You are currently viewing Η Αναϊς Νιν για τον εραστή της Λαίδης Τσάτερλι του Ντ. Χ. Λώρενς  Μετάφραση: Ελένη Βελέτζα

Η Αναϊς Νιν για τον εραστή της Λαίδης Τσάτερλι του Ντ. Χ. Λώρενς Μετάφραση: Ελένη Βελέτζα

*Τον Οκτώβριο του 1930, η Αναΐς Νιν δημοσιεύει στο περιοδικό The Canadian Forum, υπό το ψευδώνυμο Melisendra, το πρώτο της δοκίμιο για το έργο του Ντ. Χ. Λώρενς –έξι μόλις μήνες μετά τον θάνατό του– με τίτλο: «O Μυστικός του Έρωτα: Μια Πρώτη Ματιά στον Ντ. Χ. Λώρενς». Δύο χρόνια μετά, στο Παρίσι, θα εκδώσει το πρώτο της βιβλίο, μια μελέτη για τον Βρετανό συγγραφέα που τόσο αγάπησε, με τίτλο: «Ντ. Χ. Λώρενς: Μία Ερασιτεχνική Μελέτη». Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το πρώτο αυτό βιβλίο της Αναΐς Νιν.

Στο Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι o Λώρενς έφτασε στην κορύφωση του έργου του. Παραδόξως, είναι το πιο σάρκινο και μυστικιστικό του έργο. Καλλιτεχνικά είναι το καλύτερο μυθιστόρημά του γιατί, μέχρι και το κλείσιμό του, μία συγκεκριμένη ιδέα διατηρείται με ένταση και διαύγεια. Στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, είχε εξαντλήσει τα στοιχεία της πάλης και του χάους, κι έτσι για πρώτη φορά ο Λώρενς μπορούσε, όπως θα έλεγε και ο Ουώλτερ Πάτερ[1]: «να λάμψει με μια φλόγα ατόφια και λευκή».[2] Το αποτέλεσμα είναι η μόνη ολοκληρωμένη ερωτική ιστορία των μοντέρνων καιρών.

Προκειμένου να αφηγηθεί αυτή την ιστορία, ο Λώρενς συνδύασε τις ήδη υπάρχουσες δυνάμεις του αναφορικά με την αισθησιακή πρόσληψη της πραγματικότητας, καθώς κι εκείνες του ποιητικού του συμβολισμού. Με τη βοήθεια του συμβολισμού κατάφερε να εκφράσει συλλήψεις οριακά ανεπαίσθητες για να μπορεί κανείς να τις προσεγγίσει ευθέως μέσω του πνεύματος. Και δεν αναφέρομαι στον προφανή συμβολισμό της παράλυσης του Κλίφορντ[3], ή εκείνης της σκηνής που η Λαίδη Τσάτερλι κλαίει γοερά πάνω από τα νεογέννητα ορτύκια (επειδή επιθυμεί κι εκείνη ένα παιδί), ή του γεγονότος πως ο Μέλορς παρουσιάζεται ως θηροφύλακας (κάτι που συμβολικά βρίσκεται πολύ κοντά στη δύναμη της γης), αλλά στον συμβολισμό της ίδιας της ένωσης της Λαίδης Τσάτερλι και του εραστή της. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο είναι που ο ρυθμός των συναισθημάτων παρουσιάζεται συνδεδεμένος μ’ έναν ρυθμό βαθύτερο κι από την ίδια τη φύση (ένα αίσθημα πολύ οικείο στους ποιητές), κι η Λαίδη Τσάτερλι νιώθει να καταβυθίζεται στα τρίσβαθα της δημιουργίας.

Εκείνο που ο Λώρενς εξέφρασε με την ένταση του ύφους του είναι μια παλαιά φιλοσοφική αλήθεια, κεκρυμμένη από καταβολής –γνωστή όμως στους μυστικιστές:  μια εμπειρία, υπό την προϋπόθεση ότι κανείς την βιώνει με όλη της την ένταση και την σοβαρότητα, συνήθως οδηγεί κάπου εκτός αυτής και με προορισμό το αντίθετό της στοιχείο.  Ο Νοβάλις[4] το αποκάλεσε «η τελειότητα του απολύτου» και είπε: «Κάθε απόλυτη αίσθηση είναι θρησκευτική.»

Πολλοί βέβαια ήταν εκείνοι που σοκαρίστηκαν μπρος σε αυτήν την ένταση με την οποία ήταν επενδεδυμένο το σεξουαλικό στοιχείο, αλλά η αλήθεια είναι πως ήταν ακριβώς αυτή η ένταση που τον οδήγησε να περιγράψει «την έκσταση της σάρκας που αποσχηματίζει» καθώς κι αυτή την έννοια του γάμου «…κανένας γάμος δεν είναι γάμος αν δεν είναι θεμελιωδώς και διαρκώς φαλλικός, όπως κι αν δεν είναι συνδεδεμένος με τον ήλιο και τη γη, τη σελήνη, τα καρφιτσωμένα στον ουρανό αστέρια και τους πλανήτες, μες στους ρυθμούς των ημερών, μες στους ρυθμούς των μηνών, μες στων τετάρτων τους ρυθμούς, των χρόνων, των δεκαετιών και των αιώνων. Κανένας γάμος δεν είναι γάμος αν δεν πρόκειται για αντιστοίχιση δύο πηγών αίματος. Γιατί το αίμα είναι η ουσία της ψυχής, και της βαθύτερης συνειδητότητας.»

Είναι λοιπόν ο ρεαλισμός μονάχα μια εκκίνηση, μια βάση.

Η δική μας γενιά επέλεξε να δει στο έργο Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι μόνο μια βολική έκφραση –με γλώσσα, βέβαια, δυνατή– της επανάστασής της ενάντια στον λευκό ιδεαλιστικό έρωτα του παρελθόντος, καθώς και μια ασυμβίβαστη δικαιολόγηση μιας ζωής με ελεύθερο και φυσικό αισθησιασμό. Αν όμως ο Λώρενς είχε στόχο απλά και μονο να δικαιολογήσει κατά τρόπο αυτοπαθή τον αισθησιασμό, θα είχε σταματήσει στην περιγραφή των σεξουαλικών πράξεων. Όπως ήταν αναμενόμενο, μόνο ένας Γάλλος σχολιαστής συνέλαβε την προσπάθεια του Λώρενς να εργαστεί πάνω στην διεγερτική σεξουαλική εμπειρία περιβάλλοντάς την με το στοιχείο του μυστικισμού.

Εάν, για ορισμένους, το έργο του δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από ωμό ρεαλισμό, για όσους γνωρίζουν από ποίηση τα πράγματα είναι περισσότερο κάπως έτσι: η πρόζα είναι τόσο λυρική όσο κι αισθησιακή, κι οι περιγραφές είναι τόσο έμπλεες ευαισθησίας όσο κι ωμότητας, τόσο όμορφες όσο και βωμολοχικές. Ένα ύφος τόσο ενεργητικό όσο κι ορμητικό που φέρει εντός του το βάρος των φυσικών και φαντασιακών συναισθημάτων και το οποίο, εν τέλει, συνενώνει όλα ετούτα σε μια ιδιοφυή σύντηξη ενός φυσικής τάξης μυστικισμού.

Προς τί όμως η ωμότητα και η βωμολοχία της γλώσσας που προκρίνει εδώ ο Λώρενς; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι: γιατί τον απασχολούσε έντονα η εκκίνησή του, το να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη θεματική του έρωτα. Το πρώτο λοιπόν που θεώρησε πως έπρεπε να κάνει ήταν να εκθρονίσει τον διανοητικά κατευθυνόμενο έρωτα. Ο Λώρενς δεν κουράστηκε ποτέ να μας προειδοποιεί για το ότι «η συγγένεια του μυαλού και της προσωπικότητας αποτελεί μια εξαίρετη βάση για τη φιλία μεταξύ των δύο φύλων, αλλά μια καταστροφική βάση για έναν γάμο». Γιατί; Γιατί συνήθως συνιστά μια άρνηση των βαθύτερων αναγκών της φύσης μας. Έτσι λοιπόν κι εκείνος ικετεύει για μια ενστικτώδη εκκίνηση. Στο Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι μας δίνει μια πιστή απεικόνιση όλων των πτυχών και των διαθέσεων του φυσικού έρωτα. Δεν γράφει όμως ούτε επιστημονικά ούτε πορνογραφικά. Ακόμα και στις πιο νατουραλιστικές –και κατά γενική παραδοχή άσεμνες– στιγμές του έργου, υφίσταται μια αιτία για τη χυδαιότητα των λέξεων. Πρόκειται για τις μόνες λέξεις με τις οποίες ο Λώρενς πίστευε πως κανείς θα μπορούσε να ανακτήσει επαφή με την πραγματικότητα του σεξουαλικού πάθους, το οποίο η ιδεαλιστική κουλτούρα έχει διαβρώσει εντός μας. Ο Λώρενς μαχόταν ενάντια σε μια γλώσσα γεμάτη υπεκφυγές, μια γλώσσα «κουμπωμένη», που οδηγεί συνακόλουθα σε έναν «κουμπωμένο» και γεμάτο υπεκφυγές τρόπο ζωής και σκέψης.

Ο έρωτας είχε υποστεί τη μετάλλαξη που του είχαν επιβάλει οι ιδεαλιστές. Μέσω της ισχύος της νοηματικής σύνδεσης των λέξεων εκείνοι συνήθιζαν να προκαλούν στο μυαλό ευγενείς διεγέρσεις ή άτολμες αντιδράσεις που ουδεμία σχέση είχαν με τον αισθησιακό έρωτα· ως εκ τούτου, επρόκειτο για «απομιμήσεις». Ο Λώρενς πήρε τις λέξεις γυμνές, και τις χρησιμοποίησε γιατί εξέφραζαν πραγματικότητες οι οποίες προορίζονταν για να βιωθούν όχι απλά πρακτικά αλλά και στο επίπεδο της σκέψης. Γιατί ο Λώρενς με τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι δεν είχε σκοπό να παρακινήσει τους πάντες να δράσουν σεξουαλικά· μόνο εκείνοι που θα πρέπει να δράσουν, έπρεπε να το κάνουν. Η μοντέρνα ψυχολογία μάς έχει άλλωστε πει τι απογίνονται τα αισθήματα που δεν έχουν βιωθεί με τρόπο ειλικρινή και φυσικό: κάνουν την εμφάνισή τους αργότερα ενδεδυμένα μορφές διαστροφικές. Μας έχει επίσης πει ότι κανένα αίσθημα δεν μπορεί να αφυπνισθεί εντός μας αν οι ρίζες του δεν βρίσκονται ήδη εντός μας· καμιά ιδέα δεν μπορεί να φυτευτεί στο μυαλό μας έξωθεν, παρά μόνο να αναπτυχθεί όταν ο σπόρος της ήδη μεγαλώνει μέσα μας. Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να αφυπνίσει εκείνους που επιθυμούσαν να αφυπνιστούν. Για κάποιους άλλους πάλι, θα πρέπει να διέλθουμε της εμπειρίας αυτής όχι με το σώμα αλλά με το μυαλό. Ο ίδιος ο Λώρενς λέει: «Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα του βιβλίου. Θέλω οι άνδρες και οι γυναίκες να έχουν την ικανότητα να σκέφτονται το σεξ, ολιστικά, ολοκληρωτικά, ειλικρινά και καθαρά.» Ε, αυτό δεν είναι δυνατό να συμβεί εάν φοβόμαστε τις λέξεις.

Όταν ο Λώρενς οδηγούσε την Λαίδη Τσάτερλι και τον Μέλορς πίσω στην πηγή και στα θεμέλια του σεξουαλικού έρωτα, ήταν σαν η φαντασιακή του οπισθοδρόμηση στο στοιχείο του πρωτόγονου, η οποία –όπως ήδη είδαμε, σε προηγούμενο κεφάλαιο– δεν συνιστούσε μια μόνιμη επιστροφή αλλά μια σύντομη βουτιά, να είχε στόχο να αναβαπτισθούμε στην πηγή αυτή, και να προχωρήσουμε και πάλι μπροστά με ανανεωμένες τις δυνάμεις μας. Στο βιβλίο, η Λαίδη Τσάτερλι και ο Μέλορς μπορούν να συνεχίσουν, εξαιτίας της εκπλήρωσής τους –εκείνη μέσα από την μητρότητα, εκείνος, με την οικοδόμηση του δικού τους κόσμου– και, εν τέλει, από κοινού, μέσα από την αγνότητα. Γιατί τώρα, ναι, δύναται να υπάρξει αγνότητα μεταξύ τους. Ελάχιστοι επίλογοι αποπνέουν τέτοια αγαλίαση όσο εκείνος του γράμματος του Μέλορς προς την Λαίδη Τσάτερλι: «Λατρεύω την αγνότητα που τώρα  κυλά ανάμεσά μας… Μπορούμε να ’μαστε αγνοί μαζί…Στ’ αλήθεια, πιστεύω τόσο πολύ σ’ αυτή τη μικρή φλόγα που καίει ανάμεσά μας, και στους ανώνυμους θεούς που τήνε στέργουν να μη σβήσει…Πιστεύω λοιπόν σ’ ετούτη τη μικρή τη φλόγα ανάμεσά μας. Για μένα, είναι αυτή το μόνο πράγμα στον κόσμο…»

 

 

[1] Ο Walter Horatio Pater (1839-1894) ήταν Βρετανός κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και ανθρωπιστής της Βικτωριανής εποχής. Μετείχε του κινήματος του αισθητισμού.
[2] Εδώ, κατά πάσα πιθανότητα, η Nin αναφέρεται στην πιο γνωστή ίσως φράση του Pater: To burn with this hard, gemlike flame, προερχόμενη από τον επίλογο του έργου του The Renaissance (H Αναγέννηση, 1873), (Σ.τ.Μ).
[3] Ο Κλίφορντ Τσάτερλι είναι ο σύζυγος της Κόννι Τσάτερλι.
[4] O Novalis (1772-1801) ήταν ρομαντικός ποιητής, φυσικός επιστήμονας και φιλόσοφος με ισχυρή επιρροή στην ύστερη ρομαντική σκέψη.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.