Όταν μαζί με τα παιδιά του με ζώων προβιές ντυμένα,
Μελανός, αναμαλλιασμένος στην καρδιά της καταιγίδας
Ο Κάιν σε φυγή από τον Ιεχωβά τράπηκε,
Σκοτεινός άντρας ήρθε καθώς η νύχτα έπεφτε
Στους πρόποδες όρους και πεδιάδας μεγάλης·
Η γυναίκα του κουρασμένη και οι γιοί του ξέπνοοι
«Ας ξαπλώσουμε στη γη να κοιμηθούμε», του είπαν.
Ο Κάιν που δεν κοιμήθηκε, στους πρόποδες του όρους συλλογιόταν,
Μόλις το κεφάλι ανασήκωσε, στα βάθη νεκρικών ουρανών,
Στο σκότος μέσα, ορθάνοιχτο είδε ένα μάτι,
Στους ίσκιους μέσα, πάνω του να έχει καρφωθεί.
«Είμαι πολύ κοντά», είπε με φωνή τρεμάμενη.
Ξύπνησε τους γιους του που κοιμόνταν, την κατάκοπη γυναίκα του
Tον δρόμο της κακορίζικης φυγής ξαναπήρε.
Τριάντα μέρες περπάτησε, περπάτησε τριάντα νύχτες.
Βουβός περπάτησε , τρέμοντας σύγκορμος, χλωμιάζοντας σε κάθε ήχο,
Κρυμμένος σαν φυγάς, ούτε ματιά πίσω του τολμώντας. Ασταμάτητα,
Ανάπαυση καμιά, δίχως ύπνο· στην ακτή έφθασε
Της θάλασσας ενός τόπου που από τότε Ασούρ λέγεται.
Cain flying before Jehovah’s Curse. Fernand Cormon (1845-1924)
«Ας σταματήσουμε», είπε, «ασφαλές άσυλο εδώ είναι.
Εδώ ας μείνουμε. Ανθρώπους έχουμε που φτάσανε στα όριά τους».
Και, ενώ στη γη καθόταν, στο έρεβος των ουρανών
Το Μάτι στου ορίζοντα το βάθος είδε, εκεί στο ίδιο το σημείο.
Τότε στο μαύρο ρίγος άρχισε να προσεύχεται.
«Κρύψτε με!» φώναξε, το δάχτυλο φέρνοντας μπροστά στα χείλη,
Οι γιοι του όλοι κοίταξαν τον πρόγονό τους τον τρανό σύγκορμος να τρέμει.
Ο Κάιν είπε στον Ιωβήλ, πατέρα εκείνων που
Κάτω από τρίχινες σκηνές πάνε στα βάθη της ερήμου:
«Το καναβάτσο της σκηνής από τούτη την πλευρά άπλωσε».
Έτσι ένα κυματιστό τείχος ‘φιάξαν·
Και, όταν με μολυβένια βάρη τη σκηνή στερέωσαν,
«Δεν βλέπεις πια τίποτα;» η Τσίλλα είπε, το ξανθό παιδί,
Η θυγατέρα και οι γιοι της, γλυκείς σαν την αυγή·
Και ο Κάιν απάντησε: «Το μάτι ακόμα βλέπω!»
Karl Bryullov, ‘Last Day of Pompeii’, c. 1830-1833
Ο Ιουβήλ, πατέρας αυτών που μέσα απ’ τα χωριά περνούν
Σάλπιγγες φυσώντας, ταμπούρλα κοπανώντας,
Φώναξε: «Εγώ ξέρω πώς να φτιάξω ένα φράγμα».
Τείχος μπρούντζινο ύψωσε και πίσω του έβαλε τον Κάιν.
Κι ο Κάιν είπε: «Το μάτι πάντα με κοιτάζει!»
Ο Ενώχ είπε: «Πύργους γύρω γύρω πρέπει να φτιάξουμε
Τόσο ψηλούς, που τίποτα να μην τους πλησιάζει.
Μια πόλη εμπρός να κτίσουμε με φρούριο δικό της,
Μια πόλη εμπρός να φτιάξουμε κλειστή να ‘ναι από παντού».
Τότε ο Τουμπαλκάιν, πατέρας των σιδηρουργών,
Γιγάντια κι υπεράνθρωπη πόλη έφτιαξε
Κι ενώ τ’ αδέρφια στην πεδιάδα δούλευαν,
Τους γιους του Ενώς και τα παιδιά του Σιθ κυνήγησαν·
Και βγάζανε τα μάτια όποιων από ‘κει περνούσαν·
Τις νύχτες τόξα στ’ αστέρια πέταγαν.
Γρανίτης έγινε της σκηνής το καναβάτσο,
Με σιδερένιους κόμπους κάθε κομμάτι δέθηκε,
Κι η πόλη κόλαση έμοιαζε·
Οι ίσκιοι των πύργων τον τόπο νύχτα έκαναν·
Τα τείχη έφτιαξαν χοντρά σαν τα βουνά ·
Στην πύλη χαράξαν: «Απαγορεύεται η είσοδος στον Θεό».
Κι όταν τα τείχη ολοκληρώσαν κι όταν τα πάντα περίκλειστα ήσαν,
Καταμεσής του πύργου του πέτρινου τον πρόγονό τους εβάλαν·
Μα ‘κείνος σκυθρωπός και τσακισμένος ήταν πάλι. «Ω πατέρα!
Πες μου, χάθηκε το μάτι;» ρώτησε η Σελλά τρέμοντας.
Κι ο Κάιν απάντησε: «Όχι, ‘κει είναι ακόμα».
Αίφνης εκείνος είπε: «Κάτω από τη γη θέλω να κατοικήσω
Σαν μοναχός άνθρωπος σε μνήμα μέσα·
Το τίποτα να με θωρεί, και ‘γω το τίποτα».
Alfred Kubin (1877-1959), Gewitterauge, 1906
Λάκκο έσκαψαν λοιπόν, κι ο Κάιν είπε, «Ωραία!»
Έτσι μοναχός κάτω στο σκοτεινό μνήμα του κατήλθε.
Κι όταν στην καρέκλα κάθισε εκεί μες στο σκοτάδι
Και το υπόγειο έκλεισε πάνω απ’ το μέτωπό του,
Το μάτι εκεί στο μνήμα
Πάλι ήτανε και κοίταζε τον Κάιν.