Εισαγωγή
Στο έργο του Γ. Σεφέρη αποτυπώνεται η ικανότητα του να εκφράζεται με τρόπο βαθειά λυρικό, αισθαντικό, με φαντασία και πλάσιμο εννοιών, ακόμα και νέων λέξεων. Ωστόσο στα κρίσιμα ποιήματα του που αναφέρονται στην Κατοχή, στην αποικιοκρατούμενη Κύπρο και στη Χούντα Αθηνών εκφράζεται είτε διπλωματικά, αλληγορικά ή υπαινικτικά, είτε απογυμνώνει πρόσωπα του πολιτικού ή δημόσιου βίου για την κατάντια τους και την παντελη έλλειψη ευθύνης για το αξίωμα και το καθήκον, για την καιροσκοπία τους.
Στα ποιήματά του, όπως και στα πεζά, του καυτηριάζει πρόσωπα – όχι το σύστημα- που η στάση τους απέλπιζε τον Σεφέρη. Δεν σιωπά και σε κάποιο στάδιο απογυμνώνει.
Απογύμνωση Ελλήνων ανευθύνων κατά τη Γερμανική Κατοχή
Έτσι, κατά τη Γερμανική κατοχή δεν κρύβει τον θυμό του για άσχετους και ατομιστές πολιτικούς της εποχής του, που κρατούσαν στα χέρια τους τη μοίρα του τόπου. Αρκετούς σε δράση τους αποκαλεί ‘ελεεινούς’ που ζουν ‘παπαρδελίζοντας’. Ο Σεφέρης νιώθει συχνά να περιστοιχίζεται από ‘μύγες’, ανώφελες και ενοχλητικές. Κατ’ ακρίβεια νιώθει ξένος από τη «θλιβερή πολιτική», όπως την αποκαλεί. Για ένα πολιτικό λέει ότι «θέλει καρπάζωμα», για άλλον ότι μοιάζει με αστό της επαρχίας που έχει νερά χαμένα, για δύο ναυάρχους ότι είναι ελεεινοί και εμφανίζονται ως δυναμικοί ενώ είναι δειλοί, για έναν πολιτικό ‘ότι είναι ανθρώπινη χαλκομανία’, για έναν άλλον ‘φάτσα υπερτροφικού σαμιαμιδιού’. Γράφει ότι τον πιάνει η βρώμα απ’ το λαιμό, ότι οι ηλίθιοι κρατούν τα πόστα, ότι η μερμηγκοφωλία της Μπρετάνιας γέμισε από αναποφάσιστους. Γράφει και για τον βασιλιά Γεώργιο (δίχως ρίζες στον τόπο, αδιάφορος, απομονωμένος) για τον Μεταξά (αυταρχικός, εμπαθής, με μυαλό, ο κόσμος, λόγω κόπωσης, τον στήριξε κ.ά.).
Οι γάτες-αγωνιστές και τα φίδια-καταπιεστές και εγκάθετοι
Το ποίημα ‘Οι γάτες του Άη Νικόλα’ ο Σεφέρης το άρχισε τα Χριστούγεννα του 1952 στην Κύπρο, το παράτησε το 1956, για να το ολοκληρώσει στις 5 Φεβράρη 1969 στην Αθήνα, ως αλληγορικό εναντίον των εγκάθετων της Αγγλίας στην Κύπρο, αλλά και εναντίον της Χούντας και των εγκάθετών της. Το στήριξε σ’ ένα ομώνυμο μύθο της Κύπρου και έτσι ο Σεφέρης ήταν καλυμμένος, χωρίς να τον υποψιάζεται η Χούντα.
Ο ποιητής αφήνει μηνύματα για τη μοίρα του καταπιεσμένου Έλληνα/ Κύπριου. Στο ποίημα ο μισότρελος καλόγερος μιλά για ‘τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,/ – σαράντα χρόνια αναβροχιά’, τα ‘μιλιούνια φίδια (σε) τούτο τ’ ακρωτήρι’, και ότι το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα και τους Αγιοβασιλείτες καλογέρους ‘τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν’ αφού ‘την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα / και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη’ με τα φίδια. Και πέρασαν καιροί, πεισματικές και πάντα λαβωμένες, ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος / χαθήκανε• δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.’
Το ποίημα είναι μεν αισιόδοξο – αφού τα φίδια εξολοθρεύονται – αλλά με τον στίχο ‘αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι’, ο ποιητής αναγνωρίζει ότι οι πίκρες του μικρού νησιού (και του Ελληνισμού γενικά), δεν (θα) έχουν τελειωμό. Το ποίημα είναι ελπιδοφόρο αλλά κρούει τους κώδωνες να μη-εφησυχάζει η Ελλάδα και η Κύπρος, για τα επόμενα φίδια.
Στερνός λόγος, καίριο χτύπημα εναντίον της Χούντας
Από όσα δημοσίευσε ο Σεφέρης ως τις αρχές του 1967 αλλά και η κατοπινὴ στάση του φανέρωναν καθαρά τη σκέψη του ενάντια στη Χούντα Αθηνών. Πρώτα μίλησε τον Φεβρουάριο του 1971 στο BBC πως αισθάνεται επιτακτικό χρέος «να εκθέσει» την κατάσταση στην Ελλάδα. Και είπε τότε στο Λονδίνο:
«Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους. Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό. Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».
Η Χούντα για εκδίκηση «ξήλωσε» τον ποιητή κι ας είχε τίμησει την Ελλάδα με Βραβείο Νόμπελ. Του αφαίρεσε αμέσως τον τίτλο ‘Πρέσβης επί Τιμή’. Ο ποιητής αναγκάστηκε να ξαναμιλήσει και να ταπεινώσει την Χούντα, με το ποίημα «Επί ασπαλάθων» (21 Μάρτη 1971) που έδωσε στην εφημ. Βήμα να δημοσιευθεί 3 μέρες μετά την ταφή του (23-9-71). Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614-6 κ.ε) που αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία του τύραννου Αρδιαίου της Παμφυλίας (που σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδερφό του). Άντρες έδεσαν τον Αρδιαίο και αφού τον έριξαν κάτω και τον έγδαραν, τον έσερναν έξω και τον ξέσκισαν πάνω σε ασπαλάθια.
ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι*
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν
ακόμη…
Γαλήνη.
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού
τ’ αυλάκια·*
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:*
«τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνισμού ένα μετά θάνατο ποίημα, χάρη και στον Πλάτωνα, διαδόθηκε τόσο και ενθουσίασε κι ενθάρρυνε τους καταπιεσμένους Έλληνες.
Έξω απ’ τον ναό όπου κηδεύθηκε ο Σεφέρης, περίπου 3.000 άτομα κραύγαζαν “Δημοκρατία – Ελευθερία”. Αντηχούσαν τη φωνή του ποιητή προς τη Χούντα Αθηνών. Κατά το Associated Press, η κηδεία του ποιητή Σεφέρη ήταν η πρώτη ευκαιρία για 250.000 Έλληνες να εκφραστούν ηχηρά και άφοβα εναντίον του χουντικού καθεστώτος.
Με την πτώση της Χούντας, στις 22 Ιουλίου 1974, και την επάνοδο της Δημοκρατίας, δικάστηκαν όλα τα στελέχη της Χούντας και καταδικάστηκαν με βαρύτατες ποινές.
Επιμύθιο
Στην Ομιλία του Σεφέρη στη Σουηδική Ακαδημία, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ αντιφώνησε με τα εξής που αφορούν την άρση της αδικίας και την τιμωρία αδικούντων:
«….‘Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε… Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, (ο Στρατηγός Μακρυγιάννης) γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος• είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα, όσο και η γραπτή.»
Λόγια στοχαστικά, προφητικά από τον ποιητή και διπλωμάτη για άδικους κατακτητές. Και όποιος αδικεί, στο τέλος πληρώνει την αδικία. Ο Άνθρωπος χαλάει το τέρας.