«ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΔΗΜΙΑ»
Έφτασα τα ογδονταένα χρόνια… μα για κάποιο λόγο πεισμώνω να πιστεύω πως είμαι ακμαίος. Γράφω τον αριθμό 81 σε χαρτί, τον δείχνω στον καθρέφτη μου και τον ρωτώ «πόσων χρόνων είσαι;» και αντισυμμετρικά μού απαντά 18. Και τι δεν πέρασα από τα 18 ως τα 81! Μα τι σημαίνει «έχω γεράσει»; Γερνώ σημαίνει δεν έχω κάτι άλλο να κάνω.
Είμαι βέβαια πιο σκυφτός, έχω χάσει κάποιους πόντους, όχι για να πλησιάζω όλο και πιο κοντά το χώμα, το στερνό μου πάπλωμα, αλλά για να βρίσκω με μάτι γυμνό κανένα κουμπί που χάμω έπεσε απ’ το ξεθωριασμένο μου πουκάμισο. Ξέρω δα πως η ζωή κάποτε κλείνει τον κύκλο της, πως θα μπορούσα ν’ αντέξω λίγο περισσότερο, ότι πολλά πράγματα θα ήθελα να τα ξαναδοκίμαζα για να τα πετύχω καλύτερα. Αλλά πόσο πιο καλά, αφού υπάρχει πάντα το καλύτερο του καλύτερου. Αρκεί που πάσκιζα για το καλό.
Πολλοί με θαύμαζαν, εκτός από τον εαυτό μου στον καθρέφτη που συνεχώς απαιτούσε. Θα μ’ έλεγαν περίεργο πολλοί αν ήξεραν πως για δεκαετίες, σε όποιο σπίτι μετακόμιζα, κουβαλούσα τον ίδιο καθρέφτη. Κάτι σαν τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, που κουβαλούσε παντού τη Μόνα Λίζα ως τον θάνατό του. Τον έστηνα στην τουαλέτα να με κοιτά, να με ανακρίνει. «Ντροπή», μου είπε μια μέρα στα τριάντα μου, «μαθηματικός και δεν ξέρεις να δένεις γεωμετρικά τη γραβάτα, να έχει κόμπο τριγωνικό;». Σωστός ο καθρέφτης! Όλοι οι πολιτικοί στις τηλεοράσεις φορούν γραβάτα στραβή, ένδειξη της αφροντισιάς τους. Ερεύνησα το θέμα, βρήκα τη λύση και έκτοτε γελώ με τις γραβάτες των πολιτικών.
Ο εγγονός μου μια μέρα μού έκρυψε την αγαπημένη γραβάτα μου σ’ ένα πενταπίθανο μέρος του σπιτιού, που ούτε επαγγελματίας κλέφτης δεν θα ’βρισκε. Δίπλα στη γραβάτα έγραψε ένα σημείωμα αστειευόμενος: «Όσο ζεις, ψάχνε να με βρεις». Τη βρήκα τυχαία. Παράγγειλα στη γυναίκα μου, όταν πεθάνω να μου δέσουν εκείνη τη γραβάτα. Έτσι θα ’στελνα στερνό μήνυμα στον εγγονό: «Όσο ζούσα έψαχνα, μα βρήκα αυτό που έλειπε».
Και μια που θα με θάψουν στη Λευκωσία, στον τάφο που αγοράσαμε με τη γυναίκα μου, παράγγειλα στους δύο γιους μου να μου κόψουν νύχια και μαλλιά, να τα βάλουν σε δοχείο και να το ενθέσουν στον τάφο των γονιών μου στη Λάρνακα. Με αναμένουν, λέω.
Φθάνει το τέλος και αρχίζω να το νιώθω. Χάνω λίγες σκέψεις, χάνω πράγματα, όμως με θαύμα ξαναπαρουσιάζονται και… με ανακουφίζουν με την εμφάνισή τους. Ωστόσο, έχω και ευχάριστες αναλαμπές. Να, για μισό αιώνα δεν έβλεπα τη μουσμουλιά στην αυλή ανθισμένη, το πώς με κοιτάει μέσα απ’ το παράθυρό μου. Μισό αιώνα νόμιζα ότι πρώτη ανθίζει η αμυγδαλιά, όπως την ύμνησαν ποιητές. Κι όμως, πρώτη η σεμνή μουσμουλιά! Βλέπω τώρα έξω απ’ το παράθυρο μια χελιδόνα, με τι μαεστρία χτίζει φωλιά να γεννήσει. Στο μυαλό μου η μάνα μου όταν με γεννούσε, η γυναίκα μου σαν μου έφερε δύο γιους.
Οι επισκέψεις στο σπίτι μου αραίωσαν. «Γερνούν οι φίλοι και οι συγγενείς μας και δυσκολεύονται», λέω στη γυναίκα, «έλα, σήκω να επισκεφθούμε τον Χαράλαμπο και τον Ζήνωνα που ασθενούν». Και τους λέγαμε αστεία, παλιές ευχάριστες ιστορίες. Στάσου! Αυτά είναι δείγμα πως αντιστέκομαι στη φθορά, όσο κρατούν τα πόδια μου, πως θέλω η ζωή να λήγει με χαρά, όχι με θρήνο, να ζω τον νέο των 18, όχι τον ηλικιωμένο των 81.
Είτε κλάψουν για μένα είτε όχι, θα είμαι αλλού και δεν θα είμαι σε θέση να το σχολιάζω. Η ζωή περνά μπροστά απ’ τα μάτια μου, έστω για όσα περιστατικά μού άφησαν τραύμα ή χαρά, ή ένταση. Να πάλι τα παιδιά, εκεί στην απέναντι αλάνα, να κι η οκτάχρονη γειτονοπούλα που μου φίλησε τον ομφαλό και με μεταμόρφωσε από οκτάχρονο παιδί σε εικοσάχρονο… (μάλλον μετά θα ντράπηκε και δεν επανέλαβε τέτοιο τρελό τόλμημα).
Να, η κουνιστή καρέκλα που μου δώρισε ένας θείος, να αναπαύομαι απ’ το διάβασμα, όπως έλεγε. «Να γεράσεις μαζί της, να κουνιέσαι και να σε παίρνει ο ύπνος μπρος στην τηλεόραση», είπε. Εννιά μήνες στην υγρή κούνια της μάνας μου αρκούν, θείε μου!
Να, βλέπω στον απέναντι τοίχο, όπως πάντα με συγκίνηση, ένα αντίγραφο του πίνακα «Ο πληγωμένος άγγελος» του σπουδαίου Φιλανδού ζωγράφου Hugo Simberg, που πήρα σε ταξίδι στο Ελσίνκι. «Δεν χωράνε άλλοι στους τοίχους μας. Πού θα τον βάλεις;» μουρμούριζε η γυναίκα μου. «Τότε, απάνω στο μνήμα μου», γέλασα και τον αγόρασα. Ο άγγελος έμοιαζε να είχε βαριά λαβωθεί από δαίμονες και υπάνθρωπους του μαμωνά. Πληγωμένο τον μετέφεραν σε ξυλοκρέβατο δύο παιδιά, φτωχά, με θλίψη στα πρόσωπα.
Χρόνια στοχάζομαι απάνω σ’ αυτόν τον πίνακα. Τη μια φαντάζομαι πως ο πληγωμένος άγγελος είμαι εγώ που με κομίζουν σε κλινική ή στο νεκροταφείο, την άλλη πως εγώ κρατάω μπροστά το ξυλοκρέβατό του και με βοηθάει πίσω ο φίλος μου ο Κώστας ή ο Πανίκος ή κάποιο άγνωστο παιδί, που βγήκε από χαλάσματα πολέμου να με βοηθήσει.
Ααα, τα έπιπλά μου! Κυρίως εκείνη η καρέκλα. Φοιτητής την αγόρασα στην Αθήνα για να κάθομαι σαν βασιλιάς, έλεγα, και να γράφω τη διατριβή μου, να δοκιμάζω ποιήματα. Μια φορά χαλάρωσαν οι αρμοί της, λύγισε η δόλια κι έπεσα στο πάτωμα. Δανείστηκα εργαλεία και την έφτιαξα, αλλιώς θα ’χανα τον σύντροφο. Κι από τότε στέκει σύντροφος. Όσο για τη βιβλιοθήκη μου, αυτή όλο χοντραίνει με βιβλία, κάποια μου φωνάζουν να τα διαβάσω, πριν αδυνατίσει η όρασή μου και χρειαστώ μεγεθυντικό φακό αρωγό. Κι όταν ταξίδευα μ’ ένα βιβλίο, έβαζα φωνές στα εγγόνια να μην διακόπτουν το τέτοιο ταξίδι μου.
Να το ρολόι τοίχου της προγιαγιάς. Δεν το ήθελε στο σαλόνι της η μητέρα, και το έστησε στον τοίχο του γραφείου μου, να το, απέναντι, το κουρδίζω από τότε μια ζωή. «Αν θες να σου φτιάχνω αρνάκι φρικασέ, φρόντιζε το παλιό ρολόι της γιαγιάς». Έτσι με έπεισε.
Να και το πικ-απ, που το αγόρασε με τις οικονομίες της η αδελφή μου να βάζει δίσκους βινυλίου και να δοκιμάζει χορούς, σέικ, χάλι-γκάλι, τουίστ σε τραγούδι Πεπίνο ντι Κάπρι. Μόνο που, όταν παντρεύτηκε νέα, της το έκλεψα και το πήρα μαζί μου στην Αθήνα, να χορεύω μόνος ή με φίλες και φίλους, σαν κάναμε διάλειμμα απ’ τα διαβάσματά μας.
Στην αυλή επιμένει ν’ ανθεί το ινδικό φούλι με τα λευκά πέταλα, την κίτρινη πινελιά στη μέση και τη σπάνια μυρωδιά. Φεύγω απ’ τη ζωή, αλλά θέλω να πάρω μαζί μου κάποια πέταλα, ν’ αρωματίζουν το φέρετρό μου μέσα. «Γιε μου», είπε η μάνα μου «πάρε αυτό το ινδικό φούλι, δώσ’ το στην κοπέλα σου. Αυτό έκανε ο πατέρας σου σαν με γνώρισε». Της το πρόσφερα. Ας βάλει τώρα κι εκείνη ένα στο φέρετρό μου.
Λίγα τα δένδρα της αυλής μας, μια λεμονιά που όλο μας αρρώσταινε, γεννοβολούσε λίγα λεμόνια, αλλά ο αραιός της ανθός με μεθούσε κάθε πρωί με τη δροσούλα… και μια ροδιά γενναία με ρόδια απίστευτης γεύσης… ώρα τους καλή, πέθαναν προσφέροντας.
Την ιδέα του θανάτου, ή καλύτερα την αίσθηση της απώλειας, την έχω ζήσει, όχι μόνο με την αποδημία των γονιών μου αλλά και με τη μετανάστευση του ενός αδελφού μου στην Αγγλία και του μικρού μας αδελφού στην Κίνα. Εκεί παντρεύτηκαν και οι δύο, αλλά η αγάπη μάς συνδέει κι ας είναι καλά οι ηλεκτρονικές οθόνες που μας κάνουν την απουσία παρουσία.
Σήμερα, το πολύ αύριο, θα δεχτώ τον έσχατο επισκέπτη μου, τον Χαρούλη. Δεν το λέω Χάρο, γιατί καμιά φορά έχει κέφια και μαλακώνει το φευγιό μας, ή μας κάνει μικρή χάρη. Να, συγκινήθηκε απ’ τη λύρα του Ορφέα και του έδωσε την Ευρυδίκη. Βέβαια, η πονηριά του δεν έχει όρια κι έστειλε συνοδό της τον Ερμή που την άρπαξε και την έφερε πίσω. Αλλά ευελπιστώ ότι θα καταφέρω να τον πείσω μ’ ένα άσμα μου, μ’ ένα στίχο. Πείτε μου γιατί, πριν πάρει το κώνειο ο Σωκράτης στο κελί του, πάσκιζε να μάθει πλαγίαυλο; Γιατί;
Και γιατί δηλαδή ο θάνατος είναι ήττα; Δεν οδύρομαι, ποτέ δεν θα πω φταιν οι άλλοι ή φταιν οι γιατροί. Μα μήπως είναι πλάνη να θεωρώ τέτοια ήττα ως ήττα; Όχι, πείτε μου, ο Λεωνίδας πέφτοντας στις Θερμοπύλες πέθανε, ή μήπως ζει για πάντα στην Ιστορία και στο μυαλό μας; Μήπως ο Αχιλλέας αφάνισε τον Έκτορα, που τόλμησε να τα βάλει με αθάνατο; Λέω, η ψυχή τέτοιου νεκρού είναι ζώσα και πολλών ζώντων είναι ισόβια νεκρή.
Είναι ζωές που τις νομίζουμε νίκες μα έχουν πήχη χαμηλό ενώ τον νομίζαμε ψηλό. Είναι θάνατοι που τους νομίζουμε ως ήττες, όμως προσφέρουν πιο πολλά απ’ όσα μια ζωή που μας γλίστρησε. Τα φύλλα του φθινοπώρου είναι άνθη άλλης Άνοιξης. Ναι, νικώντας τον θάνατό μου, νιώθω πως φεύγω κατακτητής της ζωής, πως έχω κερδίσει στέρεα νίκη.
Εκείνη τη μουριά κλαίω. Τυχαία τη βρήκε ο πατέρας σε διπλανό χωράφι, είκοσι πόντους, πεταμένη. Την περιμάζεψε και τη φύτεψε στην αυλή μας. Κανείς δεν πίστευε πως θα ευδοκιμούσε, κι όμως φούντωνε. Μικρός την πότιζα κι όλο αυτή ψήλωσε. Κόρδωνε και καμάρωνε για τον δυνατό κορμό της, την πυκνή φυλλωσιά της, τα μούρα της, σκέτη μούρλια, που μαγνήτιζαν πολύχρωμα πουλάκια, και εμένα φυσικά τον ανταγωνιστή τους. Πόσους μεταξοσκώληκες δεν έχω θρέψει με τα φύλλα της. Κι όλο να τους χαζεύω, αρχιμάστορες του κουκουλένιου φερέτρου τους… και μετά ν’ ανασταίνονται σαν μικρές πεταλούδες, να εναποθέτουν τα μικροσκοπικά τους ωάρια, ν’ ανακυκλώσουν τη ζωή. Αα, τι ωραίο θέαμα, και πόσο με παρηγορούν δυο φιλόσοφοι για την επάνοδο της ζωής.
Χόντρυναν τα κλαδιά της μουριάς, με άντεχαν ν’ ανεβαίνω να κάθομαι και να διαβάζω,
τρώγοντας απ’ τα μούρα γύρω μου. Κι όταν ρωτούσαν τον πατέρα μου πόσα παιδιά έκανε, «έξι», έλεγε, «το έκτο το μάζεψα από χωράφι και με μόχθο το κράτησα στη ζωή».
Εκείνο το καλοκαίρι του 1964 χάθηκαν πολλά κυπριόπουλα στους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας από τα τουρκικά βομβαρδιστικά. Μαζί τους χάθηκε και η μουριά μας· όχι από βομβαρδισμό, αλλά από μια διαταγή της κυβέρνησης. Έπρεπε το κάθε νοικοκυριό να έφτιαχνε στην αυλή του ένα υπόγειο καταφύγιο για αυτοπροστασία, σε περίπτωση που οι βομβαρδισμοί θα έφταναν στην πόλη μας. Στην αυλή είχαμε χώρο για τα κοτέτσια μας και μια μεγάλη τσιμεντένια δεξαμενή για τα χρυσόψαρα. Εκεί κάναμε βουτιές όταν πλάκωνε αφόρητη ζέστη. Άλλος χώρος στη αυλή μας δεν υπήρχε, τον σκέπαζε όλο η τεράστια μουριά μας. Για το υπόγειο καταφύγιο ο πατέρας μας κι εμείς όλα τ’ αδέλφια, σκάβαμε δυο μέρες… μετά θα άρχιζε ο αργός θάνατος της μουριάς με ακρωτηριασμό. Βαρύς πέλεκυς για να κόψουμε τα χοντρά κλαδιά της και με αυτά να φτιάξουμε δοκάρια για αντιστήριξη του καταφύγιου και σχάρα για το στέγαστρο. Έμεινε μόνο ο κορμός της.
Ήταν ο μεγάλος αδελφός που έμενε πια ακρωτηριασμένος από τα είκοσι χέρια που είχε.
Ποιος θα μου φέρει πίσω τον μεγάλο αδελφό και σύντροφο; Πέθανε για μας! Ολόρθος!
Δύσκολα αναπνέω τώρα… κι όταν τα καταφέρνω, ακούγομαι λες και βγάζω βρυχηθμό. Λοίσθια το λεν, νομίζω. Δεν ήλθε ένας φίλος να μου λέει ανέκδοτα, να φύγω απ’ τη ζωή γελώντας. Ήθελα μόνο να ξέρω αν χορεύουν οι ψυχές, γιατί στο σύμπαν όλα χορεύουν. Δύσκολα αναπνέω, μετά βίας θυμάμαι τι συμβαίνει γύρω. Το μόνο που θυμάμαι είναι το χθεσινοβραδινό όνειρό μου. Ήρθε, λέει, μια νοσοκόμα, με το χέρι της μου ζέσταινε τα κρύα μου χέρια! Το στήθος της έπαλλε στο μάγουλό μου, οι ρώγες της διατρυπούσαν το σχέδιο του Άδη. Καθώς μου μετρούσε τη θερμοκρασία, διασπάστηκε η λέξη θερμόμετρο σε ‘θερμό’ για τον βίο μου και σε ‘μέτρο’ για την ψυχή μου. Διάσπαση ατόμου, ψέλλισα.
Φαντάστηκα έναν φίλο να μου φέρνει δυο πορτοκάλια και τα πέρασα για τα στήθη της νοσοκόμας. Τα γεύτηκα, ξαναμέτρησαν τον πυρετό κι αυτός είχε εξανεμιστεί. Μετά είδα, στο ίδιο όνειρο, πως ήμουν εγώ ο κόμης του Ορκάθ, την ώρα της ταφής του, στον πίνακα του Ελ Γκρέκο. Φορούσα βαριά πανοπλία, κι όμως ήμουν ελαφρύς στα χέρια της νοσοκόμας και του φίλου μου, όπως συνέβηκε στον πίνακα με τον κόμη του Ορκάθ, στα χέρια του νεαρού Αγίου Στεφάνου και του γηραιού ιερού Αυγουστίνου. Μετά ένας άγγελος με ενέθεσε έμβρυο σε μήτρα ουράνια και βρέθηκα νεογέννητο σε άλλο σύμπαν, ένα πουλί-ποιητάρης που βουτά στον βυθό και σχεδιάζει ν’ ανέβει σε δένδρο στεριάς.