Τον καιρό που πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Σημίτης στην πόλη της Θεσσαλονίκης ζούσε ένας άσημος συνταξιούχος. Τον έλεγαν Χαράλαμπο Πολυχρονίδη. Είχε γεννηθεί στην Τασκένδη από γονείς Έλληνες, πολιτικούς πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά τον Εμφύλιο. Στην Τασκένδη, στα βάθη της Σοβιετικής Ένωσης, στην Κεντρική Ασία, μεγάλωσε και εκεί πέρασε σχεδόν τα μισά χρόνια της ζωής του. Όταν μετά το εβδομήντα τέσσερα έπεσε η δικτατορία στην Ελλάδα και στην Σοβιετική Ένωση τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν άσχημα, όπως πολλοί άλλοι αποφάσισε να επιστρέψει μαζί με τους γέρους πια γονείς του στην Ελλάδα.
Εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη, στα δυτικά της πόλης, πάνω απ’ τον Εύοσμο, που τότε δεν είχε αναπτυχθεί καλά καλά σαν συνοικία. Πήραν ένα παλιόσπιτο, παράπηγμα θα ήταν πιο σωστή λέξη, και ζούσαν δίπλα σε ανθρώπους που οι περισσότεροι ήταν φτωχοί σαν κι αυτούς, αρκετοί παλιννοστούντες σαν κι αυτούς, και κάνα δυο οικογένειες παλιοί τους γείτονες απ’ την Τασκένδη, με τους οποίους προς μεγάλη τους χαρά βρέθηκαν πάλι γείτονες στην άλλη άκρη του κόσμου.
Στην Ελλάδα ο Χαράλαμπος έκανε ό,τι και στην Σοβιετική Ένωση, δούλευε εργάτης σ’ ένα εργοστάσιο. Επί είκοσι χρόνια ξυπνούσε κάθε μέρα τα χαράματα για να πάρει το λεωφορείο της εταιρείας που τον πήγαινε μέχρι την Σίνδο και κάθε απόγευμα επέστρεφε με το ίδιο λεωφορείο λερωμένος και κατάκοπος για να φάει και να κοιμηθεί. Σε αυτά τα είκοσι χρόνια το εργοστάσιο άλλαξε ιδιοκτήτες τρεις φορές, αλλά ο Χαράλαμπος παρέμενε εκεί. Πρόλαβε να βγει στην σύνταξη λίγα χρόνια προτού κλείσει το εργοστάσιο. Εν τω μεταξύ οι γονείς του είχαν πεθάνει, πρώτα ο πατέρας του, ορκισμένος κομμουνιστής μέχρι τέλους, και πιο ύστερα η μητέρα του. Τους έθαψε στα κοιμητήρια του Ευόσμου, πάνω στον λόφο που τον δέρνουν οι άνεμοι.
Την καλύβα στην οποία έμεναν ούτε ο Χαράλαμπος ούτε οι γονείς του την άφησαν όπως την βρήκαν, αλλά από την πρώτη μέρα της άφιξής τους έπιασαν να την εξωραΐζουν. Ήταν άνθρωποι προκομμένοι, συνηθισμένοι να δουλεύουνε. Ό,τι χρειαζόταν διόρθωση το διόρθωσαν και αφού τελείωσαν με αυτό πρόσθεσαν μια μικρή ξύλινη σοφίτα με ένα κομψό, καμαρωτό παράθυρο και μια βεράντα σκαλιστή, με σκέπαστρο, έτσι που το σπίτι να θυμίζει κάπως τις ντάτσες που έχουν στην Ρωσία. Και το οικόπεδο γύρω απ’ το σπίτι, χέρσο και γεμάτο σκουπίδια, το μετέτρεψαν σε κήπο ολάνθιστο, με οπωροφόρα δέντρα, λουλούδια και ένα αμπέλι για να κάνει σκιά. Και κάθε τόσο όλο και κάτι πρόσθεταν, όλο και κάτι διακοσμούσαν, μέχρι που έγιναν σπίτι και κήπος μαζί στολίδι περίτεχνο, κόσμημα όλης της συνοικίας. Υπάρχουν ακόμα τέτοια σπίτια στην Θεσσαλονίκη, μικρές, ταπεινές μονοκατοικίες που χάρη στο μεράκι των κατοίκων τους είναι πιο όμορφα από τις πιο πολυτελείς βίλες, μπροστά στα οποία ωχριούν οι μόδες των αρχιτεκτόνων και ο πλούτος των ιδιοκτητών των τελευταίων.
Δίπλα στο σπίτι του κυρίου Χαράλαμπου υπήρχε ένα οικόπεδο άδειο, που δεν ανήκε σε κανέναν. Όταν ο κυρ Χαράλαμπος βγήκε στην σύνταξη θέλησε να το κάνει κάτι για να περνάει την ώρα του. Με αυτό δεν εννοούμε ότι, όπως τόσοι άλλοι τότε και τώρα, επεξέτεινε τον φράχτη του στο γειτονικό οικόπεδο ή ανήγειρε εκεί κτίσματα και γενικά το καταπάτησε προσθέτοντας το στην ιδιοκτησία του. Δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Αντ’ αυτού καθάρισε τα αγριόχορτα, φύτεψε λουλούδια και δέντρα, έστρωσε μονοπάτια διακοσμημένα με γεωμετρικά σχήματα από πολύχρωμα βότσαλα, έβαλε ποτίστρες για τα πουλιά και παγκάκια για τους ανθρώπους κι έστησε μια κούνια για τα παιδιά. Το πάρκο που φτιάχτηκε έτσι δεν είχε περίφραξη, ήταν ανοιχτό για όλους και ο καθένας μπορούσε να το επισκεφτεί, όμως ο κυρ Χαράλαμπος πήγαινε κάθε μέρα και το φρόντιζε. Ήταν το καμάρι του, ένα μικρό αλλά όμορφο παρκάκι στο οποίο έρχονταν οι γέροι για να ξαποστάσουν, οι νέοι για να ερωτευτούν και τα παιδιά για να παίξουν.
Εν τω μεταξύ η Θεσσαλονίκη, η χώρα όλη, αναπτυσσόταν και στο κέντρο αυτής της ανάπτυξης βρισκόταν η οικοδομή. Το χρήμα που έρρεε άφθονο υψωνόταν σε νέες πολυκατοικίες που αντικαθιστούσαν τα παλιά σπίτια ή ό,τι παρέμενε ακόμα ύπαιθρος και όταν τελείωνε με τις πόλεις πήγαινε στα παράλια, όπου μετατρεπόταν σε εξοχικά και ξενοδοχεία. Στην δυτική Θεσσαλονίκη, ο Εύοσμος, από προάστιο σχεδόν της πόλης, μεταμορφώθηκε σε πυκνοκατοικημένη πολιτεία, επεκτεινόμενη όλο και περισσότερο επιθετικά πάνω απ’ τον δρόμο. Οι παλιοί γείτονες του κυρ Χαράλαμπου μετακόμισαν σε καλύτερες περιοχές ή σε μεγάλα διαμερίσματα με κλιματισμό και δορυφορική τηλεόραση. Στα παλιά σπίτια της αρχικής συνοικίας ζούσαν πια μόνο λίγες γιαγιάδες και όσοι από κάποιο έμφυτο ελάττωμα ή αναποδιά της τύχης παρέμεναν υπερβολικά φτωχοί για να μπορέσουν να φύγουν. Όσο για τον κυρ Χαράλαμπο, ακόμα κι αν διέθετε τα χρήματα δεν θα σκεφτόταν ποτέ ν’ αφήσει το σπίτι και το πάρκο που έχτισε με τα χέρια του.
Εκείνα τα χρόνια της ευημερίας κανείς δεν ευημερούσε τόσο όσο οι εργολάβοι. Αυτοί συνεχώς παραμόνευαν, σαν τον κυνηγό που στήνει καρτέρι, να βρουν οικόπεδα πάνω στα οποία θα μπορούσαν να κτίσουν. Ένας απ’ αυτούς έβαλε στο μάτι το σπίτι του κυρ Χαράλαμπου. Είχε πληροφορηθεί μυστικά για το νέο σχέδιο πόλεως και ήξερε πως η περιοχή θ’ αποκτούσε σύντομα μεγάλη αξία. Το οικόπεδο του κυρ Χαράλαμπο βρισκόταν στο συμφερότερο σημείο για να χτίσει το συγκρότημα κατοικιών που σχεδίαζε. Όσο για το πάρκο δίπλα του, που κι αυτό του χρειαζόταν για τα σχέδιά του, άπαξ κι αποκτούσε το σπίτι υπολόγιζε πως θα μπορούσε να καταπατήσει δίχως δυσκολία, πληρώνοντας το πολύ πολύ ένα μικρό πρόστιμο.
Έστειλε λοιπόν έναν υπάλληλό του ν’ αγοράσει το σπίτι απ’ τον κυρ Χαράλαμπο, περιμένοντας να το πάρει κοψοχρονιά από έναν άνθρωπο φτωχό κι αμόρφωτο. Ο κυρ Χαράλαμπος όμως εξήγησε ότι το σπίτι δεν είναι για πούλημα κι έδιωξε τον υπάλληλο ευγενικά. Ο εργολάβος ξαφνιάστηκε, άλλες δυο φορές έστειλε τον υπάλληλο, κάθε φορά με καλύτερη προσφορά, κι άλλες δυο φορές εκείνος επέστρεψε άπραγος. Τότε αποφάσισε ν’ αλλάξει τακτική. Συνέταιρος του εργολάβου ήταν ένας υπουργός, με το όνομα του οποίου δεν θα λερώσουμε αυτές τις σελίδες, γιατί του αξίζει να χαθεί στην λήθη. Αυτός τον συμβούλεψε να βάλει πρώτα στο χέρι το πάρκο και μετά ο γέρος, όταν δεν θα ‘χε με τί ν’ ασχολείται , θα πουλούσε εύκολα το σπίτι. Και να πώς έγινε. Οι δημοτικές αρχές, που πρόσκεινταν στην κυβερνητική παράταξη, πήραν το πάρκο υπό τον έλεγχό τους, το περιέφραξαν και απαγόρευσαν στον κυρ Χαράλαμπο να το φροντίζει, με το πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στις κείμενες διατάξεις, αντικαθιστώντας τον μ’ έναν δημοτικό υπάλληλο. Μετά, πονηρά σκεπτόμενοι, το άφησαν να διαλύσει, για να το πουλήσουν, χαρίσουν θα ήταν καλύτερη λέξη, στον εργολάβο χωρίς αντιδράσεις, παρουσιάζοντας την πράξη τους σαν πρωτοβουλία για την ανάπλαση της περιοχής. Του σφιγγόταν η καρδιά του κυρ Χαράλαμπου να βλέπει το πάρκο του γεμάτο σκουπίδια και χρησιμοποιημένες βελόνες, με την κούνια σπασμένη και την πύλη του μονίμως κλειδωμένη, για την προστασία του κοινού, σύμφωνα με τις δημοτικές αρχές.
Μια μέρα σταμάτησε μπροστά απ’ το σπίτι του κυρ Χαράλαμπου με το αυτοκίνητο του ο εργολάβος αυτοπροσώπως. Του πρόσφερε απ’ αυτά που θα χτίζονταν ένα διαμέρισμα για να μένει κι άλλο ένα μικρότερο για να το νοικιάζει. Ο κυρ Χαράλαμπος απάντησε πως δεν τον ενδιέφεραν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ο εργολάβος τα ‘χασε, μετά θύμωσε. Ποτέ δεν είχε συναντήσει άνθρωπο που να αδιαφορεί τόσο πολύ για τα χρήματα. Έφυγε άλαλος, πεπεισμένος ότι ο πείσμων ηλικιωμένος θα άλλαζε γνώμη. Πέρασε ένας μήνας, δύο μήνες, τρεις μήνες, αλλά ο κυρ Χαράλαμπος εξακολουθούσε ν’ αρνείται να εγκαταλείψει το σπίτι του, παρόλο που ο εργολάβος επανέλαβε την προσφορά του κάμποσες φορές, στέλνοντας μάλιστα και δημοτικούς συμβούλους για να τον μεταπείσουν. Ο εργολάβος και ο υπουργός σκύλιαζαν βλέποντας όλα αυτά τα εκατομμύρια που τους περίμεναν να χάνονται μπροστά απ’ τα μάτια τους.
Τότε ο εργολάβος προσέλαβε τρεις Ρώσους γκάνγκστερ, που τους χρησιμοποιούσε για τις λιγότερο νόμιμες δουλειές του. Αυτοί ήρθαν στο σπίτι ένα βράδυ του Σεπτεμβρίου. Ο κυρ Χαράλαμπος καθόταν ακόμα στον κήπο του, πίνοντας κρασί κάτω απ’ τ’ αστέρια. Τον άρπαξαν κι άρχισαν να τον χτυπάνε αλύπητα, απειλώντας τον ότι δεν θα σταματήσουν μέχρι να υπογράψει το συμβόλαιο της πώλησης. Όμως ο κυρ Χαράλαμπος παρά την ηλικία του ήταν άνδρας γεροδεμένος και άντεχε στα χτυπήματα, κατάφερε μάλιστα να μαυρίσει το μάτι ενός από τους μπράβους. Τους απάντησε, η συζήτηση έγινα στα ρώσικα, που τα μιλούσαν όλοι, ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να εγκαταλείψει το σπίτι που αυτός και οι γονείς του έφτιαξαν μόνοι τους και στο οποίο πέρασε την μισή του ζωή. Εκνευρισμένος κι αμήχανος ο αρχηγός των μπράβων, ένας ψηλός ξανθός, πρώην αστυνομικός στην Αγία Πετρούπολη, πήρε τηλέφωνο στο κινητό τον εργολάβο για να ζητήσει οδηγίες. Εκείνος του τις έδωσε. Τότε έβγαλε το πιστόλι του και φόνευσε τον κυρ Χαράλαμπο με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Λιγότερο απ’ έναν χρόνο αφότου σκοτώθηκε ο κυρ Χαράλαμπος τα συνεργεία των οικοδόμων γκρέμισαν το σπίτι, έκοψαν τα δέντρα, έσκαψαν το χώμα, έχυσαν μπετόν βαθιά μες στην κοιλιά της γης και σήκωσαν σύγχρονα, πολυτελή διαμερίσματα με όλες τις ανέσεις, τα οποία μοσχοπουλήθηκαν αμέσως σε δικηγόρους, επιχειρηματίες, στελέχη επιχειρήσεων και άλλους τέτοιους ανθρώπους που δεν έφτιαξαν ποτέ τίποτα με τα χέρια τους.
Έτσι βρήκε τον θάνατο ο κυρ Χαράλαμπος. Κανένα θαύμα δεν σημειώθηκε στον τόπο του μαρτυρίου του, αφού κανείς δεν πιστεύει πια στα θαύματα, και καμία θεϊκή τιμωρία δεν έπεσε πάνω στους δολοφόνους του παρά έζησαν ζωή χαρισάμενη. Όμως ανάμεσα σε δύο γκαράζ, κρυμμένο απ’ τον ήλιο, μέσα στην σκόνη και με ελάχιστο νερό, μπορεί κανείς μέχρι σήμερα να δει ν’ ανθίζει σαν από θαύμα θαρρείς ένα κόκκινο γαρύφαλλο, στο σημείο ακριβώς όπου έχυσε το αίμα του ο άσημος συνταξιούχος.