Όλοι στο παραγάδι με το βαποράκι μας, τη ‘Λουίζα’ μας. Ξαπλώσαμε με μια κουβέρτα ο καθένας, στο κατάστρωμα της, ο μπαμπάς μας ο Σολωμός κι εμείς, οι μικροί έφηβοι, ο Λώρης, ο Πετράκης κι εγώ ο μεγαλύτερος.
H ‘Λουίζα’ είχε κι άλλες αποστολές. Έσερνε μαούνες με φορτία σε πλοία στα βαθιά κι έπαιρνε άλλα φορτία για την πόλη, τη Λάρνακα, μια που τότε δεν είχε λιμάνι. Ακόμη σε κάθε Γιορτή του Κατακλυσμού, ο μπαμπάς έπαιρνε βαρκάδα συμπολίτες μας και ξένους με μικρό αγώγι ν’ απολαύσουν τις Φοινικούδες, το Κάστρο, την ακτή, τις φωταψίες.
Είχαμε απλώσει το παραγάδι στις δέκα το βράδυ στα ανοιχτά του Αγίου Θεόδωρου, τριάντα χιλιόμετρα δυτικά. Εκεί ήταν ένας «καλός σύλλογος μεγάλων ψαριών», όπως έλεγε με χιούμορ ο πατέρας μας. Τα μεγάλα ψάρια δειπνούν τέτοια ώρα, οσφραίνονται από μακριά τα μικρά ψαράκια που δολώναμε στ’ αγκίστρια… κι αναμέναμε ένα εξάωρο.
Καλοκαίρι κι όμως τουρτουρίζαμε, σχεδόν δεν κλείσαμε μάτι! Ίσως να έφταιγε το υγρό ξύλινο πάτωμα της ‘Λουίζας’ κι η πυκνή υγρασία… Έπρεπε να ξυπνούσαμε γύρω στις τέσσερις το πρωί και να μαζεύαμε το παραγάδι που ρίξαμε στις δέκα το προηγούμενο βράδυ. Προσευχόμασταν, τα τρία αδέλφια, να έχουμε καλή ψαριά με πολλούς καλοθρεμμένους βλάχους, ορφούς, συναγρίδες που γελάστηκαν κι έφαγαν δολώματα με ψαράκια. Αν αργούσαμε, θα μας τα κατασπάρασσαν τ’ άλλα ελεύθερα ψάρια.
Εγώ στο τιμόνι, ο Πετράκης δίπλα στον πατέρα μας, βοηθός του σαν θα μάζευε το παραγάδι – αν μας τύχαινε πολύ μεγάλο ψάρι χρειάζονταν τέσσερα χέρια στο τράβηγμα. Ο μικρός Λώρης με φανό κι ένα τσεκούρι για τον μπαμπά αν του χρειαζότανε.
Ανεβάσαμε το μισό παραγάδι, με καλή ψαριά… Ξάφνου ο πατέρας ένοιωσε αντίσταση.
– Ιωσήφ, κόψε το τιμόνι αριστερά… Ωωώπ, φτάνει. Κράτα το γερά… μη σου ξεφεύγει.
Μα μου ξέφευγε, η ‘Λουίζα’ κουνιόταν απότομα δεξιά-αριστερά και μας ταρακουνούσε.
– Λώρη, φέρε το τσεκούρι. Πέτρο όσο θα χτυπώ, να κρατάς το σχοινί του παραγαδιού.
Τι εννοούσε λέγοντας «τσεκούρι», «θα χτυπώ»… τα αδέλφια με κοίταζαν τρομαγμένα. Σε λίγο λύθηκε η απορία. Με φοβερή προσπάθεια ο μπαμπάς ανέβαζε ένα κήτος.
– Τεράστιος καρχαρίας. Πετράκη, κράτα γερά το σκοινί, θ’ αρχίσω να τον χτυπώ.
Σε κάθε χτύπημα του με το τσεκούρι στο κεφάλι του καρχαρία, χιουχαḯζαμε, αλλά και τρομάζαμε. Τόσο ανάμικτα νιώθαμε οι τρεις μας. Σιντριβάνι το αίμα, πετιόταν απ’ το κεφάλι του καρχαρία, κι αυτός άφριζε και μας τράνταζε. Κουλουριάστηκε στα σκοινιά του παραγαδιού και το ’κανε σμπαράλια. Με την ουρά του μαστίγωνε τα στήθη της ‘Λουίζας’.
Με πολύ κόπο και ιδρώτα κρατούσα το τιμόνι κι άκουγα αγριοφωνές του πατέρα να προσέχω. Μπρος στα μικρά μου αδέλφια έκρυβα τον τρόμο μου και δήθεν χαμογέλαγα.
Μα ο καρχαρίας χτύπαγε άγρια τις πλευρές της ‘Λουίζας’ και την πήγαινε βίαια δεξιά, κάτω, αριστερά, πάνω. Να τον βγάλουμε πάνω στο κατάστρωμα ήταν αδύνατο. Ήταν τεράστιος, πάνω από 400 οκάδες, είπε ο πατέρας, γίγαντας των νερών κι εμείς νάνοι!
– Πετράκη, φέρε μου σκοινιά και γάντζους. Ιωσήφ κράτα γερά, μη μας αναποδογυρίσει!
– Λώρη, του φωνάζω, κράτα τα πόδια του μπαμπά, μη μας τον πετάξει στη θάλασσα.
Τιτάνια η προσπάθειά του να τον γαντζώσει και να τον δέσει στην πλευρά της ‘Λουίζας’. Πάλευε μιάμιση ώρα. Μα τα κατάφερε. Ουφ! Ο καρχαρίας, μέχρι να γυρίσουμε στη Λάρνακα, δεν σταμάτησε λεπτό να χτυπά και να ταρακουνά το σκάφος. Κι ο πατέρας τού κοπάναγε το κεφάλι και την πλάτη, μέχρι να τον σκοτώσει ‘με δόσεις’. Όταν ο καρχαρίας άρχισε να μουδιάζει, ξεθάρρεψε ο Πέτρος και του βαρούσε δειλά με σφυρί.
Στον γυρισμό μας για Λάρνακα, ο πατέρας μάς έλεγε με ύφος σοβαρό πως θα ζητούσε από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας να ανεγείρει Μουσείο για τον καρχαρία. Μάλιστα θα μάζευε πολλά χρήματα απ’ τα εισιτήρια εισόδου των περίεργων τουριστών και ντόπιων κι έτσι το κράτος θα έπαιρνε πίσω τα λεφτά του και με το παραπάνω.
– Ωραία αυτά, πατέρα, αλλά μπορεί; Πόσο χρόνος χρειάζεται; Θα βρωμήσει, απόρησα.
– Πώς δεν μπορεί; Θα κρατάμε τον καρχαρία σε ψυγείο. Θα δεις, με καθησύχαζε.
Προτού φτάσουμε στο λιμάνι ο καρχαρίας είχε ψοφήσει. Στο λιμάνι φτάσαμε στις εφτά και δεν υπήρχε πολύς κόσμος. Κανόνισε με φίλους στο λιμάνι και κρέμασαν ανάποδα τον καρχαρία στον γερανό της αποβάθρας. Βρήκε τηλεβόα κι άρχισε να καλεί θεατές.
– Ελάτε να δείτεεεε τον καρχαρία-τέρας 400 οκάδωωων. Θα μπει και σε Μουσείοοοο!
Κι όλο πύκνωνε ο κόσμος. Είδαν, θαύμασαν. Ως εκεί… Απ’ το τελωνείο ο πατέρας πήρε τηλέφωνο στο Προεδρικό Μέγαρο αλλά κανείς δεν απαντούσε. Θα υπέθεσε: αν θέλουν δύο μέρες ν’ απαντήσουν στο τηλέφωνο, θα θέλουν είκοσι χρόνια να χτίσουν μουσείο.
– Πατέρα, δεν βλέπω λύση. Ποιος να σε καταλάβει; Σπάμε αυγά στον τοίχο, σχολίασα.
Και δεν έχασε καιρό. Κατέβασε με φίλους τον καρχαρία στον μόλο της αποβάθρας, τον τεμαχίσανε μικρά κομμάτια, τα ’βαλαν στη ‘Λουίζα’, μετά τα σκορπίσαμε στη θάλασσα, 3 μίλια ανατολικά του λιμανιού. Έτσι, με τα κομματάκια του καρχαρία, θα έθρεφε μυριάδες ψαράκια και σε λίγο καιρό θα είχαμε μπόλικο και χοντρό ψάρι στο παραγάδι. Θα είχαμε ένα πρακτικό κέρδος, ενώ στην περίπτωση Μουσείου θ’ αναμέναμε χρόνια και χρόνια.
Μετά από ένα μήνα η κυβέρνηση έστειλε επιταγή 100 λιρών στον πατέρα μου γιατί εξολόθρευσε ένα θηρίο, που θα απειλούσε κολυμβητές και θα μας έδιωχνε τουρίστες.
Χάρηκα αυτή την τρομακτική εμπειρία κι από τότε έπαψα να είμαι δειλός. Ο πατέρας μού δίδαξε να ενεργώ, να μην περιμένω γραφειοκράτες και ότι για τις μεγάλες ιδέες «ο τολμών νικά». Έφηβος γεύτηκα νίκη, έστω μισή, κι ας μην ήμουν ο πρωταγωνιστής.
Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης, τ. Πρόεδρος Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου
18 Γενάρη, 2024