρελάσει από την αυλή του Σχολείου για να δει εκεί κρεμασμένους τους τέσσερις αντάρτες. Όμως το θέαμα των ακρωτηριασμένων σωμάτων δεν με άφηνε να προσέξω το πρόσωπο του ανθρώπου που το διεύθυνε όλο αυτό και που τώρα έφτασε να το κρατάω στα χέρια μου. Δεν ήταν βέβαια ένα πρόσωπο άσχημο. Και τα γένια, αν και τον μεγάλωναν λίγο, του πήγαιναν ωραία. Ονομαζόταν Τόρρες. Καπετάν Τόρρες, λοχαγός. Ένας άντρας με φαντασία. Γιατί;
Γιατί ποιος άλλος είχε σκεφτεί, αφού κρεμάσει γυμνούς τους αντάρτες, να δοκιμάσει μετά να τους ακρωτηριάσει με σφαίρες σε ορισμένα σημεία του σώματος;
Άρχισα να απλώνω την πρώτη στρώση της σαπουνάδας. Αυτός συνέχισε με τα μάτια κλειστά:
-Θέλω πολύ να κοιμηθώ μια στάλα, είπε. Αλλά είναι αργά και έχω πολλά να κάνω.
Άφησα το πινέλο και ρώτησα, μόλις και μετά βίας, δήθεν αδιάφορα:
-Εκτέλεση;
-Κάτι τέτοιο αλλά πιο αργό, απάντησε.
-Όλους;
-Όχι. Μερικούς μόνο.
Ξανάπιασα να βάζω σαπουνάδα στα γένια. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν πάλι. Ο άντρας δεν μπορούσε να το αντιληφτεί και αυτό ήταν πλεονέκτημα για μένα. Όμως θα ήθελα πολύ να μην είχε έρθει. Πιθανόν πολλοί από τους δικούς μας να τον έχουν δει να μπαίνει. Και όταν πατήσει στο σπίτι ο εχθρός, βάζει τους όρους του. Εγώ θα έπρεπε να ξυρίσω εκείνα τα γένια με προσοχή σαν να ήταν οποιουδήποτε άλλου. Έτσι που να μη βγει σταγόνα αίμα ούτε από έναν πόρο, προσέχοντας όπως γυρίζω ελαφρά το ξυράφι να μην ξεφύγει. Προσέχοντας να μείνει το δέρμα καθαρό, λείο, αστραφτερό. Έτσι που, περνώντας την ανάποδη της παλάμης μου πάνω του, να το νιώθω χωρίς τρίχες. Ναι. Μπορεί να ήμουν ένας παράνομος επαναστάτης, ήμουν όμως και ένας ευσυνείδητος κουρέας, περήφανος για την επιμελημένη εργασία μου. Και αυτά τα γένια των τεσσάρων ημερών προσφέρονταν για μια καλή δουλειά.
Πήρα το ξυράφι, άνοιξα σε αμβλεία γωνία τις δυο λαβές, ελευθέρωσα τη λεπίδα και άρχισα το έργο από τη μια φαβορίτα και προς τα κάτω. Το ξυράφι ανταποκρινόταν στην εντέλεια. Η τρίχα φαινόταν ατίθαση και σκληρή, όχι τόσο μεγάλη, όσο πυκνή. Το δέρμα σιγά σιγά φανερωνόταν. Ακουγόταν το ξυράφι με το χαρακτηριστικό του ήχο και πάνω του μαζεύονταν γρομπαλάκια αφρού ανακατεμένα με ξυρισμένα γένια. Έκανα μια παύση για να το καθαρίσω, έπιασα το δερμάτινο λουρί και βάλθηκα να ακονίζω ξανά το ατσάλι γιατί είμαι μπαρμπέρης που κάνει καλά τη δουλειά του.
Ο άντρας που έμενε με τα μάτια κλειστά, τα άνοιξε, έβγαλε το ένα του χέρι κάτω από τη μπέρτα, άγγιξε το μέρος του προσώπου που ήταν καθαρό από σαπουνάδα και μου είπε:
-Ελάτε στο Σχολείο στις έξι το απόγευμα.
-Το ίδιο με τις προάλλες; Ρώτησα με φρίκη.
-Μπορεί να βγει καλύτερο, απάντησε.
-Τι σκέφτεστε να κάνετε;
-Δεν ξέρω ακόμα. Αλλά θα διασκεδάσουμε.
Ρίχτηκε ξανά προς τα πίσω και έκλεισε τα μάτια. Πλησίασα με τη λεπίδα ψηλά.
-Σκέφτεστε να τους τιμωρήσετε όλους; Αποτόλμησα ντροπαλά.
-Όλους.
Η σαπουνάδα ξεραινόταν στο πρόσωπό του. Έπρεπε να βιαστώ. Από τον καθρέφτη κοίταξα προς το δρόμο. Τα ίδια όπως πάντα. Το παντοπωλείο και μέσα δυο – τρεις πελάτες. Μετά κοίταξα το ρολόι. Δύο και είκοσι το απόγευμα. Η λεπίδα κατέβαινε. Από το άλλο μάγουλο τώρα, από τη φαβορίτα και προς τα κάτω. Γένια ασημογάλαζα, γένια μελανιά που δεν είχαν φυτρώσει ακόμη. Έπρεπε να τα αφήσει να μεγαλώσουν όπως κάποιοι ποιητές ή και παπάδες. Θα του πήγαιναν ωραία. Πολλοί δεν θα τον αναγνώριζαν, και καλύτερα για αυτόν σκέφτηκα, ενώ προσπαθούσα να ξυρίσω απαλά όλο το μέρος του λαιμού. Γιατί εκεί, ναι εκεί, έπρεπε να χειριστώ με μαεστρία το ξυράφι, αφού οι τρίχες, αν και κοντές, έστριβαν, γύριζαν προς τα πάνω. Γένια σγουρά. Οι πόροι μικροσκοπικοί, μπορούσαν να ανοίξουν και να ξεπηδήσει το αιμάτινο μαργαριτάρι τους. Ένας καλός μπαρμπέρης όμως, όπως εγώ, έτσι χτίζει τη φήμη του. Να μη συμβεί αυτό σε κανέναν πελάτη. Και αυτός ήταν ένας πελάτης πρώτης τάξεως.
Πόσους από τους δικούς μας είχε διατάξει να ακρωτηριαστούν;… Καλύτερα να μη το σκέφτομαι. Ο Τόρρες δεν ήξερε ότι ήμουν εχθρός του. Δεν το ήξερε ούτε αυτός ούτε οι δικοί του. Ήταν ένα μυστικό για πολύ λίγους, ακριβώς για να μπορώ εγώ να πληροφορώ τους επαναστάτες για το τι έκανε ο Τόρρες στο χωριό και τι σχεδίαζε να κάνει κάθε φορά που επιχειρούσε εξόρμηση για να πιάσει αντάρτες. Θα ήταν λοιπόν πολύ δύσκολο να εξηγήσω ότι τον είχα στα χέρια μου και τον άφησα να φύγει ήσυχα, ζωντανός και ξυρισμένος.
Τα γένια είχαν φύγει σχεδόν τελείως. Φαινόταν πιο νέος, με λιγότερα χρόνια στην πλάτη του, αν λογαριάσει κανείς απ’ όταν μπήκε. Υποθέτω ότι αυτό συμβαίνει πάντα με τους πελάτες, όταν μπαίνουν και όταν βγαίνουν από τα κουρεία.Kάτω από τη λεπίδα μου ο Τόρρες ξανάνιωνε, ναι, γιατί εγώ είμαι ένας καλός μπαρμπέρης, ο καλύτερος σε αυτό το χωριό το λέω χωρίς να ξιπάζομαι.
Λίγη σαπουνάδα ακόμη εδώ, κάτω από το πηγούνι, πάνω στο μήλο του Αδάμ, πάνω στη καρωτίδα. Τι ζέστη! Ο Τόρρες θα ιδρώνει, όπως εγώ. Όμως εκείνος δεν φοβάται .Είναι ένας άνθρωπος ήρεμος που δεν σκέφτεται καν τι θα κάνει με τους αιχμαλώτους αυτό το απόγευμα. Αντίθετα εγώ, με αυτή τη λεπίδα στο χέρι καθαρίζοντας ξανά και ξανά αυτό το πρόσωπο, αποφεύγοντας να βγει έστω μια σταγόνα αίμα από τους πόρους ,προσέχοντας κάθε κίνηση, δεν μπορώ να σκεφτώ με ηρεμία. Ανάθεμα την ώρα που ήρθε!…Γιατί εγώ μπορεί να είμαι ένας επαναστάτης αλλά δεν είμαι φονιάς… Τι με νοιάζει για αυτόν; Τίποτα. Θα έρθουν άλλοι και μετά άλλοι. Και οι πρώτοι θα σκοτώνουν τους δεύτερους και αυτοί τους τρίτους και θα συνεχίζουν το ίδιο και το ίδιο μέχρι που όλα να γίνουν μια θάλασσα από αίμα.
Εγώ θα μπορούσα να κόψω αυτό το λαιμό, έτσι, σαςς!… Δεν θα του άφηνα χρόνο να παραπονεθεί και έτσι, όπως έχει τα μάτια κλειστά, δεν θα έβλεπε ούτε τη λάμψη της λεπίδας ούτε τα μάτια μου να αστράφτουν. Όμως τρέμω, όχι όπως ένας αληθινός φονιάς. Από αυτόν το λαιμό θα τρέξει ποτάμι το αίμα πάνω στη μπέρτα, στην καρέκλα, στα χέρια μου, στο πάτωμα. Θα πρέπει να κλείσω την πόρτα, ενώ το αίμα ζεστό θα τρέχει στο χώμα, ανεξίτηλο, ασταμάτητο μέχρι το δρόμο σαν μικρό άλυκο ρυάκι. Είμαι βέβαιος ότι ένα ακαριαίο χτύπημα, ένα βαθύ κόψιμο, δεν θα τον κάνει να νιώσει πόνο. Δεν θα υποφέρει.
Και τι θα κάνω με το πτώμα; Πού θα το κρύψω. Θα πρέπει να εξαφανιστώ, να αφήσω τις δουλειές μου και να φύγω μακριά, πολύ μακριά. Αλλά θα με κυνηγήσουν μέχρι να με ξεκάνουν. «Ο φονιάς του καπετάν Τόρρες! Τον έσφαξε ενώ του ξύριζε τα γένια. Τι δειλός!».
Κι από την άλλη πλευρά: « Ο εκδικητής των δικών μας! Ένα όνομα για να θυμόμαστε – εδώ το όνομά μου –. Ήταν ο κουρέας του χωριού μας. Κανένας δεν ήξερε ότι υπερασπιζόταν το σκοπό μας».
Και τι; Δολοφόνος ή ήρωας;
Από την κόψη αυτής της λεπίδας εξαρτάται το πεπρωμένο μου. Μπορώ να κατεβάσω λίγο πιο κάτω το χέρι, να ακουμπήσω ένα τι παρακάτω το ξυράφι και να το βυθίσω. Το δέρμα θα σκιστεί σαν μετάξι, σαν λάστιχο, σαν μαντήλι .Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρυφερό από το ανθρώπινο δέρμα. Και το αίμα είναι πάντα εκεί, έτοιμο να τρέξει. Και ένα λεπίδι σαν κι αυτό ποτέ δεν θα σε προδώσει.
Όμως, εγώ, δεν θέλω να είμαι ένας δολοφόνος, όχι κύριε. Εσείς ήρθατε να σας ξυρίσω και εγώ τη δουλειά μου την κάνω τίμια. Είμαι τίμιος εγώ. Δεν θέλω να λερώσω τα χέρια μου με αίμα, με αφρό μόνο. Τίποτα άλλο. Εσείς ένας δήμιος είστε και εγώ ένας κουρέας, τίποτα παραπάνω. Κι ο καθένας τη δουλειά του. Έτσι έχει το πράγμα. Ο καθένας τη δουλειά του.
Τα μάγουλα είχαν μείνει καθαρά, λεία και αστραφτερά. Ο άντρας ανασηκώθηκε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Πέρασε τις παλάμες από το δέρμα του και το ένιωσε δροσερό και ανανεωμένο.
-Ευχαριστώ, είπε.
Κατευθύνθηκε προς την κρεμάστρα να πάρει τη ζωστήρα του, το πιστόλι και το πηλίκιο. Θα πρέπει να ήμουν κατάχλωμος, ένιωθα το πουκάμισό μου μούσκεμα στον ιδρώτα. Ο Τόρρες φόρεσε τη φυσιγγιοθήκη, στερέωσε την αγκράφα, βεβαιώθηκε για τη θέση του πιστολιού του και, αφού ίσιωσε τα μαλλιά του, φόρεσε το πηλίκιο. Από την παντελονότσεπη έβγαλε μερικά κέρματα για να πληρώσει τις υπηρεσίες μου και προχώρησε προς την πόρτα. Στο κατώφλι στάθηκε για μια στιγμή και γυρνώντας μου είπε:
-Μου είχαν πει πως θα με σκοτώνατε. Ήρθα για να σας δοκιμάσω… Δεν είναι όμως εύκολο να σκοτώσεις… Εγώ που σας το λέω, ξέρω γιατί.
Και κατηφόρισε στο δρόμο.
1) σέλβα: πυκνό δάσος
(Δημοσιεύτηκε το 1956 στη Μπογκοτά της Κολομβἰας).
Βιογραφικό:
Ο Ερνάντο Τέγιες (1908-1966) ήταν Κολομβιανός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και διπλωμάτης,
Ευμορφία Μαντζαβίνου, Χολαργός 13 /1//2020. Hμέρα γέννησης του Κ. Παλαμά.