«Ηχηρές αντανακλάσεις στα άδυτα της ψυχής»
Με τον ευρηματικό και πολύσημο τίτλο Αποστάτες Άγγελοι, Κουκκίδα, 2024, συστήνει η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου την πρώτη ατομική ποιητική της συλλογή που αποτελείται από τριάντα εννέα ελευθερόστιχα ποιήματα και δύο σονέτα.. Πριν ακόμα ξεφυλλίσω το βιβλίο, με γοήτευσαν τόσο ο τίτλος του όσο και το αινιγματικό ασπρόμαυρο σκίτσο της Μαρίας Μελίτας Ψυχογυιοπούλου που κοσμεί το εξώφυλλο και βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τα ποιήματα της συλλογής.
Όταν, όμως, προχώρησα στην ανάγνωση των ποιημάτων, η θεματική της συλλογής, με ξένισε, με αιφνιδίασε. Αναρωτήθηκα πώς ένας άνθρωπος τόσο ζωντανός, τόσο ευχάριστος, τόσο αισιόδοξος όπως η Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου επέλεξε να αγγίξει ποιητικά ένα θέμα τόσο δυσπρόσιτο και οδυνηρό. Πώς θα καταφέρει ο ποιητικός της λόγος να αποδώσει τις σκοτεινές περιπλανήσεις του νου, πώς θα φωτίσει τα σκοτάδια της ψυχής των πασχόντων, πώς θα ταιριάξει με το παράλογο και το άρρητο: «Ανοίκειες φωνές» (σ.30): Είσαι ο Δίας, κραύγασε η φωνή./ Εκείνη η μεταλλική, επίμονη, στριγκιά/ που το μυαλό του εξουσίαζε./ (Παντοδυναμίας η ψευδαίσθηση αντιβουίζει.)// Δυσβάστακτο το βάρος. Μάτια/ δέσμια στο κενό/ γυρεύουν ίαση./ Η επανεμφάνιση συμπτωμάτων διαρκής.// Σε συνεχή εκκρεμότητα η ζωή μας.
Τα αλυσιδωτά ποιήματα-διηγήσεις της Συλλογής συνδέονται με το πανάρχαιο υπαρξιακό ερώτημα για την ζωή και τον θάνατο, το λογικό και το παράλογο: Πάλι θανάτου σημάδι μου γνέφει/ δονεί της καρδιάς τ’ αόρατα νήματα/ απρόσμενα εκπέμπει μηνύματα/ μαύρες φιγούρες αλλόκοτες θρέφει.// Πόνος στα μάτια, ματιές αναστρέφει/ κεντά παντού, καρφώνει κατάματα/ ακραία αναδεύει αισθήματα/ στα χνάρια πένθους τη ζωή μου στρέφει.// Ξεσπά ενδόμυχα η καταιγίδα/ δροσοσταλίδα σ’ ενοχές πνιγμένη/ σκιά θανάτου σκοτεινή γραφίδα.// Διαγράφει πέταγμα δημιουργικά/ θλίψη θανάτου ηθελημένη/ παντού εισδύοντας απειλητικά. «Σκοτεινή γραφίδα» (σ.69). Ο Διδάκτωρ Ψυχοπαθολογίας Φώτης Καγγελάρης σε συνέντευξή του αναφέρει ότι η τρέλα και η ποίηση είναι ομοούσια αδέρφια που με τα σπαράγματα της υποκειμενικής τους αλήθειας ακουμπούν κάποιες φορές την αλήθεια του κόσμου. Και η Ψυχογυιοπούλου αυτό ακριβώς αποδεικνύει στα ποιήματά της. Η οικεία εμμονή στις σκιές των νεκρών που δίνουν ουσία στη ζωή, η φωτογραφία με την αγγελοκάμωτη μάνα, ο διάχυτος πόνος στο σπίτι που τιτιβίζει θάνατο αφήνοντας τη ζωή σε εκκρεμότητα, οι δαιμονικές μορφές που μηδενίζουν την αγάπη και αφανίζουν την πίστη, τα ανεξόφλητα χρέη στο όνομα της αδελφικής αγάπης, οι ψυχές κουρέλια με τα κάγκελα εμπρός τους και εντός τους συνθέτουν εικόνες καταθλιπτικές, σκληρές, σπαρακτικές, οδυνηρές που ξεπηδούν, λες, από την κινηματογραφική δραματουργία.
Στο ποίημα «Εκ του τάγματος των δαιμόνων» (σ.33) καταλυτική κατάσταση η σχιζοφρένεια πολιορκεί το κορμί: Μαύρες φτερωτές μορφές/ εξόχως γοητευτικές/ μυριάδες μυριάδων/ δαίμονες/ από το παραπέτασμα/ και έξω δεξιά του εγκεφάλου,/ κοσμώντας το κεφάλι/ συνείδηση νεκρώνουν.// Επιμελώς πασχίζουν/ στη σχιζοφρένεια να συρθώ/ με πλήθος εγγενή συμπτώματα.// Το κορμί ανελέητα κεντρώνουν/ στο άυλο εισδύουν/ τον πόνο αισθητοποιούν./ Μέγγενη στο κρανίο/ τρεις χιλιάδες άγγελοι.
Γεμάτο παραδοξότητες και απρόοπτα, ψευδαισθήσεις και εκρηκτικές συμπεριφορικές αντιδράσεις το ποίημα «Τρελοτεχνείον» (σ.35) αισθητοποιεί την άνοια, εκφράζοντας το αίσθημα κενού, την έλλειψη νοήματος ως μια μορφή οδύνης, όπου τα πρόσωπα παλεύουν με τον χρόνο: Αλλόκοτη φιγούρα/ αλαφροπάτητη/ με αγριάδα στα ματόφρυδα/ και μαξιλάρι αγκαλιά/ το πατρικό της εμμονικά ζητά/ χρόνια γκρεμισμένο.//[…] Διασχίζει/ καλάμια, αγριόχορτα,/ φίδια φωλιάζουν εκεί/ σκαντζόχοιρος στέκει/ στα χαλάσματα./ «Νύχτωσε» μονολογεί.// (Αμείλικτη η τυραννία του χρόνου.).
Ο φιλόλογος και ποιητής Ζήσης Αϊναλής (2011:85,86) αναφέρει: «η μεγάλη ποίηση δεν είναι παρά το αυθόρμητο ξεχείλισμα έντονων συναισθημάτων από έναν άνθρωπο που έχει στοχαστεί βαθιά». Και η ποίηση της Ψυχογυιοπούλου, κατά τη δική μου, τουλάχιστον, ανάγνωση, είναι βαθιά βιωματική, ανασύρει επώδυνες μνήμες, σπαράζει χωρίς όμως να κραυγάζει: …Ανάμεσά τους / σεργιανίζω εγώ/ φιγούρα φτερωτή. «Σε δάσος μυστικό» (σ.65).Μπορεί, επίσης, να χαρακτηριστεί και ως εξομολογητική ποίηση, εν μέρει, καθώς εκφράζονται με ευθύτητα και αποκαλυπτικές ενίοτε λεπτομέρειες, προσωπικά συναισθήματα, ψυχικές αγωνίες και συμπτώματα. Η ποιήτρια τολμά να προσεγγίσει με ευαισθησία έναν πονεμένο κόσμο, να βυθιστεί στα σκοτάδια του, να καταδυθεί στα άδυτα της ψυχής του, να τον συμπονέσει και να τον αγαπήσει. Ίσως, γι’ αυτό παρά την οδύνη, το πένθος και τον θρήνο της απώλειας, παρά τη θύελλα που σπέρνουν στα μάτια της τα θολά μάτια των έγκλειστων της έκτης πτέρυγας στο Δαφνί, καταφέρνει, με αντίδοτο την ίδια την ποίηση, να αναδυθεί με το βλέμμα στραμμένο στο φως. Πιθανόν, το φως αυτό να αναζητά και το παιδί στο εξώφυλλο για να βγει από τον εγκλεισμό και το σκοτάδι του κελιού του και να πορευτεί στη ζωή του, διώχνοντας τον φόβο. Στο ποίημα «Χώμα τάφος» (σ.66) διαβάζουμε: Το μόνο πάθος μου/ ο φόβος./ Στοιχειώνει τη ζωή μου./ Κλέβει τη μέρα και το φως/ ανάσα, οσμή και γεύση./ Δοκιμάζω/ της πορτοκαλιάς τα άνθη/ μύτη και χείλη ακουμπώ/ μεθώ με τ’ άρωμά τους./Σκαλίζω το δέντρο ελαφρά/ το χώμα μ’ ευφραίνει/ στη θέα, στην αφή/ και στο ανακάτεμά του./… Ποζάρω/ αντίκρυ/ στης φύσης την αλαζονεία./ Κλείνω το μάτι στο σκότος·/ τον φόβο διώχνω…
Τα πρόσωπα που δεσπόζουν στους Αποστάτες Άγγελους αναμετρώνται με τον θάνατο και την αρρώστια και αποτελούν κομμάτια των ημερών του παρελθόντος της. Είναι, μάλιστα, ευδιάκριτη η ενσυναίσθηση με την οποία τα αντιμετωπίζει η ποιήτρια, καθώς χρησιμοποιώντας έναν μυστικό κώδικα παρατηρεί τα πάντα γύρω της και μέσα της και αναγνωρίζει τη μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο κάθε ύπαρξης που ζει στο περιθώριο της ζωής ή του μυαλού: Φρενήρης, το ξεχασμένο/ καρτοτηλέφωνο/ αγγίζει με μανία,/ τη χροιά αγαπημένων φωνών/ αναζητεί που σώπασαν…/ σέρνοντας τις πληγές της/ στην πλάστιγγα της τρέλας. «Πού υπάρχουν άραγε ακόμη καρτοτηλέφωνα;» (σ.43).
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο ρυθμός των στίχων που επιτυγχάνεται από τη σημασιακή έμφαση των λέξεων σε συνδυασμό με την ποιότητα των συναισθημάτων και σκέψεων που αυτές δηλώνουν ή υποδηλώνουν αποτρέπει τον αναγνώστη από τον επιφανειακό εντυπωσιασμό. Αντίθετα τον βοηθά να διακρίνει τον πολυεπίπεδο προβληματισμό της ποιήτριας.
Η περιήγηση στο ποιητικό σύμπαν της Ψυχογυιοπούλου και η βαθύτερη γνωριμία με την τέχνη της είναι μια διαδρομή στον κόσμο του παράλογου. Η ποιήτρια με απλότητα και ειλικρίνεια δημιουργεί ένα παραδειγματικό καθρέφτη της ζωής που απεικονίζει την πτώση και τα σκοτάδια των ανθρώπων. Τρυφερά, με γάντι βελούδινο, γράμμα το γράμμα, συλλαβή τη συλλαβή συνθέτει ύμνο στα δυσδιάκριτα όρια τρέλας και λογικής ενώ, ταυτόχρονα, κλείνοντας το μάτι στο σκότος διώχνει τον φόβο του θανάτου και αποκαλύπτει τη λυτρωτική επενέργεια της Ποίησης για την ίδια αλλά και τον καθένα μας χωριστά. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο Βαγενάς (1988), «η ποίηση δεν είναι θέμα μορφής, είναι θέμα έντασης». Όποιος διάβασε ή θα διαβάσει τα ποιήματα της συλλογής «Αποστάτες Άγγελοι» και ένταση θα εισπράξει αλλά και βαθιά ειλικρινή συγκίνηση θα νιώσει…: Ραντίζω με ροδόνερο /τοίχους λευκούς /και με νερόμυθους πλέκω / ιστορίες ξωτικές. «Νεροπαραμύθι» (σ.76).
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αϊναλής, Ζ. (2011). William Wordsworth, «Πρόλογος» στις λυρικές μπαλάντες (1802). Στο: Ρομαντική Αισθητική. Οι ποιητές των Λιμνών και η Σχολή της Ιένα. Αθήνα: εκδόσεις Κριτική.
Βαγενάς, Ν. (1988). Η Εσθήτα της Θεάς. Σημειώσεις για την ποίηση και την κριτική. Αθήνα: Στιγμή.
Παπαδημητρίου, Μ. (2014) Συνέντευξη: Υπάρχει Τρέλα στην Ποίηση, υπάρχει Ποίηση στην Τρέλα; Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2024 από:
https://www.poeticanet.gr/yparxei-trela-stin-poiisi-yparxei-poiisi-stin-trela-a-1439.html?category_id=403
Βιογραφικό
Η Ιωάννα Γιαννάκη ζει στην Πάτρα, πόλη καταγωγής της και είναι απόφοιτος του τμήματος κλασικής φιλολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση και είναι Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων περιοχής Πατρών.