Σίσυφος
(Κρυπτομνησία ΙΙ)
Μυθολογούν ότι ο Σίσυφος
γυρεύοντας
να δοκιμάσει την αγάπη
της γυναίκας του,
της ζήτησε
ν’ αφήσει άταφο το πτώμα του
στη μέση μιας πλατείας.
Κι αυτή,
σαν πάντοτε υπάκουη,
ούτε και τούτη τη φορά
ενάντια στη βούληση τ’ ανδρός της έπραξε.
Οργίστηκε ο νεκρός και
έτρεξε στον Πλούτωνα,
να στέρξει ζωντανός να επιστρέψει,
την ασεβή κι ανόσιά της πράξη
για να τιμωρήσει.
Πώς να αντέξει
τόση υπακοή
τώρα που πέθανε,
που ολάκερη ζωή
ματαίως πάσχιζε
λειψή την πίστη της να δείξει;
Μονιές
(Κρυπτομνησία ΙΙΙ)
«Δεν μπορεί τον εαυτό του να σώσει
και θα σώσει εμάς;»
Η φωνή του κακούργου
φτερούγισε εξ ευωνύμων
σαρκαστικά ανυπόφορη.
Ανατριχιάσαμε με την αποκοτιά του.
Μα ο σπόρος της σιγά σιγά θέριεψε μέσα μας
και γίνηκε ο ρυθμός μας.
Ήτανε ο καιρός που λιγοστεύαν οι μονιές
κι έψαχνε ο καθένας μια,
να σώσει
το τομάρι του…