Η Γενοβέφα με περιμένει πάντα
´´Toujours J´espere quelqu´un´´.
U.M.
Εμφανιζόταν αυτή την ώρα στη σκοτεινή πλευρά του δρόμου. Περιμένεις κάποιον; Της έλεγα εγώ. Και αυτή μου απαντούσε: Πάντα περιμένω κάποιον εγώ. Είχε τα μαλλιά της βαμμένα κόκκινα και τα μάτια της ήταν αληθινά γαλάζια. Ποιο είναι το φυσικό χρώμα των μαλλιών σου; Την ρωτούσα εγώ. Και εκείνη μου απαντούσε: Μαύρο. Και εγώ κάθε φορά σκεφτόμουν ότι αυτό ήταν ένα θαύμα – μάτια γαλάζια, μαλλί μαύρο – και ότι έπρεπε να αφήσει να φύγει η μπογιά από το κεφάλι της για να αποκατασταθεί η αλήθεια. Κάποια φορά της το είπα. Στους πελάτες αρέσει πιο πολύ έτσι, απάντησε. Έτσι η ψεύτικα πυρόξανθη πρόκληση, ίδια και απαράλλαχτη, ξεπηδούσε με το πρώτο σκοτάδι. Έμοιαζε με ένα φωτεινό σημάδι στη θάλασσα της νύχτας που, πάνω σε εκείνη τη γωνιά της πόλης, άρχιζε να μαζεύει τα νερά από τα ερέβη της. Το σώμα της είχε μέση δαχτυλίδι και λαγόνες με καμπύλες τορνευτές. Επιπλέον τα στήθη της ξέφευγαν από την μπλούζα της χωρίς μάταιη βοήθεια. Ναι. Ένα θαύμα που το έλεγαν Γενοβέφα, λίγο αινιγματική, τίποτα περισσότερο,
Εγώ όμως δεν μπορούσα να της προσφέρω χρήματα. Δεν είχα. Θα ήθελα να έχω για να της πω, όπως είχα ακούσει να της λένε άλλοι άντρες: Πάμε; ή πώς σου φαίνεται, θα μπορούσαμε να περάσουμε λίγη ώρα μαζί. Με τα λεφτά στην τσέπη, θα ήταν αρκετό να της κάνω ένα νεύμα, χωρίς λόγια. Εκείνη θα καταλάβαινε. Θα έπαιρνε το δρόμο προς τα πάνω με το ενθαρρυντικό βήμα της και εγώ από πίσω, σε απόσταση, προσποιούμενος πλήρη αδιαφορία με την καρδιά όμως να χτυπάει τρελά από αγωνία. Γιατί πολλές φορές ήμουν μάρτυρας της σκηνής: Ένας άντρας έφτανε στη μπροστινή γωνία και έμενε να την κοιτάζει. Αυτή απέφευγε το βλέμμα και μετά χαμογελούσε με τα μάτια και με την άκρη των χειλιών της. Ο άντρας κουνούσε το κεφάλι του, ανεπαίσθητα σχεδόν, προσκαλώντας την να πάει μπροστά, να του δείξει το δρόμο που δεν γνώριζε. Τότε το κορμί με τη μέση δαχτυλίδι και τις χαριτωμένες λαγόνες άρχιζε να προχωράει, σίγουρο πως και ο άλλος πήγαινε στο κυνήγι του. Στο τέλος του δρόμου η γυναίκα περίμενε στη γωνία μιας πολυκατοικίας με μια παλιά μονοκατοικία. Ήταν το μέρος της συμφωνίας. Εάν η διαπραγμάτευση κατέληγε ικανοποιητικά, δεν έμενε παρά να τακτοποιηθεί με το που έμπαιναν στο σπίτι. Τα υπόλοιπα, εγώ, εύκολα τα φανταζόμουν. Και μου γίνονταν βασανιστήριο. Αλλά τι μπορούσα να κάνω; Τι μπορεί να κάνει ένα παιδάριο δεκαεπτά ετών που κερδίζει πέντε πέσος την εβδομάδα για να προσέχει μια αποθήκη δημητριακών στην άλλη άκρη της πόλης; Τι μπορούσα να κάνω, εάν από τα πέντε πέσος έπρεπε να δώσω τέσσερα στη μαμά για να ψωνίσει , να πηγαίνω στον κουρέα κάποιες φορές και τις Κυριακές στο σινεμά. Να μαζέψω επίσης για να αγοράσω παπούτσια. Μια μιζέρια. Μια δυστυχία. Εμάς όμως τα παιδιά ως δεκαεπτά ετών, τόσο φτωχά όπως εγώ, δεν μας πληρώνουν περισσότερο για να φυλάμε μια αποθήκη δημητριακών στην άλλη άκρη της πόλης. Ακόμη και έτσι πρέπει να λέμε και ευχαριστώ, που πετύχαμε μια δουλειά καθαρή στο κάτω – κάτω, αφού το καλαμπόκι, το σιτάρι και το κριθάρι δεν λερώνουν, δεν μυρίζουν άσχημα και, όταν το αφεντικό δεν είναι εκεί και οι πελάτες έχουν φύγει, είναι δωρεάν να ξαπλώνεις πάνω στους σωρούς. Είναι σαν να ξαπλώνεις στον κάμπο, πάνω στις σοδειές, πάνω στο καλύτερο πράγμα της γης.
Πέντε πέσος δεν είναι και τίποτα. Το είπα, μια μιζέρια. Και μια γυναίκα σαν αυτή αξίζει παραπάνω, πολύ παραπάνω. Εγώ ήξερα ότι άξιζε παραπάνω, γιατί εκείνη μου το είπε: «Ρικάρντο, όταν έχεις είκοσι πέσος, θα πάμε στο σπίτι να διασκεδάσουμε». Είκοσι πέσος! Ένας μήνας δουλειά και χωρίς να σκεφτώ τη μαμά, χωρίς να φυλάξω καθόλου για τα παπούτσια και να αφήσω να μακρύνουν τα μαλλιά μου. Όχι. Η Γενοβέφα δεν θα έρθει ποτέ μαζί μου στο σπίτι της γωνίας, δεν θα μπορέσω ποτέ εγώ να περάσω στο σκοτεινό χωλ, να φτάσω στο μυστηριώδες εσωτερικό όπου επιτέλους θα μου παραδινόταν, όπου θα μπορούσα να την δω γυμνή και να αγγίξω τη δαχτυλιδένια μέση της, τα στητά στήθη της και τους χαριτωμένους γοφούς της. Μια ανατριχίλα στο σώμα μου και η επιθυμία που φούντωνε έμοιαζε σαν να έκαιγε το αίμα μου. Τι ήμουν εγώ στον κόσμο, ένα τίποτα! Λιγότερο και από έναν κόκκο σιτάρι στο κόσκινο, λιγότερο και από ένα σπυρί καλαμπόκι στο τσουβάλι. Έφευγα από τη δουλειά μου λοιπόν με την έμμονη ιδέα να την βρω εκεί αλλά και με την αγωνία μήπως δεν την πετύχω. Από μακριά, ενώ διέσχιζα την πλατεία, διέκρινα το ηλεκτρικό φανάρι, αναμμένο πια, στο απέναντι πεζοδρόμιο από εκείνο όπου στεκόταν περιμένοντας πελάτη. Και μετά στο συνηθισμένο μέρος έβλεπα το φώς των μαλλιών της και την ανάλαφρη σιλουέτα του κορμιού της. Εγώ προσποιούμουν ότι δεν βιάζομαι. Επιβράδυνα το βήμα παρότι μέσα μου βασανιζόμουν από την επιθυμία. Όμως αφού δεν είχα χρήματα, δεν είχα το δικαίωμα να τρέξω σ’ αυτήν ούτε απλά να προχωρήσω με την σιγουριά εκείνου που μπορεί να κάνει μια καλή πρόταση. Εβδομάδες και εβδομάδες, για να μην πω χρόνια ολόκληρα, θα πρέπει να δουλεύω για να μπορέσω να της πω κάποια φορά: «Βλέπεις Γενοβέφα, εδώ έχω τα χρήματα». Και βγάζοντάς τα από την τσέπη θα της δείξω τα χαρτονομίσματα και εκείνη θα πάει μαζί μου στο παλιό σπίτι.
Το αφεντικό έφτασε τύφλα στο μεθύσι. Μπήκε στην αποθήκη με μεγάλες δρασκελιές. Ήταν ένας άντρας κοκκαλιάρης και, δεν ξέρω γιατί, μου φαινόταν γερασμένος πριν την ώρα του, ίσως από την αντίθεση ανάμεσα στην μυϊκή του σβελτάδα – μερικές φορές με βοηθούσε να μεταφέρουμε τσουβάλια – και στα γκριζαρισμένα μαλλιά του, όπως και στη βεντάλια που έκαναν οι ρυτίδες στους κροτάφους του. Εγώ τον φώναζα δον Ρικάρντο. Δον Ρικάρντο Βερμούδες. Ένας ντόπιος από τη σαβάνα με κοκκινωπό δέρμα, με άγρια χέρια, άξεστος στους τρόπους και στη γλώσσα. «Εσύ είσαι ένας βλάκας, ένας κρετίνος», μου έλεγε ενώ χασκογελούσε, ικανοποιημένος από αυτό το χαρακτηριστικό της νοημοσύνης μου πάνω στο οποίο δοκίμαζε τη δική του εξουσία χτυπώντας την σαν ένα κέρμα πάνω στην πέτρα της ταπεινότητάς μου. Εγώ παρέμενα σιωπηλός, νιώθοντας το αόρατο μαστίγιο της προσβολής σαν μια πρόσκληση να του σαλτάρω στο λαιμό. Σκεφτόμουν όμως τα πέντε πέσος .Τα Σάββατα μόλις βράδιαζε τράβαγε αυτός από ένα μάτσο χαρτονομίσματα που είχε πάντα σε μια από τις τσέπες του παντελονιού του τα πέντε πέσος για να με πληρώσει, αφού σάλιωνε τις άκρες των δαχτύλων του για να τα μετρήσει. Εγώ άντεχα. Δεχόμουν την προσβολή. «Εσύ είσαι ένας βλάκας και μισός», επαναλάμβανε χασκογελώντας. Ξαφνικά σοβάρευε κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια.
« Φέρε το βιβλίο καταγραφής», διέταζε. Ήταν ένα βιβλίο βρώμικο και μεγάλο στο οποίο ήμουν υποχρεωμένος να σημειώνω σε δυο παράλληλες στήλες πόσα τσουβάλια έμπαιναν στην αποθήκη και πόσα έβγαιναν από την αποθήκη. Να καταχωρώ επίσης το όνομα του πελάτη. Άρχιζα να τρέμω. Στα σκούρα στρογγυλά του μάτια φαινόταν μια λάμψη ευχαρίστησης να ανακαλύπτει πόσο εύκολα με κυρίευε η αγωνία. « Για κάθε λάθος θα σε χρεώνω ένα πέσος», απειλούσε. Κρύος ιδρώτας με έκοβε που έφτανε από τις μασχάλες ως τα δάχτυλα όταν εκείνος άρχιζε μεγαλόφωνα να διαβάζει τις σημειώσεις μου. «60 τσουβάλια καλαμπόκι …στο αγρόκτημα Άγουα Κλάρα… Πώς, 60;». «120 τσουβάλια κριθάρι… στο Αγρόκτημα δε Τορίχος…». Και ξεσπούσε. Ήταν αυτοκρατορικά σίγουρος για τη μνήμη του. Και αμφισβητούσε με περιφρόνηση τη γραπτή, από μένα, καταχώρηση στο βρώμικο βιβλίο. «Το είπα, ένας βλάκας. Το Σάββατο θα λογαριαστούμε». Και εγώ περίμενα το ίδιο όπως μια κατάρα την φοβερή ημέρα. Ξεχνούσε την απειλή κάποιες φορές. Άλλες έλεγε ότι θα την ανέβαλλε. Απολάμβανε όμως, όπως απολαμβάνει κάποιος μια ηδονή, να απλώνει πάνω στη ζωή μου και να πλανάται το σύννεφο της σκληρότητας του.
Μπήκε με μεγάλες δρασκελιές. Ήταν αναψοκοκκινισμένος περισσότερο από ποτέ. Με κοίταξε με εκείνο το απόμακρο, γυάλινο βλέμμα που άστραφτε παράξενα, που φώτιζε το πρόσωπο κάποιου σκνίπα στο μεθύσι. Το βλέμμα στο οποίο η αβυσσαλέα ουσία της ζωής φαινόταν να ανοίγεται κατευθείαν στα κατάβαθα της συνείδησης. Αναζήτησε κάτι, ίσως τα τσιγάρα του, στο σακάκι, στο παντελόνι. Τίποτα. Τρέκλιζε. Έψαξε πάλι με άτσαλα χέρια και από τη δεξιά τσέπη του παντελονιού του έβγαλε το αιώνιο μάτσο από χαρτονομίσματα. Έμεινε να τα κοιτάζει με ύφος ηλίθιου και μετά τα φύλαξε πιέζοντας τα, τσαλακώνοντας τα όπως κάποιος που παίζει με μια μπάλα από χαρτί. Επιχείρησε να κάνει ένα βήμα μπροστά, τρέκλισε πάλι και τέλος έπεσε φαρδύς πλατύς. Η ντάνα από τσουβάλια κοντά στο μέρος που είχε πέσει έκοψε τη φόρα από το χτύπημα και το αφεντικό βρέθηκε με το μισό σώμα ακουμπισμένο στη ντάνα και τα πόδια τεντωμένα στο πάτωμα. Μουρμούρισε κάποιες ακατανόητες λέξεις και κατάλαβα από κάτι σαν βογγητό ζώου που γέμιζε τον αέρα της αποθήκης, συνηθισμένος πια από τη μυρωδιά του αλκοόλ που έβγαινε από εκείνο το στόμα, ότι μια ακατανίκητη υπνηλία αποδυνάμωνε εκείνο εκεί το πεσμένο σώμα. Περίμενα ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα. Λίγο λίγο το ροχαλητό έγινε κανονικό. Το κεφάλι έγειρε πιο πολύ, οδηγημένο από το ίδιο του το βάρος να βρει ένα σημείο να ακουμπήσει. Έμεινε πεσμένο στο στήθος. Ένας ύπνος που έμοιαζε να ζυγίζει πολλούς αόρατους τόνους από μπρούντζο κατέβαινε πάνω σε εκείνα τα βλέφαρα, πάνω σε εκείνο το πρόσωπο, πάνω σε όλο εκείνο το κορμί. Τότε ήταν που μου ήρθε η φοβερή επιθυμία μαζί με την θύμηση της Γενοβέφας, πάντα σιωπηρή στη σάρκα μου, στις αισθήσεις μου, στο μυαλό μου. Η επιθυμία να κλέψω από το αφεντικό είκοσι πέσος, είκοσι άθλια πέσος από αυτό το σωρό των τσαλακωμένων χαρτονομισμάτων που είχε φυλαγμένα στη τσέπη του παντελονιού. Με αυτά τα είκοσι πέσος εγώ θα ήμουν για μια ώρα, τουλάχιστον για μια ώρα, ο αφέντης, ο κάτοχος της Γενοβέφας. Εγώ, που μετρούσα στον κόσμο πολύ λιγότερο από ένα κόκκο σιταριού στο κόσκινο, λιγότερο και από ένα σπυρί καλαμπόκι στο τσουβάλι, με αυτά τα είκοσι πέσος θα ήμουν για μερικές στιγμές ο βασιλιάς της ζωής. Θα μπορούσα να πάω εκεί που ήταν η Γενοβέφα και να της πω: «Πάμε στο παλιό σπίτι». Θα μπορούσα να την ξεντύσω εγώ ο ίδιος, αργά, βγάζοντας από το σώμα της ένα ένα όλα τα ρούχα: πρώτα τα παπούτσια, στη συνέχεια τις κάλτσες. Θα πρόβαλε το ροδαλό δέρμα της, η σάρκα που έτρεμε… Τα χέρια μου θα άγγιζαν τις τούφες από χνούδι στις πιο κρυφές γωνιές…
Περίμενα λίγο ακόμα και με τεντωμένο αυτί, σκυμμένος πάνω στο σώμα του αφεντικού μου, έκανα να ακούσω το ροχαλητό. Η μπόχα του αλκοόλ με αηδίαζε. Τον άγγιξα στο στήθος, στην αρχή απαλά μετά με μεγαλύτερη δύναμη. Δεν ξυπνούσε. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα της αποθήκης και για μια στιγμή στάθηκα εκεί κοιτάζοντας στο δρόμο. Απέξω πολύ λίγος κόσμος περνούσε. Αποφάσισα να κλείσω την πόρτα. Και επέστρεψα στο εσωτερικό. Το σώμα βρισκόταν στην ίδια θέση ανασαίνοντας βρώμικα και δυνατά. Είκοσι πέσος! Είκοσι πέσος! Η εικόνα της Γενοβέφας γέμιζε όλη την αποθήκη. Έσκυψα με μεγάλη προσοχή και άρχισα την επιχείρηση σαν κλέφτης. Καλύτερα να γονατίσω. Έτσι θα μου ήταν πιο εύκολη η δουλειά. Πέρασα κοντά στις ντάνες του καλαμποκιού και του σιταριού πάνω στις οποίες είχε σωριαστεί το σώμα του αφεντικού. Έκανα λίγο στην άκρη την ατσαλένια βέργα με την οποία τρυπούσαν τα τσουβάλια για να βγάλουν δείγματα, γλίστρησα το χέρι μου κάτω από το πόδι και το άπλωσα μέχρι εκεί που άνοιγε η τσέπη και βρίσκονταν τα χαρτονομίσματα. Σταμάτησα. Ο άντρας εξακολουθούσε να κοιμάται. Μπορούσα λοιπόν να συνεχίσω. Το χέρι γλίστρησε στη τσέπη. Ένα βαθύ ροχαλητό με έκανε να παραλύσω. Θα ξυπνούσε; Όχι. Ο ρυθμός του ροχαλητού ξανάγινε κανονικός, άγριος, σταθερός. Ξανάπιασα τη δουλειά μου. Τι μαρτύριο! Τα λεφτά ήταν χωμένα εκεί που δίπλωνε η κοιλιά με τα πόδια. Έπρεπε να σπρώξω λίγο δυνατά για να βγάλω κάτι. Έτσι έκανα και στο χέρι μου βρέθηκαν επιτέλους κάποια χαρτονομίσματα. Με αυτά όμως στο χέρι κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα, ότι δεν θα ήμουν ικανός να το ξαναεπιχειρήσω, αφού ο τρόμος που με κατείχε ήταν τόσο μεγάλος που θα με εμπόδιζε. Έτσι γονατισμένος μέτρησα νοερά το ποσόν που είχα καταφέρει: Είκοσι δύο πέσος. Τι ανακούφιση! Πήγα να σηκωθώ και ξαφνικά ένας παράξενος θόρυβος έσπασε την σιωπή: ένα από τα πόδια μου είχε μπερδευτεί με τη σιδερένια βέργα. Ο άντρας μισάνοιξε τα μάτια, με είδε με τα λεφτά στο χέρι και πρέπει να διάβασε στο πρόσωπό μου τι είχε συμβεί. Εγώ είχα παραλύσει από το φόβο μου. Αυτός σηκώθηκε σαν να τον είχαν σπρώξει οι μυστικές δυνάμεις της απληστίας, της οργής, της σκληρότητας πιο ισχυρές πιθανόν από την εξαντλητική δύναμη του μεθυσιού.
Τα στρογγυλά, σκούρα μάτια του καρφωμένα πάνω μου άστραφταν με όλο το μίσος του κόσμου. «Κλεφτρόνι, κλεφτρόνι, βρωμιάρη» μου φώναξε. «Τώρα θα σε κανονίσω, τώρα θα σε κανονίσω!», μούγγριζε ενώ συγχρόνως άρχιζε να βγάζει το λουρί που του κρατούσε τα παντελόνια. Το λουρί τινάχτηκε στον αέρα έκανε μια στροφή σαν φίδι και εγώ ένιωσα κάτι σαν καυτό σίδερο να πέφτει στο κεφάλι μου και στο αυτί. Τα χαρτονομίσματα έπεσαν και κύλισαν στο χώμα. Έσκυψα κάνοντας μια ενστικτώδη κίνηση να αμυνθώ, να προφυλάξω το πρόσωπό μου, την ίδια στιγμή ένιωθα στην πλάτη, όπου μια άλλη βουρδουλιά έσκαγε, ένα φριχτό πόνο. Είδα τότε την ατσαλένια βέργα. Την άρπαξα έξαλλος με τα δυο μου χέρια και γυρνώντας προς το σώμα που τρέκλιζε λίγο, του την κοπάνισα στο κεφάλι που φορούσε ακόμα το καπέλο από τσόχα με εκείνο το αξέχαστο πράσινο χρώμα. Είδα πώς τα παντελόνια άρχισαν να του πέφτουν, να του πέφτουν κουβαριασμένα ανάμεσα στα πόδια. Το σώμα σωριάστηκε στο πάτωμα από πλάκες με γδούπο πιο δυνατό και από ένα τσουβάλι καλαμπόκι. Το αίμα ακαριαία σχημάτισε αυλάκι στην αναπότρεπτη ροή του. Πέταξα τη βέργα και έσκυψα πάνω στο σώμα. Το θέαμα από τα πεσμένα και κουβαριασμένα παντελόνια με κατέτρυχε ενώ ο τρόμος με παρέλυε. Το αφεντικό μου φαινόταν να έχει σταματήσει για πάντα να ανασαίνει, να ζει. Μια θαυμαστή ηρεμία απλώθηκε τώρα, στ’ αλήθεια, σε εκείνο το άλλοτε κακότροπο πρόσωπο. Μάζεψα τα σκορπισμένα χαρτονομίσματα και άλλη μια φορά θυμήθηκα τη Γενοβέφα. Τα ξαναμέτρησα νοερά και βγήκα από την αποθήκη. Ακριβώς όπως ένας κλέφτης. Όπως ένας δολοφόνος, ακριβώς.
Στεκόταν όπως πάντα στη σκοτεινή πλευρά του δρόμου. Και όπως πάντα τα μαλλιά της βαμμένα κόκκινα κατάπιναν το σκοτάδι. Πλησιάζοντας διαπίστωσα ότι τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι γαλάζια. Ένα θαύμα αν, όπως της το είχα πει, αυτή αποφάσιζε κάποια φορά να ξαναποκτήσει το μαύρο φυσικό των μαλλιών της. «Στους πελάτες αρέσει πιο πολύ έτσι» . Ψέματα. Τώρα, εγώ, ήμουν ένας πελάτης. Ένας πελάτης που κατέληξε να σκοτώσει το αφεντικό του για να εξασφαλίσει τα χρήματα που εκείνη είχε ως τιμή, για να μπορέσω εγώ να την αγαπήσω, έστω μια φορά, για μια ώρα. Εγώ ήμουν ένας πελάτης και χωρίς αμφιβολία εμένα μου άρεσαν περισσότερο τα μαύρα μαλλιά. Τα δικά της μαύρα μαλλιά.
-Περιμένεις κάποιον; Της είπα αυτόματα από καθαρή συνήθεια.
– Εγώ πάντα περιμένω κάποιον.
– Εμένα;
-Γιατί όχι; απάντησε με απρόσμενη τρυφερότητα.
-Αλήθεια;
-Αλήθεια.
-Δεν έχω όμως χρήματα, της είπα για πρώτη φορά στα αστεία, ενώ έπαλλε στη τσέπη μου ο μικρός θησαυρός των εικοσιδύο πέσος.
-Δεν πειράζει. Είσαι τόσο καλός φίλος! Και αρχίζω να σ’ αγαπάω. Εδώ και καιρό θέλεις να βρεθείς μαζί μου. Και μου αρέσεις Ρικάρντο. Εγώ θα πληρώσω την κυρία του σπιτιού. Πάμε Ρικάρντο, πάμε… Ποτέ δεν θα χρειαστείς χρήματα για να με πληρώσεις…