Ο Χιούμπερτ Σέλμπυ Jr. (1928 –2004) γεννιέται στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Στα 15 του χρόνια παρατάει το σχολείο για να μπαρκάρει. Στο εμπορικό ναυτικό προσβάλλεται από φυματίωση που κολλάει από τις αγελάδες που μεταφέρουν στο πλοίο. Έτσι αρχίζει η περιπέτεια της υγείας του που θα κρατήσει ως το τέλος της ζωής του. Οι γιατροί που τον εξετάζουν του δίνουν ένα χρόνο ζωής και τον στέλνουν σπίτι να πεθάνει. Ο Σέλμπι αποφασίζει να ζήσει, και προς πείσμα των γιατρών, ζει ακόμα εξήντα ένα χρόνια. Όμως, μη μπορώντας να πιάσει μια κανονική δουλειά, παίρνει ακόμα μια απόφαση. Πρόκειται για μια απόφαση απελπισίας θα έλεγε κανείς – «Ήξερα το αλφάβητο. Σκέφτηκα πως ίσως μπορούσα να γίνω συγγραφέας» –, που όμως θα αλλάξει τη λογοτεχνία.
Η σκοτεινή, τολμηρή θεματολογία του ωθεί τον συγγραφέα να γράφει χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στην στίξη, πολλές φορές παραλείπει τα κεφαλαία, αρχίζει παράγραφο με πεζό, τελειώνει χωρίς τελεία, για να μην διακόψει τον ειρμό του.
Το βιβλίο Τελευταία στάση στο Μπρούκλιν είναι το πρώτο του, και το γράφει το 1964, στα τριάντα έξι του χρόνια.
Ο David Bowie το τοποθετεί ανάμεσα στα 100 βιβλία που τον επηρέασαν βαθιά και καταθέτει ότι για πολλά χρόνια ταυτιζόταν με τους κεντρικούς του χαρακτήρες. Το 1989 ο Mark Knopfler των Dire Straits αναλαμβάνει να κάνει το σάουντρακ της ταινίας Last Exit to Brooklyn, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίου του Σέλμπι. Ο Sting εμπνευσμένος από το βιβλίο ονομάζει την πρώτη του μπάντα Last Exit. To 1986 οι Smiths βγάζουν το τρίτο τους άλμπουμ The Queen Is Dead, εμπνευσμένο από το ομώνυμο διήγημα που περιλαμβάνεται στο εν λόγω βιβλίο.
Οι ήρωες που κατοικούν στο σύμπαν του Σέλμπυ είναι αξέχαστοι. Ο σκοτεινός κόσμος του περιθωρίου που απεικονίζεται με ανελέητη ειλικρίνεια οδηγεί το βιβλίο στα δικαστήρια. Το 1967 το Old Bailey το απαγορεύει με την ετυμηγορία της χυδαιότητας. Ο συγγραφέας Antony Burgess που, λόγω της δικής του περιπέτειας με Το κουρδιστό πορτοκάλι γνωρίζει πολύ καλά από λογοκρισία, υπερασπίζεται τον Σέλμπι λέγοντας ότι πρόκειται για «ένα έργο αυθεντικό και τρομακτικό». Ο Ιούλιος του 1968, ο επόμενος κιόλας χρόνος, είναι ιστορικός για τον κόσμο της λογοτεχνίας, όταν η απόφαση του Old Bailey ανατρέπεται, και το βιβλίο παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του 20ου αιώνα. Ο Allen Ginsberg προβλέπει ότι θα «εκραγεί πάνω από την Αμερική σαν σκουριασμένη βόμβα απ’ την κόλαση και θα διαβάζεται με πάθος ακόμα και μετά από εκατό χρόνια».
Άλλα βιβλία του Χιούμπερτ Σέλμπυ: The Room (1971). Τμήμα της νουβέλας χρησιμοποιεί ο Richard Linklater στην ταινία του Waking Life (2001). The Demon (1976). Requiem for a Dream (1978), που το 2000 έγινε ταινία από τον Darren Aronofsky. Song of the Silent Snow (1986), The Willow Tree (1998). Waiting Period (2002).
Απόσπασμα από το διήγημα Απεργία
«Αν γινόταν κάτι. Τι; Τι; Τι μπορούσε να συμβεί; Γιατί; Για ποιο πράγμα; Τα μάτια του έκαιγαν, τρεμόπαιζαν. Αδύνατο να τα κρατήσει ανοιχτά. Τώρα το κορμί του άρχισε να χαλαρώνει. Το κεφάλι του κύλησε αργά στο πλάι. Βολεύτηκε στο κρεβάτι. Δεν είχε κοιτάξει ακόμα την Μαίρη. Δεν την είχε σκεφτεί. Γύρισε το κορμί του. Γύρισε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι. Αναστέναξε μισοκοιμισμένος. Σε λίγο αποκοιμήθηκε.
Οι Άρπυιες όρμησαν από ψηλά στον Χάρι και, μες στο σκοτάδι, κάτω από τα φτερά τους δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα άλλο εκτός από τα μάτια τους· μικρά και γεμάτα μίσος τα μάτια τους γελούσαν, τον κορόιδευαν καθώς εκείνος προσπαθούσε να τους ξεφύγει, ξέροντας ότι δεν θα τα κατάφερνε και ότι αυτές μπορούσαν να παίξουν μαζί του πριν τον κατασπαράξουν με την ησυχία τους. Προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι του, αλλά ήταν αδύνατο να κινηθεί. Προσπάθησε και ξαναπροσπάθησε ώσπου άρχισε να τινάζεται πίσω μπρος, όμως τα μάτια άστραφταν ακόμα άγρια και κορόιδευαν, τα γιγάντια φτερά χτυπούσαν όλο και πιο γρήγορα και ο άνεμος στροβιλιζόταν γύρω από τον Χάρι, το κορμί του πάγωνε κι ένιωθε τα μεγάλα κοφτερά τους ράμφη, ένιωθε τις άκρες των φτερών ν’ αγγίζουν το πρόσωπό του. Προσπάθησε να γλιστρήσει κάτω από τον βράχο αλλά, όσο κι αν πάσχιζε, βρισκόταν ακόμα στην κορυφή, με τον άνεμο να στροβιλίζεται γύρω του και τις Άρπυιες να στριγκλίζουν, να στριγκλίζουν και, πάνω από το μουγκρητό του ανέμου και τις στριγκλιές τους, άκουγε τις σάρκες της κοιλιάς του να ξεσκίζονται, άκουγε τον έντονο διαπεραστικό ήχο που του έσκιζε και του τρυπούσε τ’ αυτιά και μετά άκουσε τις δικές του κραυγές, και τις Άρπυιες που αργά, πολύ αργά, έσκιζαν κομμάτια σάρκας από την κοιλιά του και μετά τραβούσαν αργά τα μακρουλά σάρκινα νήματα που έβγαιναν από το κορμί του, ούρλιαξε και στριφογύρισε ξανά και ξανά και πήδησε πάνω κι έτρεξε, σκόνταψε και κατρακύλησε κάτω από τον βράχο, κι όμως βρισκόταν ακόμα στην κορυφή του, κι οι Άρπυιες τον κορόιδευαν ακόμα καθώς έσκιζαν τις σάρκες της κοιλιάς του, του στήθους του, και έξυναν τα ράμφη τους πάνω στα πλευρά του, και ξαφνικά έχωσαν τα ράμφη τους μες στα μάτια του και τα ξερίζωσαν από τις κόχες κι εκείνος άκουσε το πλοπ πλοπ των ματιών του καθώς έφευγαν από το κεφάλι του, και οι στριγκλιές των Άρπυων δυνάμωσαν, μέχρι που δεν άκουγε πια τις δικές του κραυγές. Έκανε να κλωτσήσει και να χτυπήσει, αλλά το κορμί του αρνιόταν να κινηθεί και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μένει ακίνητος καθώς εκείνες, για άλλη μια φορά, για άλλη μια φορά, ξανά και ξανά, άρχισαν να ξεσκίζουν τις σάρκες της κοιλιάς του και του στήθους του, ξύνοντας τα πλευρά του, και για άλλη μια φορά του ξερίζωσαν τα μάτια από το κεφάλι του
κι ήταν μόνος σ’ ένα δρόμο κοιτώντας, γυρνώντας αργά σ’ έναν κύκλο, κοιτώντας, κοιτώντας το τίποτα. Δεν υπήρχε τέλος όπου και να κοιτούσες, μέχρις ότου ξεπρόβαλλαν οι τοίχοι που έμοιαζαν να κινούνται περιστροφικά γύρω από έναν άξονα και ταυτόχρονα καταπάνω στον Χάρι, και οι τοίχοι πλησίαζαν περισσότερο μεταξύ τους, ο Χάρι ούρλιαξε κι άρχισε να κλαίει κι όμως ήταν σιωπή και ούτε οι τοίχοι δεν έβγαζαν τον παραμικρό θόρυβο καθώς πλησίαζαν ο ένας τον άλλον, ο Χάρι έτρεξε ώσπου χτύπησε σ’ ένα τοίχο, και βρισκόταν στο κέντρο ενός δωματίου που όλο και μίκραινε, ένιωσε τους λείους τοίχους να αγγίζουν τα μπράτσα του, μετά το πίσω μέρος του κεφαλιού του, τη μύτη του, ένιωσε τους τοίχους να τον λιώνουν αργά
και τα μάτια του γύρισαν κι ανηφόρισαν στον λόφο, ο Χάρι περπατούσε ψηλαφώντας πίσω τους, ψάχνοντας να τα βρει, πιάνοντας πέτρες, βότσαλα και στρογγυλά αγκάθια, προσπαθώντας να τα βάλει μες στις άδειες κόγχες του, πέταγε μακριά τις πέτρες και ούρλιαζε καθώς τ’ αγκάθια ξέσκιζαν τις ματωμένες κόγχες και συνέχισε να ανεβαίνει σκοντάφτοντας στον λόφο και πού και πού τα μάτια του σταματούσαν και κοίταγαν το ένα τ’ άλλο με βλέμμα τρομακτικό, περίμεναν ώσπου να τ’ ακουμπήσει σχεδόν ο Χάρι και μετά ξανάρχιζαν ν’ ανηφορίζουν τον λόφο, και ο Χάρι έχωσε ακόμα δυο αγκάθια μες στις κόγχες του και ούρλιαξε καθώς ξέσκιζαν τα βλέφαρά του, ούρλιαξε πιο δυνατά και πιο δυνατά καθώς στριφογύριζε τ’ αγκάθια προσπαθώντας να τα βγάλει, τα ματωμένα του χέρια τον εμπόδιζαν να τα πιάσει γερά και τα ουρλιαχτά του δυνάμωσαν και δυνάμωσαν ώσπου τελικά ούρλιαξε πραγματικά, πετάχτηκε από το κρεβάτι του, άνοιξε τα μάτια του κι ήταν σαν να πέρασαν χρόνια ώσπου ν’ αναγνωρίσει τον τοίχο και το κομοδίνο.
Η Μαίρη μετακινήθηκε ελαφρά και ο Χάρι πήρε το κεφάλι του μες στα χέρια του και βόγκηξε. Ο εφιάλτης δεν ήταν πάντα ίδιος, αλλά όταν τελείωνε του φαινόταν πάντα πανομοιότυπος. Χρόνια και χρόνια πεταγόταν από το κρεβάτι του, πεθαμένος από τον τρόμο, προσπαθώντας να διώξει το βάρος από το στήθος του και ν’ αναπνεύσει, κι ύστερα αργά, πολύ αργά ξεχώριζε κάποιο γνωστό αντικείμενο και καταλάβαινε ότι είχε ξυπνήσει. Τα μάτια του είχαν πρηστεί πάλι αλλά δεν έκλαιγε. Κάθισε για μερικά λεπτά, μετά έσκυψε αργά στο μαξιλάρι, σκούπισε το πρόσωπο και το κεφάλι του με τα χέρια και μετά σκέπασε τα μάτια του με το μπράτσο του».
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου δυο αυτοαναφορικά λόγια. Έχουμε συνηθίσει στη σιωπή του μεταφραστή, ανεχθείτε με όμως λιγάκι αυτή τη φορά. Πρόκειται για ειδική περίπτωση.
Το βιβλίο μού το πρότεινε το 1980 ο Τίτος Μυλωνόπουλος, συνιδρυτής, μαζί με την Μυρσίνη Ζορμπά, των ιστορικών εκδόσεων Οδυσσέας. Την εποχή εκείνη ο Οδυσσέας έκανε την τομή στον εκδοτικό χώρο τολμώντας να μεταφράζει πολύ μπροστά από την εποχή τους βιβλία.
Αναφορικά με εμένα, η Τελευταία στάση στο Μπρούκλιν είναι το πρώτο βιβλίο λογοτεχνίας που μετέφρασα. Η στήλη μεταφρασμένη πεζογραφία του περιοδικού μας μου δίνει την ευκαιρία να ρίχνω μια ματιά σε παλιές και παλαιότατες δουλειές μου. Ομολογώ πως αυτή είναι από τις φορές που πραγματικά απόρησα. Ένα βιβλίο τόσο σκληρό, που κεντρικοί του χαρακτήρες είναι πρεζόνια και τραβεστί, όπου πράξεις βάρβαρες εκτυλίσσονται στις σελίδες του, που απαιτεί λεξιλόγιο περιθωρίου, που σπάει τους κανόνες της γραμματικής κλπ, ούτε ξέρω πώς το απέδωσα παιδάκι πράγμα. Κι όμως σταχυολογώντας διαπιστώνω πως ελάχιστα θα άλλαζα. Παρακαλώ μην με παρεξηγήσετε· δεν πρόκειται για αυτοθαυμασμό, κάθε άλλο. Εδώ είναι που η μεταφράστρια πραγματικά προβληματίζεται, όχι μόνο μπροστά στο μετάφρασμα, αλλά και μπροστά στα πολλά, αφανή και ενίοτε άγνωστα, και στην ίδια ακόμα, πρόσωπά της.